Γράφει ο Michael Kurek
Μετάφραση: Αλία Ζάε
Βρισκόμαστε σε μια «κλασική» ή σε μια «ρομαντική» μουσική περίοδο τώρα; Εννοώ με μικρό Κ και με μικρό Ρ. Αυτή η ερώτηση ίσως ακούγεται κάπως απλοϊκή στον σύγχρονο περίπλοκο μουσικό κόσμο, αλλά η ιστορία των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας και της μουσικής γίνονταν από παλιά κατανοητές μέσα από αυτόν τον δυϊσμό: διάνοια ή καρδιά, λογική ή συναίσθημα, Απολλώνιο ή Διονυσιακό.
Η ρομαντική μουσική, για παράδειγμα ο Τσαϊκόφσκι, γενικά θεωρείται ότι έχει μεγαλύτερες, πιο συναισθηματικές μελωδίες, και έντονες και με μεγαλύτερη ευαισθησία αλλαγές στο ρυθμό και την ένταση. Η κλασική μουσική, ο Μότσαρτ για παράδειγμα, ρέει σχετικά ομοιόμορφα και είναι ισορροπημένη και ψύχραιμα προβλέψιμη.
Στην πραγματικότητα, οι άνεμοι της αισθητικής που μαίνονται στην ιστορία της μουσικής πάντα διαμόρφωναν ένα μάλλον απελπιστικά περίπλοκο μοτίβο διασταυρούμενων ρευμάτων, αλλά αυτή η απλή διχοτόμηση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα είναι ένα χρήσιμο εργαλείο των ιστορικών, για να κατανοούν τουλάχιστον τους κύριους δρόμους που έχει διαπλεύσει η μουσική στο ταξίδι της μέσα στον χρόνο.
Το κλασικό και ρομαντικό εκκρεμές στην ιστορία της μουσικής
Επιτρέψτε μου αρχικά να σας ξεναγήσω σε αυτό το βασικό, αν και ανεμοδαρμένο, μονοπάτι στην ιστορία της Δυτικής κλασικής μουσικής. Συνοψίζεται ως εξής: κάθε παραδοσιακή ιστορική μουσική περίοδος ξεκινά με μια σχετική «κλασική» απλότητα και συμμετρία, εξελίσσεται σε ένα πιο παρορμητικό, συναισθηματικό «ρομαντικό» τέρας, το οποίο εξημερώνεται από μια νέα απλοποίηση, η οποία και σηματοδοτεί την εκκίνηση μιας νέας περιόδου αποκατεστημένης κλασικής σταθερότητας.
Για παράδειγμα, η ακμή της Αναγέννησης στη μουσική (τέλη του 16ου αιώνα) είχε δώσει μια Άρπυϊα συναισθηματικής περιπλοκότητας με πολλές φωνές να τραγουδούν διαφορετικές μελωδικές γραμμές ταυτόχρονα («πολυφωνία»), που μπορεί να περιείχαν ακόμα και διαφορετικά λόγια σε διαφορετικές γλώσσες! Τότε, γύρω στο 1600, οι πρώτοι Μπαρόκ συνθέτες, όπως ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1567-1643), ξεκαθάρισαν αυτή την μπερδεμένη κατάσταση της μουσικής επαναφέροντας τη μονοφωνία με έναν τύπο τραγουδιού που ονόμασαν «μονωδία», όρο δανεισμένο από την κλασική Ελληνική ποίηση, όπου σήμαινε την απαγγελία που γινόταν από ένα άτομο αντί του χορού.
Με την πάροδο του χρόνου, όμως, το Μπαρόκ δεν μπόρεσε και το ίδιο να αποφύγει την περιπλοκότητα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Το βλέπουμε αυτό, για παράδειγμα, στις μιμητικές φούγκες του Μπαχ, σε φαντασμαγορικά πλούσια χορωδιακά ορατόρια, σε επιδεικτική μουσική οργάνου και σε λαμπερά σύνολα χάλκινων.
