Από τον Daniel Y. Teng
Μπορείτε να παρακολουθήσετε το βίντεο του άρθρου (Αγγλικά) εδώ.
Η κυρία Μέυ έφτασε στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Σίδνεϋ το 2012, η ζωή της τοποθετημένη με τάξη σε μια βαλίτσα. Με ρούχα δανεισμένα από μια ξαδέλφη και κακή γνώση Αγγλικών, πέρασε την διαχωριστική γραμμή και ξεκίνησε μια νέα ζωή στην Αυστραλία.
Βαθιά, η Μέυ ήξερε ότι το ταξίδι της στο Down Under [Αυστραλία] δεν ήταν για μια ήσυχη συνταξιοδότηση. Αντ’ αυτού, ετοιμαζόταν για μια νέα ζωή, και μια ευκαιρία να βοηθήσει τους Κινέζους να κατανοήσουν την πραγματική φύση του Κομμουνιστικού Κόμματος υπό το οποίο υπέφερε για 60 χρόνια.
Η Γιουε-Λαν Τάο όπως είναι το κινέζικο όνομά της, γεννήθηκε το 1956. Η ζωή της ξεκίνησε μόλις επτά χρόνια αφότου η Κίνα έπεσε στην τυραννική κυριαρχία του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Ο πατέρας της ήταν ιδιοκτήτης μικρής επιχείρησης και η οικογένεια ζούσε στο Πεκίνο.
Το 1966, η οικογένειά της καταστράφηκε από την Πολιτιστική Επανάσταση του καθεστώτος — ένα καταστροφικό δεκαετές πολιτικό κίνημα με στόχο την εξάλειψη των πολιτιστικών ριζών της Κίνας, των 5000 ετών.
Η Μέυ είπε στην Epoch Times: «Ο σκοπός της πολιτιστικής επανάστασης ήταν να καθιερώσει τον κομμουνισμό ως την μόνη θρησκεία που θα ελέγχει όχι μόνο το κράτος, αλλά και το μυαλό του ατόμου».
12 χρόνια ως σκλάβοι
Παρόλο που δεν κατείχε γη, ο πατέρας της Μέυ χαρακτηρίστηκε «ιδιοκτήτης γης». Ως αποτέλεσμα, η οικογένειά της καταστράφηκε και απελάθηκε στην ύπαιθρο για 12 χρόνια. Οι δύο αδελφές της γλίτωσαν από αυτήν τη μοίρα καθώς είχαν παντρευτεί και ήταν ήδη μέλη άλλων οικογενειών.
Οι ιδιοκτήτες γης, μαζί με τους «πλούσιους αγρότες», τους «αντιδραστικούς», τα «κακά στοιχεία» και τους «δεξιούς» (εκείνους με απόψεις που δεν ακολουθούσαν τον κομμουνισμό) ονομάστηκαν οι «Πέντε Μαύρες Τάξεις».
Τα μέλη αυτών των τάξεων χαρακτηρίστηκαν εχθροί της επανάστασης και έχασαν τα δικαιώματά τους, ταπεινώθηκαν και μερικές φορές βασανίζονταν και δολοφονούνταν.
Η οικογένεια της Μέυ πέρασε την επόμενη δεκαετία σε μια αγροτική κομμούνα, κερδίζοντας πόντους στο σύστημα των κομμουνιστικών κοινοτήτων για να τους ανταλλάξει με βασικά τρόφιμα και αγαθά.
«Κατά την διάρκεια αυτών των 12 ετών, δούλεψα τόσο σκληρά που ποτέ δεν τολμούσα να παραπονεθώ ότι είμαι κουρασμένη», θυμάται η Μέυ. «Δεν υπήρχε τίποτα στην οικογένεια που να μην φρόντιζα».
«Δεν είχαμε τίποτα. Δεν είχαμε κατοικία, χρήματα ή γη, όλα ανήκαν στο κράτος», πρόσθεσε.
Οι δημόσιες κομμούνες ήταν πειράματα του καθεστώτος για να οργανώσει τις οικογένειες σε μεγάλες κολλεκτιβιστικές κοινωνικές μονάδες — να δουλεύουν από κοινού σε αγροκτήματα και να καλλιεργούν σιτηρά για την χώρα.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φρανκ Ντικόττερ: «Ο Μάο [Τσεντόνγκ] πίστευε ότι θα μπορούσε να κάνει την χώρα να υπερβεί τους ανταγωνιστές της, βάζοντας τους χωρικούς σε όλη την χώρα σε γιγαντιαίες δημόσιες κομμούνες».
