Γράφει ο Roger L. Simon
Σχολιασμός
Πάντα πίστευα ότι θα πήγαινα στην Νέα Υόρκη όταν πάρω σύνταξη. Μεγάλωσα εκεί.
Στη δεκαετία του 1950, ήταν ένα υπέροχο μέρος. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε τώρα ότι οι φίλοι μου και εγώ, οκτώ ετών περίπου, θα παίρναμε την γραμμή Jerome-Woodlawn προς το Μπρονξ μόνοι μας και θα καθόμασταν στις ακριανές, φθηνές θέσεις για να παρακολουθήσουμε τους αγαπημένους μας Yankees, συζητώντας ποιος ήταν καλύτερος, Μάικυ Μαντλ ή Γουίλυ Μέις, έως ότου θα είχαμε ήδη αργήσει για το βραδινό στο σπίτι.
Σήμερα, κανένας γονέας μεσαίας τάξης, ή οποιοσδήποτε γονέας με το κεφάλι βιδωμένο ακόμη και ελαφρώς καλά, δεν θα σκεφτόταν καν κάτι τέτοιο για ένα μικρό παιδί. Είναι πολύ επικίνδυνο, για να το θέσω ήπια.
Η πόλη βρίσκεται σε φλόγες — μεταφορικά, ηθικά και κυριολεκτικά, με έμφαση στο κυριολεκτικά— με το ποσοστό των δολοφονιών να υπερδιπλασιάζεται από πέρυσι και οι πυροβολισμοί να αυξάνονται 45 τοις εκατό. (Όχι ότι κανένας, όπως έγραψε η Νικόλ Τζελίνας στην New York Post, φαίνεται να νοιάζεται.)
Η αλήθεια είναι ότι οι Νεοϋορκέζοι δεν μπορούν κανέναν άλλον να κατηγορήσουν παρά τον εαυτό τους, για την τρομερή παρακμή της κάποτε θαυμάσιας πόλης τους που ήταν ο φθόνος του κόσμου, όχι και τόσο πολλά χρόνια πριν.
Μπορούν να ισχυριστούν ότι δεν ήξεραν ότι ο δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάσιο θα ήταν ο χειρότερος τοπικός πολιτικός που υπήρξε από την εποχή του Νέρωνα, αλλά τον επέλεξαν και είχαν ένα τέλειο παράδειγμα από τη δεκαετία του 1990 για το τι θα σήμαινε αυτό.
Αυτές ήταν οι μέρες που ο Ντέιβιντ Ντίκινς ήταν δήμαρχος. Οι μπάτσοι ήταν παράλυτοι και η Νέα Υόρκη ήταν τόσο γεμάτη εγκληματικότητα όσο η Γκόθαμ στις ταινίες Batman. Με τον ντε Μπλάσιο, έχουμε, στα λόγια αυτού του πολύτιμου Νεοϋορκέζου Γιόγκι Μπέρα, déjà vu ακόμα μια φορά. Μόνο που σε αυτήν την περίπτωση, είναι χειρότερο, πολύ χειρότερο, χωρίς σημάδια βελτίωσης.
Κανείς δεν τραγουδά «Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, είναι μια υπέροχη πόλη!» πια. Σίγουρα όχι ο Φρανκ Σινάτρα ή ο Τζιν Κέλλυ. (Βλέποντας την χαρά σε αυτό το παλιό κλιπ ραγίζει η καρδιά σου για την Νέα Υόρκη και το Χόλιγουντ ταυτόχρονα — διπλό χτύπημα. Ή τι θα λέγατε για αυτό, με τον Τζίμυ Κάγκνυ να αποχαιρετά το Μπρόντγουεϊ; Ή για την Πασχαλινή Παρέλαση του Ίρβινγκ Μπερλίν, με την Πέμπτη Λεωφόρο πλήρως οχυρωμένη λόγω της βίας;)
Οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι με τους οποίους μιλάω στο τηλέφωνο (είναι δύσκολο για εμένα να πάω εκεί. Ως κάτοικος του Τενεσί, θα πρέπει να απομονωθώ για δύο εβδομάδες) θέλουν να φύγουν. Αναρωτιούνται αν θα μπορούσαν να πουλήσουν τα διαμερίσματά τους — κάποτε ένα περιουσιακό στοιχείο χρυσωρυχείο.
