Από τις πρώτες μέρες του εθνικού ξεσηκωμού, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε συνδέσει τη μοίρα της Πελοποννήσου με την κατάληψη της Τριπολιτσάς. Η πόλη, χτισμένη στην καρδιά του Μοριά, δεν ήταν απλώς ένα φρούριο· ήταν το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου ο Μόρα-Βαλεσί διατηρούσε έδρα, χαρέμι και ανεκτίμητους θησαυρούς. Την πόλη, όπου ζούσε ο μισός τουρκικός πληθυσμός του Μοριά, υπερασπιζόταν σημαντικός αριθμός ενόπλων σωμάτων. Αν η Τριπολιτσά παρέμενε αλώβητη, θα αποτελούσε διαρκή απειλή για τις ελεύθερες επαρχίες.
Στα μέσα Απριλίου του 1821, παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων οπλαρχηγών για την έλλειψη τακτικού στρατού, ο Κολοκοτρώνης πείθει να ξεκινήσει ο πλήρης αποκλεισμός. Υπό την αρχηγία του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη – αλλά με τον Κολοκοτρώνη ως εγκέφαλο της επιχείρησης – σχηματίζεται γύρω από την πόλη ένα σφιχτό κύκλωμα που περιλαμβάνει τα χωριά Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα.
Ο Μουσταφάμπεης, με 3.500 άνδρες από τα Γιάννενα, προσπαθώντας να σπάσει τον κλοιό, έπεσε σε παγίδες. Στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου) οι Τούρκοι γνώρισαν βαριές ήττες που καθόρισαν την έκβαση της πολιορκίας: οι νίκες αυτές όχι μόνο ενίσχυσαν το ηθικό, αλλά άνοιξαν τον δρόμο για την οριστική Άλωση.
Καθώς η δύναμη των πολιορκητών ανέβαινε στους 10.000 άνδρες, η Τριπολιτσά έβλεπε τις προμήθειές της να στερεύουν, τα χρήματα να εξαντλούνται και τις αρρώστιες να θερίζουν. Ο Κολοκοτρώνης, εφαρμόζοντας την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος – η Γράνα – ανάγκασε τους υπερασπιστές να βιώνουν καθημερινά την απόγνωση. Γύρω από την τάφρο τοποθετήθηκαν τέσσερα ελληνικά σώματα με επικεφαλής τους Μαυρομιχάλη, Γιατράκο, Αναγνωσταρά και τον ίδιο. Οι πολιορκημένοι μετρούσαν 30 κανόνια έναντι ενός παμπάλαιου ελληνικού.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, ο απλός στρατιώτης Μανώλης Δούνιας, γνωρίζοντας τον φύλακα του προμαχώνα, σκαρφάλωσε στα πεντέμισι μέτρα τείχη και εξουδετέρωσε τον φρουρό. Άνοιξε την Πύλη του Μυστρά και μέσα σε ελάχιστη ώρα οι Έλληνες επαναστάτες εισέβαλαν στην πόλη. Παρά την επίμονη αντίσταση των κατοίκων, η κατάληψη ολοκληρώθηκε σε δύο ώρες.
Ακολούθησε τριήμερη σφαγή, όπου από την Παρασκευή έως την Κυριακή σφαγιάστηκαν άνδρες, γυναίκες και παιδιά, συνολικά 32.000 ψυχές. Οι επαναστάτες, καταδιωκόμενοι από τη μνήμη των δεκαετιών οθωμανικής καταπίεσης, ξέσπασαν σε μία άγρια εκδικητικότητα. Μαζί με Τούρκους, θύματα υπήρξαν και Εβραίοι που θεωρούνταν συνεργάτες της τουρκικής διοίκησης, αλλά και Έλληνες «τουρκόφιλοι». Μόνο όταν οι οπλαρχηγοί διακήρυξαν τον τερματισμό της σφαγής έπεσε σιγή στην πόλη.
Παρά την πανωλεθρία, οι Αλβανοί μισθοφόροι (περίπου 2.000) διαπραγματεύτηκαν με τον Κολοκοτρώνη ασφαλή απόσυρση. Χωρίς καμία απώλεια, αποχώρησαν συντεταγμένα, μοναδική εξαίρεση στο γενικό πογκρόμ.
Η πτώση της Τριπολιτσάς σηματοδότησε την οριστική επικράτηση των ελληνικών όπλων στην Πελοπόννησο, με μόνα εναπομείναντα οθωμανικά προπύργια τα θαλάσσια φρούρια Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου. Ταυτόχρονα αποκάλυψε τη σκληρότητα που θα χαρακτήριζε τον εμφύλιο δημόσιο διάλογο και τη σχέση Ελλήνων και Οθωμανών τις επόμενες δεκαετίες.
Η Άλωση της Τριπολιτσάς δεν υπήρξε απλώς στρατιωτική νίκη· ήταν η πρώτη μεγάλη πράξη ελευθερίας και, ταυτόχρονα, η πρώτη μεγάλη πράξη εκδίκησης του νέου ελληνικού έθνους.