Στις κομμούνες, τα ζώα, τα εργαλεία, τα μαγειρικά σκεύη και τα τρόφιμα ήταν όλα κοινά. Τα γεύματα μαγειρεύονταν και μοιράζονταν μεταξύ όλων.
Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν αρκετά για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Σε ορισμένες κομμούνες, η κατανομή των τροφίμων έγινε «όπλο» που ανάγκαζε τους ανθρώπους να ακολουθήσουν την κατεύθυνση του Κόμματος.
Για την οικογένεια της Μέυ, η απόκτηση πόντων ήταν αρχικά δύσκολη καθώς είχαν φτάσει στο τέλος της αγροτικής περιόδου, όπου η δουλειά σπάνιζε.
«Δεν είχαμε πόντους, οπότε δεν μας δόθηκε φαγητό για τον επόμενο χρόνο. Έπρεπε να ζητήσουμε από τον πωλητή λαχανικών να μας δανείσει τρόφιμα. Κατέγραψαν τα στοιχεία της οικογένειάς μας και θα αφαιρούσαν πόντους από εμάς αργότερα».
«Υπήρχαν μερικοί καλοί άνθρωποι που μας βοήθησαν. Φοβούνταν να μας μιλήσουν απευθείας (επειδή ο πατέρας της είχε ονομαστεί «ιδιοκτήτης γης»), και έτσι έριχναν λαχανικά από το παράθυρό μας».
Εκείνα τα χρόνια, η πείνα ήταν συνεχής σύντροφος. Η Μέυ λέει: «Εκείνη την εποχή ανέπτυξα την συνήθεια να πίνω πολύ νερό. Επειδή δεν υπήρχε αρκετό φαγητό, έπρεπε να πιω, για να μην νιώθω τόσο την πείνα».
«Πήγαινα συχνά σε χωράφια μετά την συγκομιδή για να βρω εναπομείναντα καλαμπόκια. Αφού τα έφερνα σπίτι, η μαμά μου τα συνέθλιβε και τα έβραζε με λαχανικά. Ζήσαμε έναν ολόκληρο χρόνο τρώγοντας έτσι», λέει.
Ο Ντικόττερ έγραψε ότι καθώς τα τρόφιμα άρχισαν να σπανίζουν, οι Ερυθροφρουροί χρησιμοποίησαν «εξαναγκασμό και βία» για να αναγκάσουν τους εργάτες να συνεχίσουν να δουλεύουν σε γεωργικά έργα.
«Οι κομμουνιστές ηγέτες και η Ερυθροφρουρά ήταν κακοποιοί. Η ζωή της οικογένειάς μου καταστράφηκε έτσι», λέει η Μέυ.
Παρά τις φρικαλεότητες που υπέστη, κάτι στην Μέυ με εντυπωσιάζει. Φαίνεται ήρεμη και μετρημένη, ενθυμούμενη την εμπειρία της χωρίς να καταρρέει. Την ρωτάω γιατί. Πολλοί Κινέζοι τερμάτισαν την ζωή τους κατά την διάρκεια της επανάστασης.
Λέει ότι η θλίψη έχει περάσει από καιρό. Ο χρόνος της φέρθηκε καλά, επιτρέποντας στις πληγές να κλείσουν.
Βρίσκοντας παρηγοριά στην Αναγέννηση της Κίνας
Οι δημόσιες κομμούνες απέτυχαν θεαματικά, οδηγώντας σε εκατομμύρια θανάτους από πείνα που οφείλονται στην έλλειψη τροφίμων λόγω αναποτελεσματικών γεωργικών πρακτικών.
Καθώς η Πολιτιστική Επανάσταση έχανε δύναμη και τελείωνε, στην οικογένεια της Μέυ επιτράπηκε τελικά να επιστρέψει στην πόλη το 1978.
Η Μέυ τελικά παντρεύτηκε και εργάστηκε σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας.
Ωστόσο, χρόνια υποσιτισμού είχαν προκαλέσει προβλήματα. Το σώμα της ήταν σε κακή κατάσταση. Είχε προβλήματα με την χοληδόχο κύστη, χρόνια κόπωση και τακτικό πόνο στην πλάτη.
«Ένιωθα άβολα κάθε μέρα και νύχτα», θυμάται.
Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, το κομμουνιστικό καθεστώς άρχισε να προωθεί στην κοινωνία έναν τύπο άσκησης υγείας και ευεξίας γνωστό ως τσιγκόνγκ, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης του αναπτυσσόμενου πληθυσμού.
Παρόμοιο με το Τάι Τσι, οι ασκήσεις τσιγκόνγκ άνθισαν για κάποια χρόνια στην Κίνα. Ήταν συνηθισμένο σε κάποιες περιοχές και οικογένειες αυτές οι παραδόσεις να μεταδίδονται για αιώνες.
Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου της ζωής της, μια άσκηση τράβηξε την προσοχή της Μέυ: το Φάλουν Γκονγκ.
Το Φάλουν Γκονγκ ήταν μια άσκηση τσιγκόνγκ με βάση την βουδιστική παράδοση που γινόταν όλο και πιο δημοφιλής σε όλη την χώρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, το Φάλουν Γκονγκ ασκούνταν από εκατομμύρια ανθρώπους.
Για την Μέυ, ήταν σαν μια «αναγέννηση για τον κινέζικο λαό», λέει.
Μέσα σε έναν μήνα με τις ασκήσεις διαλογισμού του Φάλουν Γκονγκ, η δύναμη επέστρεψε στο σώμα της Μέυ και η υγεία της βελτιώθηκε.
«Μπορούσα να οδηγήσω το ποδήλατο για 50 λεπτά έως τον χώρο εργασίας μου, να στείλω τα παιδιά μου στο σχολείο και να κάνω όλες τις δουλειές του σπιτιού. Θα μπορούσα ακόμη και να πάω στο σπίτι των γονιών μου για να τους βοηθήσω με τις δουλειές του σπιτιού τους χωρίς να αισθάνομαι πόνους στο σώμα μου πια».
«Οκτώ χρόνια στη φυλακή επειδή ήθελα να διαλογιστώ»
Τον Ιούλιο του 1999, η ειρήνη που βρήκε η Μέυ στη ζωή κατεδαφίστηκε καθώς το ΚΚΚ άρχισε να συλλαμβάνει εκατομμύρια ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ. Πολλοί φυλακίστηκαν χωρίς δίκη σε μυστικές μαύρες φυλακές, και λάογκαι (στρατόπεδα «επανεκπαίδευσης μέσω εργασίας»).
«Όλοι γνωρίζουν ότι όταν ένας ασκούμενος του Φάλουν Γκονγκ μπαίνει σε φυλακή, αντιμετωπίζεται όσο τον δυνατόν χειρότερα», λέει η Μέυ με ηρεμία.
Οι αρχές των φυλακών ανταμείβουν τους άλλους κρατούμενους ώστε να παρακολουθούν,να βασανίζουν και να κάνουν πλύσιμο εγκεφάλου στους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ.
«Τον πρώτο ενάμισι χρόνο μου επιτρεπόταν να κοιμάμαι μόνο τρεις ώρες την ημέρα. Δεν μου επέτρεπαν να κοιμηθώ μέχρι τις 2 το πρωί και με ξυπνούσαν στις 5 το πρωί», λέει η Μέυ.
Κάθε τρεις ή πέντε μέρες, ένας αστυνομικός της φυλακής έλεγχε την «πρόοδο» της επανεκπαίδευσης της Μέυ, προσπαθώντας να «σε εκφοβίσει και να σε πείσει [μαζί]», αναφέρει.
Ο πρώτος αστυνομικός ήταν ο «κακός αστυνομικός», και δοκίμαζε την δύναμη της θέλησής της — της φώναζε και την απειλούσε. Ο δεύτερος αστυνομικός ήταν ο «καλός» αστυνομικός, ερχόταν λίγες ώρες αργότερα και θα προσπαθούσε να πείσει την Μέυ με λόγια, λέγοντας πράγματα όπως: «Σκέψου, τα παιδιά σου και η οικογένειά σου σε περιμένουν και θέλουν να σε ξαναδούν», λέει η Μέυ.
«Φανταστείτε να βασανίζεστε έτσι κάθε μέρα. Γι’ αυτό ακούτε συχνά για ασκούμενους που πήγαν σε ψυχιατρικά άσυλα. Σε τρελαίνει», λέει. «Θα ένιωθα ειλικρινά καλύτερα αν προσπαθούσαν να με σκοτώσουν ή να με πυροβολήσουν».
Ωστόσο, οι αστυνομικοί της φυλακής ήταν επιφορτισμένοι με την «αναμόρφωση» των ασκουμένων του Φάλουν Γκονγκ και προσπαθούσαν να τους αναγκάσουν να εγκαταλείψουν την άσκηση. Η δολοφονία ενός ασκούμενου δεν ήταν ο στόχος.
«Προσπαθούν να σε σπάσουν χρησιμοποιώντας αυτό που σε ενδιαφέρει και προσβάλλοντας αυτό που θεωρείς ιερό», λέει. Η Μέυ ήξερε ότι το Φάλουν Γκονγκ ήταν καλό και μου λέει ότι η ψυχική πίεση που βίωνε ήταν πραγματικό βασανιστήριο.