Μια νέα μεταρρύθμιση έγινε στην επόμενη αποκαλούμενη Κλασική (και με κεφαλαίο και με μικρό Κ) περίοδο, επιτομή της οποίας είναι ο Μότσαρτ και ο Χάιντν: ξεκίνησε με μια ριζική απλοποίηση της άριας της Μπαρόκ όπερας, η οποία είχε εξελιχθεί σε ένα όχημα επίδειξης ανακατεμένων φωνητικών αυτοσχεδιασμών. Ένα έργο ορόσημο εδώ είναι η κλασική, εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, όπερα του Κρίστοφ Βίλιμπαλτ Γκλουκ [Christoph Willibald Gluck,1714–1787] «Ορφέας και Ευρυδίκη» (1762). Απέκλειε απολύτως κάθε αυτοσχεδιασμό, απαιτώντας αυστηρή προσκόλληση στις νότες της σελίδας, οι οποίες είχαν σχετικά απλές μελωδίες, τακτοποιώντας έτσι τη ρομαντική σύγχυση και αποκαθιστώντας την κλασική τάξη.
Η επόμενη ταλάντωση του εκκρεμούς από το κλασικό πάλι στο ρομαντικό μάς πέρασε μέσα από την Κλασική περίοδο φτάνοντας στην ύστερη Ρομαντική περίοδο του Γκούσταβ Μάλερ και του Ρίχαρντ Στράους [Gustav Mahler, Richard Strauss] και τη δική τους εκδοχή των συναισθηματικά πληθωρικών δυναμικών των οργάνων και των περίπλοκων αρμονιών. Ύστερα, στη δεκαετία του 1920, ξαναέγινε μια αλλαγή πορείας προς τη διανοητική κατεύθυνση, αυτή τη φορά από τον Άρνολντ Σένμπεργκ [Arnold Schoenberg, 1874–1951] και την ατονική, υπερ-ορθολογική «δωδεκατονική μέθοδο», που πρακτικά κατέστησε το συναίσθημα ταμπού για δεκαετίες.
Αυτή η ενσάρκωση του κλασικισμού, με τη σειρά της, μετατράπηκε στο σημερινό νεορομαντικό, συναισθηματικό ρόλερ-κόστερ των μεταμοντέρνων κολάζ, που ανακατεύουν όλα τα στυλ, συχνά ταυτοχρόνως, όπως φαίνεται στα έργα των Γουίλιαμ Μπόλκομ και Μάικλ Ντόχερτι [William Bolcom, Michael Daugherty].
Όμως, αυτή η κυκλική διαδικασία του «κλειστού συστήματος» στην ιστορία της ορχηστρικής μουσικής έχει πια ανατραπεί από την έκρηξη των λαϊκών, εθνικών και υβριδικών μουσικών στυλ. Αυτό που τώρα έχουμε είναι ένα ανοιχτό σύστημα, αν και στους ακαδημαϊκούς, που προτιμούν τακτικά πρότυπα, ίσως να φαίνεται περισσότερο σαν μια τρομερή ανακατωσούρα. Παρόλα αυτά, το ανθρώπινο συναίσθημα και η λογική παραμένουν και πρέπει, με κάποιον τρόπο, να ξεδιαλυθούν.
Έχει γίνει ο πολιτισμός μας περισσότερο «ρομαντικός»;
Μέχρι τώρα, ο χώρος δεν επέτρεπε την αναφορά στο πώς όλες αυτές οι αλλαγές στη μουσική αντανακλούσαν παρόμοιες κινήσεις στα εικαστικά, τη λογοτεχνία και γενικότερα στον πολιτισμό. Ας προσπαθήσουμε τώρα, κοιτώντας μέσα από το φίλτρο του σύγχρονου πολιτισμού, να κατανοήσουμε τη μουσική του σήμερα.
Έχω παρατηρήσει τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον ως πανεπιστημιακός καθηγητής, μια έντονη αύξηση του συναισθήματος εις βάρος της λογικής. Πέρυσι, ένα φοιτητής μού έγραψε «Γιατί μου βάλατε Β στο μάθημά σας; Ένιωθα πως άξιζα ένα Α». Του απάντησα «Δυστυχώς, δεν βαθμολογώ με βάση τα συναισθήματά σου. Ο μέσος όρος σου ήταν 87.»
