Μια απρόσμενη ανακάλυψη έφερε στο φως δεκάδες κιβώτια με ναζιστικό υλικό που είχαν κατασχεθεί από τις αρχές κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στα αρχεία του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αργεντινής.
«Ανοίγοντας ένα από τα κιβώτια, εντοπίσαμε υλικό που είχε στόχο να εδραιώσει και να διαδώσει την ιδεολογία του Αδόλφου Χίτλερ στη χώρα μας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το Μουσείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 12 Μαΐου.
Το εύρημα έγινε κατά τη διάρκεια μετακίνησης των αρχείων, ενόψει της δημιουργίας νέου μουσείου του Δικαστηρίου. Στα έγγραφα που ανακαλύφθηκαν περιλαμβάνονται καρτ-ποστάλ, φωτογραφίες, υλικό ναζιστικής προπαγάνδας, καθώς και χιλιάδες τετράδια που ανήκαν στη Ναζιστική Οργάνωση Εργατών του Εξωτερικού και στη Γερμανική Συνδικαλιστική Κίνηση.
Ο σημερινός πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Οράσιο Ροζάτι, έδωσε εντολή για εξονυχιστικό έλεγχο όλου του υλικού μετά τη συντήρησή του. Όπως επισημάνθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο, έγινε δυνατή η ανασύνθεση τμήματος της ιστορίας των κιβωτίων.
Τα 83 κιβώτια είχαν σταλεί από τη γερμανική πρεσβεία στο Τόκιο στην Αργεντινή τον Ιούνιο του 1941 με το ιαπωνικό ατμόπλοιο Nan-a-Maru. Η πρεσβεία είχε δηλώσει τότε ότι το περιεχόμενο ήταν προσωπικά αντικείμενα και ζήτησε να περάσουν χωρίς έλεγχο. Ωστόσο, οι αργεντίνικες τελωνειακές αρχές σταμάτησαν το φορτίο και ενημέρωσαν τον τότε υπουργό Εξωτερικών, κρίνοντας ότι ο όγκος και η φύση του υλικού θα μπορούσαν να απειλήσουν την ουδετερότητα της χώρας στον πόλεμο.
Αμέσως, ανέλαβε δράση η Ειδική Ερευνητική Επιτροπή για τις Αντιαργεντίνικες Δραστηριότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων, που λειτουργούσε από το 1941 έως το 1943. Ο επικεφαλής της απαίτησε λεπτομερή αναφορά για την αποστολή από το Τόκιο. Στις 8 Αυγούστου 1941 άνοιξαν τυχαία πέντε κιβώτια, παρουσία τελωνειακών και αξιωματούχων του ΥΠΕΞ, όπου βρέθηκαν καρτ-ποστάλ, φωτογραφίες και προπαγανδιστικό υλικό του ναζιστικού καθεστώτος.
Όταν η γερμανική πρεσβεία ζήτησε την επιστροφή των κιβωτίων για να τα στείλει πίσω στο Τόκιο, η επιτροπή προσέφυγε στη δικαιοσύνη προς αποτροπή, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για αντιδημοκρατική προπαγάνδα επικίνδυνη για τα κράτη-συμμάχους της Αργεντινής. Υπενθύμισαν, μάλιστα, ότι η ίδια πρεσβεία είχε εισάγει παράνομα ραδιοτηλεγραφικό εξοπλισμό με διπλωματική κάλυψη. Ομοσπονδιακός δικαστής διέταξε κατάσχεση όλου του φορτίου στις 13 Σεπτεμβρίου 1941 και τρεις μέρες μετά ο φάκελος οδηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Ογδόντα χρόνια μετά, κατά την προετοιμασία για το νέο μουσείο, τα ίδια κιβώτια εντοπίστηκαν σκονισμένα στα υπόγεια. Πλέον, μεταφέρθηκαν σε ειδικό χώρο με ενισχυμένη ασφάλεια, ενώ το Δικαστήριο κάλεσε το Μουσείο Ολοκαυτώματος του Μπουένος Άιρες να συμβάλει στην καταγραφή και συντήρησή τους.
Ναζιστικές δραστηριότητες στην Αργεντινή
Στις αρχές του έτους η κυβέρνηση της Αργεντινής, υπό τον Χαβιέρ Μιλέι, έδωσε για πρώτη φορά στη δημοσιότητα φάκελους που αφορούν τις ναζιστικές δραστηριότητες στη χώρα. Όπως ενημερώνει το Μουσείο του Ολοκαυτώματος, μεταξύ 1933 και 1954 περίπου 40.000 Εβραίοι κατέφυγαν στην Αργεντινή για να γλιτώσουν από την καταδίωξη του ναζιστικού καθεστώτος.
Σύμφωνα με τη Βιβλιοθήκη Ολοκαυτώματος Wiener, μετά τον πόλεμο κύμα υψηλόβαθμων ναζί διέφυγε μέσω των λεγόμενων «ratlines» από την Ευρώπη για να αποφύγει τις διώξεις. «Οι περισσότεροι έζησαν ανενόχλητοι εκεί, συχνά χωρίς να αλλάξουν ούτε τα ονόματά τους. Ορισμένοι, όπως ο Άντολφ Άιχμαν ή ο Κλάους Μπάρμπι, εντοπίστηκαν μετά από χρόνια από τη Μοσάντ ή κυνηγούς ναζί», αναφέρεται.
Το 2020 το Κέντρο Σάιμον Βίζενταλ δημοσίευσε κατάλογο με περίπου 12.000 ονόματα ναζί που βρέθηκαν στην Αργεντινή, πολλοί εκ των οποίων διατηρούσαν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Όπως ανακοινώθηκε, αρκετοί από αυτούς συνδέθηκαν με λογαριασμούς στη Schweizerische Kreditanstalt, που αργότερα μετονομάστηκε σε Credit Suisse.
Το 2023, έκθεση της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Γερουσίας των ΗΠΑ κατονόμασε την Credit Suisse ότι διατηρούσε λογαριασμούς για τουλάχιστον 99 άτομα, είτε υψηλόβαθμα στελέχη της ναζιστικής Γερμανίας είτε μέλη ναζιστικών ομάδων στην Αργεντινή. Μάλιστα, τουλάχιστον 14 από αυτούς τους λογαριασμούς παρέμειναν ενεργοί και στον 21ο αιώνα, κάποιοι μέχρι και το 2020. Ως αποτέλεσμα της έρευνας, η Credit Suisse δεσμεύτηκε να επεκτείνει την εσωτερική διερεύνηση για πιθανή εμπλοκή της σε υποστήριξη των «ratlines».