Κατά την οκταετή απώλεια της ελευθερίας της, μεταφέρθηκε σε διάφορες εγκαταστάσεις, υπομένοντας τρομερές συνθήκες.
Στην εγκατάσταση της περιοχής Φενγκτάι στο Πεκίνο, η Μέυ βρισκόταν σε ένα κελί κράτησης με 60 άλλους κρατούμενους.
Το κελί είχε δύο μεγάλα ξύλινα «κρεβάτια» στα οποία οι τρόφιμοι θα ξεκουράζονταν τη νύχτα, ο ένας κολλητά στον άλλον σαν σαρδέλες. Το πάπλωμα στο κρεβάτι ήταν «βρώμικο». Μερικοί τρόφιμοι ήταν άρρωστοι και είχαν δερματικές παθήσεις. Εάν σηκωνόσουν για τουαλέτα, λέει, η «θέση» σου στο κρεβάτι θα χανόταν αμέσως.
Μια άλλη φορά, η Μέυ επιχείρησε απεργία πείνας για να διαμαρτυρηθεί για την κράτησή της. Φοβούμενοι ότι θα πεθάνει, οι αρχές της φυλακής την πήγαν στο νοσοκομείο και έβαλαν με βία βρώσιμες ύλες στο στομάχι της — μέσω μιας αντλίας από την μύτη της.
Μια ευκαιρία να ζήσει με έναν σκοπό
Μετά από οκτώ χρόνια φυλάκισης, η Μέυ απελευθερώθηκε και έκανε σχέδια να φύγει από την Κίνα.
«Το 2012, δραπέτευσα στην Αυστραλία, αλλά ήξερα ότι δεν ήμουν εδώ για μια πρόωρη συνταξιοδότηση. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω την ελευθερία μου για να βοηθήσω εκείνους που εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην φυλακή», μου λέει.
Όταν συμμετείχε σε μια παρέλαση του Φάλουν Γκονγκ στο Σίδνεϋ για πρώτη φορά, η Μέυ λέει ότι είχε γεμίσει ευτυχία. Τα δάκρυα έτρεχαν από το πρόσωπό της καθώς ένιωθε να ζει μέσα στην ελευθερία της Αυστραλίας.
Η Μέυ σύντομα άρχισε να βοηθάει στην πρωτοβουλία Tuidang ή «Παραίτηση από το Κόμμα».
Ξεκινώντας το 2004, το Tuidang στοχεύει να πει στους ανθρώπους για τις πράξεις του ΚΚΚ και να βοηθήσει τους Κινέζους να αποκηρύξουν τους δεσμούς τους με το καθεστώς.
Μέχρι σήμερα, το Tuidang έχει καταγράψει 360 εκατομμύρια παραιτήσεις από το ΚΚΚ και τις σχετιζόμενες οργανώσεις του.
Η Μέυ επισκέπτεται δημοφιλή τουριστικά σημεία όπως την Όπερα του Σίδνεϋ και την Mrs Marquarie’s Chair, λέγοντας σε όσους είναι πρόθυμοι για την φρίκη της ζωής στην Κίνα υπό το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Αυτές οι τοποθεσίες έχουν εκατοντάδες Κινέζους τουρίστες κάθε μέρα, και οι εθελοντές για το Tuidang τους μιλούν ένας προς έναν.
«Δεν είναι μια εύκολη διαδικασία να μπορέσεις να πείσεις κάποιον να παραιτηθεί, δεκαετίες πλύσης εγκεφάλου έχουν διαστρεβλώσει την αντίληψή μας για την αλήθεια», λέει η Μέυ. «Πολλοί δεν θα θελήσουν να το πιστέψουν. Αυτή είναι η τραγωδία που αντιμετωπίζουμε».
Παρά τις δυσκολίες, η Μέυ λέει ότι δεν θα τα παρατήσει: «Φυσικά, δεν μπορούμε να συγκριθούμε με τον στρατό του ΚΚΚ, ούτε έχουμε όπλα ή άρματα μάχης, αλλά έχουμε τις καρδιές και τα στόματά μας».
«Πιστεύουμε ότι αυτά είναι επαρκώς ισχυρά για να απελευθερώσουν τον κινεζικό λαό από την μεγαλύτερη δικτατορία στον κόσμο».
Πώς διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;
Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό.
Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.
Αν εκτιμάτε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία μας, βοηθήστε μας να συνεχίσουμε. Στηρίξτε την αλήθεια και την παράδοση.
[give_form id=”3924″]