Την αναστολή όλων των διακρατικών υιοθεσιών συνέστησε επίσημα σουηδική κρατική επιτροπή, έπειτα από έρευνα που αποκάλυψε ότι, επί δεκαετίες, χιλιάδες παιδιά ενδέχεται να υιοθετούνταν παράνομα, σε περιπτώσεις που συνιστούν εμπορία ανηλίκων, με εμπλοκή των αρχών και των φορέων υιοθεσίας.
Σε συνέντευξη Τύπου στη Στοκχόλμη, στις 2 Ιουνίου, η υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Καμίλα Βάλτερσον Γκρόνβαλ δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι έχουν καταγραφεί «φρικτές περιπτώσεις, με ελλιπή στοιχεία προέλευσης, ακόμη και περιπτώσεις παιδιών που κλάπηκαν από τους γονείς τους».
Η ίδια επεσήμανε ότι υπήρξε υπερβολική εμπιστοσύνη προς τις κυβερνήσεις των χωρών προέλευσης των υιοθετημένων παιδιών. Σύμφωνα με τη Human Rights Watch, περίπου 60.000 άτομα έχουν υιοθετηθεί στη Σουηδία από το εξωτερικό, με τις πρώτες υιοθεσίες να ξεκινούν τη δεκαετία του 1950 από τη Νότια Κορέα και στη συνέχεια να επεκτείνονται σε χώρες όπως η Κίνα, η Χιλή, η Αιθιοπία, η Ινδία, η Σρι Λάνκα και η Ταϊλάνδη. Ο αριθμός των υιοθεσιών κορυφώθηκε στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, ενώ από τις αρχές του 2000 παρουσιάζει σταθερή πτώση.
Εν μέσω αυξανόμενων ανησυχιών ότι αρκετά από τα παιδιά είχαν απομακρυνθεί παράνομα από τους βιολογικούς τους γονείς, η επιτροπή διαπίστωσε επιβεβαιωμένα περιστατικά εμπορίας παιδιών από το 1970 έως το 2000.
Η Άννα Σίνγκερ, επικεφαλής της έρευνας και καθηγήτρια Αστικού Δικαίου, ανέφερε στην Epoch Times ότι η πρακτική αυτή φαίνεται να μειώνεται σταδιακά από μόνη της. Το 2023, όπως είπε, υιοθετήθηκαν μόλις 54 παιδιά από το εξωτερικό προς τη Σουηδία, ενώ πολλές χώρες έχουν πάψει να δίνουν παιδιά για υιοθεσία σε ζευγάρια που μένουν σε άλλη χώρα.
Κατά την ίδια, οι οργανισμοί υιοθεσιών δεν αποτελούν βιώσιμη λύση για την κάλυψη των αναγκών των παιδιών, καθώς είναι προτιμότερο να ενισχυθούν οι συνθήκες διαβίωσης στις χώρες καταγωγής τους — κάτι που, κατά την άποψή της, ενδέχεται να παρεμποδίζεται από την ύπαρξη διακρατικών υιοθεσιών.
Στο μικροσκόπιο η Κίνα
Η τελική έκθεση, που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 2 Ιουνίου και αποτελείται από δύο τόμους, βασίζεται σε έρευνα που ξεκίνησε το 2021. Σύμφωνα με τα ευρήματά της, οι σουηδικοί οργανισμοί υιοθεσίας ανέλαβαν σοβαρά ρίσκα δραστηριοποιούμενοι στην Κίνα, μια χώρα που χαρακτηρίζεται ως «κλειστή», με εξαιρετικά περιορισμένες δυνατότητες διαφάνειας καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου που εξετάστηκε.
Όλα τα παιδιά που υιοθετήθηκαν από την Κίνα περιγράφονταν ως εγκαταλελειμμένα και δεν συνοδεύονταν από ιστορικό ή πληροφορίες για την προέλευσή τους, κάτι που καθιστούσε αδύνατο να διαπιστωθεί αν οι υιοθεσίες εξυπηρετούσαν πράγματι το συμφέρον των παιδιών.
Οι κινεζικές αρχές, όπως αναφέρεται στην έκθεση, έχουν επιβεβαιώσει ότι τέσσερις υιοθεσίες από την Κίνα προς τη Σουηδία συνδέονται με το κύκλωμα εμπορίας παιδιών στην επαρχία Χουνάν, που αποκαλύφθηκε το 2005. Ωστόσο, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο και περισσότερες υιοθεσίες να σχετίζονται με αυτήν την υπόθεση.
Σύμφωνα με την έκθεση, δημιουργήθηκαν οικονομικά κίνητρα για τις υιοθεσίες, καθώς τα κινεζικά ορφανοτροφεία λάμβαναν αποζημιώσεις από 3.000 έως 5.000 δολάρια για κάθε παιδί που δινόταν για διεθνή υιοθεσία. Οι σουηδικές εποπτικές αρχές διαπίστωσαν ότι τα ιδρύματα αυτά εξαρτώνταν οικονομικά από τις σχετικές χρεώσεις.
Συνολικά έχουν πραγματοποιηθεί σχεδόν 4.300 υιοθεσίες από την Κίνα, καθιστώντας την τέταρτη σε αριθμό χώρα προέλευσης για τη Σουηδία. Οι περισσότερες υιοθεσίες έλαβαν χώρα την περίοδο 2000-2010, με περισσότερα από 3.200 παιδιά να μεταφέρονται εκείνη τη δεκαετία.
Η Κίνα είναι επίσης μία από τις λίγες χώρες που ενέκριναν την υιοθεσία μικρών παιδιών από άτομα χωρίς σύζυγο.
Η έκθεση επισημαίνει ότι οι σουηδικές εταιρείες υιοθεσιών δεν διασφάλισαν ούτε ότι τα παιδιά διατέθηκαν μέσω των νόμιμων διαδικασιών ούτε ότι η διαδικασία εξυπηρετούσε το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Σε πολλές περιπτώσεις, έλειπαν υπογεγραμμένα έγγραφα από τους βιολογικούς γονείς, ακόμα και όταν αυτοί ήταν γνωστοί, ενώ οι φάκελοι παρουσίαζαν ελλείψεις σε βασικά στοιχεία απαραίτητα για την αναζήτηση της καταγωγής από τα ίδια τα υιοθετημένα άτομα.
«Τελικά, το σουηδικό κράτος απέτυχε να προστατεύσει τα δικαιώματα των παιδιών στο πλαίσιο των διακρατικών υιοθεσιών», αναφέρεται στην έκθεση. «Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη και να λάβει μέτρα ώστε να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα του παρελθόντος.»
Μεταξύ των συστάσεων περιλαμβάνονται η έκδοση επίσημης συγγνώμης προς τα υιοθετημένα άτομα και τις οικογένειές τους, καθώς και η παροχή οικονομικής στήριξης για να μπορέσουν όσοι επιθυμούν να ταξιδέψουν στη χώρα καταγωγής τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ολλανδία ανακοίνωσε τον Δεκέμβριο ότι θα καταργήσει σταδιακά τις διακρατικές υιοθεσίες εντός της επόμενης εξαετίας, έπειτα από επίσημη έκθεση του 2021 που αποκάλυψε περιπτώσεις παιδιών που είχαν κλαπεί ή αγοραστεί από τους φυσικούς τους γονείς από τη δεκαετία του 1960.
Ανάλογη πρόθεση για τερματισμό των διακρατικών υιοθεσιών ανακοίνωσε και η Ελβετία τον Ιανουάριο, επικαλούμενη παρόμοιες ανησυχίες.