Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, εργαζόταν παρουσία θεατών με τους οποίους συζητούσε καθώς ζωγράφιζε. Ένας αυτόπτης μάρτυρας αναφέρει: «Μερικές φορές στεκόταν εκεί από τα χαράματα μέχρι τη δύση του ηλίου, χωρίς να αφήνει καθόλου το πινέλο, ξεχνώντας να φάει και να πιει, ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα. Άλλες φορές πάλι είχε δύο, τρεις ή τέσσερις μέρες να αγγίξει το πινέλο, αν και περνούσε πολλές ώρες την ημέρα όρθιος μπροστά στο έργο του».
Είναι μια τοιχογραφία του 15ου αιώνα που αναπαριστά τον Μυστικό Δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του, τη στιγμή που τους ανακοινώνει ότι κάποιος από αυτούς θα τον προδώσει.
Στα σώματα των μαθητών του θα διακρίνουμε ποικιλία συναισθημάτων, όπως θυμό έκπληξη, αιφνιδιασμό και λύπη. Ο Ιούδας φαίνεται να είναι φανερά αιφνιδιασμένος και το κεφάλι του απεικονίζεται πιο χαμηλά από όλων των άλλων στο τραπέζι.
Σύμφωνα με τη Χριστιανική πίστη, ο Μυστικός Δείπνος διεξήχθη ανάμεσα στον Ιησού και στους Δώδεκα Αποστόλους στην Ιερουσαλήμ, μία μέρα από τη Σταύρωσή του. Σήμερα, η μέρα αυτή ονομάζεται Μεγάλη Πέμπτη. Κατά τη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου ο Χριστός έπλυνε στους μαθητές του τα πόδια τους, κάτι που έκαναν οι δούλοι της εποχής στους κυρίους τους πριν από το φαγητό. Με αυτή την πράξη ο Ιησούς θέλησε να διδάξει τους μαθητές του και, μέσω αυτών, όλους τους ανθρώπους να είναι ταπεινοί και να υπηρετούν τους συνανθρώπους τους.
Έπειτα τους κοινώνησε λέγοντάς τους: «λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου» και κρασί «πίετε έξ αυτού πάντες τούτο γαρ εστί το αίμα μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών». Η Θεία Ευχαριστία τελείωσε με την εντολή: «τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν».
Μετά το τέλος του Μυστικού Δείπνου, ο Ιησούς και οι μαθητές του, μετέβησαν στο Όρος των Ελαιών.
Εκεί ο Χριστός προσευχήθηκε στον Θεό και κατόπιν τον συνέλαβαν, με τη βοήθεια του Ιούδα.