Άλλοι έχουν ήδη αποχωρήσει, ζουν σε παραθεριστικές κατοικίες στο Κονέκτικατ ή στο Λονγκ Άιλαντ χωρίς να σχεδιάζουν μια άμεση επιστροφή.
Ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει όταν βλέπουμε τις καταστάσεις τρέλας που θυμίζουν Ιερώνυμο Μπος έξω από το Δημαρχείο (για πόσες μέρες τώρα;) με διαμαρτυρόμενους που απαιτούν ακόμη περισσότερη σάρκα, και δεν θα ικανοποιηθούν ποτέ, από τους ίδιους ανθρώπους — την αστυνομία — που έδωσαν την ζωή τους για αυτούς την 11η Σεπτεμβρίου;
Το πλέον διάσημο βίντεο της νεαρής λευκής γυναίκας, ντεζαμπιγέ, που γυροφέρνει και ουρλιάζει σε έναν αστυνομικό που υποθέτει ότι δεν πήγε ποτέ σε πανεπιστήμιο και τον αποκαλεί «μαύρο Ιούδα», πιθανότατα θα περάσει στην ιστορία ως το ιστορικό κατώτατο σημείο αναγνώρισης της εποχής μας.
Και τώρα ο πρώην δήμαρχός τους θέλει να γράψει τις λέξεις «Black Lives Matter» στον Trump Tower. Τώρα θα δει!
Φυσικά, δεν πρόκειται ο ντε Μπι να σκεφτεί ότι μπορεί ο ίδιος να είναι ο λαϊκιστής, όχι ο Τραμπ. Αυτού του είδους οι σκέψεις είναι πέραν του βεληνεκούς των Δημοκρατικών πολιτικών και των οπαδών τους σε αυτήν την εποχή της μέγιστης προβολής. (Η «τοιχογραφία» του Black Lives Matter έχει αναβληθεί προσωρινά.)
Η Νέα Υόρκη ήταν κάποτε ένας τόπος υψηλής γνώσης (και αυτογνωσίας) όπου τέθηκαν τάσεις και καλλιεργήθηκαν ιδέες. Τώρα, η χωρίς σκέψη διαμαρτυρία του πιο μηχανικού και εγκεφαλικά νεκρού είδους κυριαρχεί, με αγάλματα να βεβηλώνονται και με αθώους ανθρώπους να δέχονται κατάρες και επιθέσεις στους δρόμους.
Η πόλη οδηγεί ακόμα το έθνος, αλλά το οδηγεί προς το κακό.
Όλοι αυτοί οι δυσαρεστημένοι Νεοϋορκέζοι με τους οποίους μιλάω… ακούγεται σαν προβλήματα των πλουσίων. Αλλά είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Αυτοί ήταν καλοί άνθρωποι που ήθελαν το καλύτερο για όλους. Τώρα δεν θέλουν να είναι στην πόλη, που πολλοί από εμάς πιστεύαμε, σωστά ή λανθασμένα, ότι ήταν το κέντρο του σύμπαντος.
Για να είμαι ειλικρινής, ούτε εγώ θέλω και πολύ να πάω εκεί αυτές τις μέρες, τουλάχιστον έως ότου τα πράγματα βελτιωθούν. Ως άλλος Τζίμυ Κάγκνυ στο κλιπ που παρέπεμψα παραπάνω: «Δώστε τους χαιρετισμούς μου στο Broadway!» αλλά σε αντίθεση με τον Τζίμυ, στα λόγια της ιδιοφυΐας του κωμικού μιούζικαλ Τζορτζ Μ. Κόαν, δεν είμαι σίγουρος ότι «θα είμαι εκεί πολύ σύντομα».
Ο Roger L. Simon είναι βραβευμένος συγγραφέας, σεναριογράφος και συνιδρυτής της PJ Media. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι «Ξέρω Καλύτερα: Πώς ο ηθικός ναρκισσισμός καταστρέφει την χώρα μας, εάν δεν το έχει ήδη κάνει» και το «GOAT» (μυθιστόρημα).
Οι απόψεις που εκφράζονται σε αυτό το άρθρο είναι η γνώμη του συγγραφέα και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα τις απόψεις της Epoch Times.
Πώς διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;
Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό.
Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.
Αν εκτιμάτε την ανεξάρτητη δημοσιογραφία μας, βοηθήστε μας να συνεχίσουμε. Στηρίξτε την αλήθεια και την παράδοση.
[give_form id=”3924″]