Η Ρομαντική εποχή έχει σαφώς επιστρέψει στα σίριαλ της τηλεόρασης και στις εμπορικές κινηματογραφικές ταινίες, που χρησιμοποιούν συνήθως τα συναισθήματα ως πυξίδα ηθικής. Και σε κάποιες περιπτώσεις, το ασυγκράτητο, επιδεικτικό μελόδραμα διογκώνεται σε επιθετικό άγχος, καθώς το συναίσθημα ξεσπά ωμά και άλογα στους δρόμους, χωρίς τα άτομα που το εκφράζουν να δείχνουν καν να γνωρίζουν γιατί νιώθουν και πράττουν έτσι.
Ακόμα και η πιο παθιασμένη μουσική του Τσαϊκόφσκι ή του Βάγκνερ δεν περιέχει τόσο πολύ συναίσθημα. Αν εξετάσουμε τη ρομαντική μουσική του 19ου αιώνα κάτω από το φως των σύγχρονων ενστικτωδών αισθηματικών εκφράσεων, θα δούμε ότι αυτό που πριν θεωρούσαμε αχαλίνωτη συναισθηματική έκφραση, ήταν στην πραγματικότητα μια λογική κατασκευή. Ότι ποτέ δεν ήταν σκέτο συναίσθημα, όπως κάποιες φορές μπορεί να έδειχνε, αλλά μάλλον μια πιο εύπλαστη εκδοχή της κλασικής μουσικής. Και ότι, παρόλο που έτεινε περισσότερο προς τη συναισθηματική έκφραση, παρέμενε ένας συνδυασμός αισθήματος και λογικής. Η μουσική του Τσαϊκόφσκι οφείλει πολλά στον Μότσαρτ και έχει αρκετά κλασική μορφή!
Ίσως το μοναδικό αληθινό μουσικό ομόλογο στο είδος των αισθημάτων που βιώνει τώρα η κοινωνία να ήταν μια απολύτως χαοτική μουσική. Και, όπως ένα ανεξέλεγκτο, χωρίς λογική συναίσθημα μπορεί να μετατραπεί σε οργή και να καταστρέψει μια πόλη, αντίστοιχα ίσως το αγνό, σκέτο συναίσθημα θα μπορούσε να γίνει θόρυβος που καταστρέφει τη μουσική.
Μοιάζει λοιπόν ότι το «κλασικό» και το «ρομαντικό» δεν μπορούν να υπάρχουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, όπως το γιν και το γιανγκ. Παρατηρούμε ότι για να επιβιώσει η τέχνη, όπως και ο πολιτισμός γενικότερα, μια εξισορροπητική κίνηση ανάμεσα στη διάνοια και το συναίσθημα είναι απαραίτητη.
Ο Αμερικανός συνθέτης Μάικλ Κιούρεκ είναι ο συγγραφέας του βιβλίου The Sound of Beauty: A Composer on Music in the Spiritual Life”(«Ο ήχος της ομορφιάς: Ένας συνθέτης για τη μουσική στην πνευματική ζωή»), που κυκλοφόρησε πρόσφατα και ο συνθέτης του κλασικού άλμπουμ “The Sea Knows”(«Η θάλασσα ξέρει»), Νο. 1 στο Billboard πρόσφατα. Έχει διακριθεί με αρκετά βραβεία στη σύνθεση, ένα από αυτά το Academy Award in Music από την Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών [American Academy of Arts and Letters], και έχει συμμετάσχει στην Επιτροπή Υποψηφίων της Ακαδημίας για τα βραβεία Γκράμι. Είναι επίτιμος καθηγητής μουσικής σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt. Για περισσότερες πληροφορίες και μουσική, μπορείτε να επισκεφθείτε το MichaelKurek.com
Διαβάστε επίσης:
Κλασική μουσική – Θεραπεία όχι μόνο για την ψυχή
Έκθεση: Μπροστά στον Μπετόβεν και στο θεϊκό