Την 8η Δεκεμβρίου, τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία για ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που φιλοδοξεί να απλοποιήσει και να επιταχύνει την επιστροφή πολιτών τρίτων χωρών που δεν έχουν νόμιμο δικαίωμα παραμονής στην ΕΕ.
Πρόκειται για έναν κανονισμό που, ως μέρος του Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου — το οποίο εγκρίθηκε τον Ιούνιο του 2024 και θα τεθεί σε εφαρμογή τον Ιούνιο του 2026 — έρχεται να διευρύνει σημαντικά τα εργαλεία διαχείρισης των παρανόμως διαμενόντων.
Ο νέος κανονισμός επιτρέπει για πρώτη φορά στα κράτη-μέλη να δημιουργήσουν «κόμβους επιστροφής» σε τρίτες χώρες, όπου οι μετανάστες θα μπορούν να μεταφέρονται όσο εκκρεμεί η επαναπροώθησή τους.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της ΕΕ, οποιαδήποτε χώρα εκτός ΕΕ μπορεί να επιλεγεί ως χώρα επιστροφής, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απαγόρευσης επαναπροώθησης προσώπων σε επικίνδυνες συνθήκες (non-refoulement).
Τα σχετικά συμφωνητικά θα καθορίζουν όχι μόνο τη διαδικασία αλλά και τους κανόνες διαμονής των μεταναστών και τις συνέπειες σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεων.
Σε δηλώσεις του, ο Δανός υπουργός Μετανάστευσης, Ράσμους Στοκλουντ, εξέφρασε την ικανοποίησή του, τονίζοντας ότι «τρεις στους τέσσερις μετανάστες που λαμβάνουν διαταγές επιστροφής παραμένουν ακόμα στην ΕΕ». Επισήμανε επίσης τις αυστηρότερες διατάξεις του νέου πλαισίου, όπως τη δυνατότητα κράτησης για μεγαλύτερο διάστημα και την επιβολή μακροβιότερων απαγορεύσεων εισόδου.
Τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για το προηγούμενο έτος καταγράφουν πάνω από 918.000 πολίτες τρίτων χωρών να διαμένουν παράνομα στην ΕΕ, ενώ 453.380 από αυτούς έλαβαν διαταγή αποχώρησης. Με τον νέο κανονισμό, όσοι λάβουν εντολή επιστροφής υποχρεώνονται να συνεργαστούν με τις αρχές, παρέχοντας βιομετρικά δεδομένα και ταξιδιωτικά έγγραφα—διαφορετικά, προβλέπονται κυρώσεις όπως στέρηση επιδομάτων, απαγόρευση πρόσβασης σε εργασία ή ακόμη και φυλάκιση.

Η ανάγκη για τέτοιες αυστηρές μεταρρυθμίσεις αντικατοπτρίζει την όλο και μεγαλύτερη πολιτική πίεση για περιορισμό των μεταναστευτικών ροών. Τον Μάιο του 2024, 15 χώρες-μέλη—ανάμεσά τους η Ελλάδα, η Ιταλία, η Δανία και η Πολωνία—κάλεσαν την ΕΕ να δώσει έμφαση στις διαδικασίες μεταφοράς αιτούντων ασύλου σε «ασφαλείς τρίτες χώρες». Ταυτόχρονα, η ιταλική κυβέρνηση, με την Τζόρτζια Μελόνι στο τιμόνι, υποστηρίζει θερμά τη διαδικασία εξωτερικής διαχείρισης αιτήσεων ασύλου.
Παράλληλα, το Συμβούλιο ανακοίνωσε ότι θα εισαχθεί μια νέα ευρωπαϊκή διαταγή επιστροφής στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν. Αυτό θα επιτρέπει στις αρχές ταχύτερη πρόσβαση σε εναρμονισμένα δεδομένα σχετικά με πρόσωπα υπό επιστροφή, ενώ προτείνεται και η αμοιβαία αναγνώριση αποφάσεων απέλασης για να αποφευχθεί το φαινόμενο μετακίνησης μεταναστών μεταξύ κρατών-μελών με σκοπό την αποφυγή απέλασης.
Ωστόσο, το νέο κανονιστικό πλαίσιο έχει προκαλέσει ανησυχίες σε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ολίβια Σάντμπεργκ-Ντίαζ, υπεύθυνη της Διεθνούς Αμνηστίας για θέματα μετανάστευσης στην ΕΕ, προειδοποιεί ότι τα μέτρα «αφαιρούν δικαιώματα βάσει του μεταναστευτικού καθεστώτος και αφήνουν πολλούς σε νομικό κενό», ενώ χαρακτηρίζει τα σχεδιαζόμενα κέντρα επιστροφής σε τρίτες χώρες ως «σκληρά και μη εφαρμόσιμα, με κίνδυνο παρατεταμένης κράτησης και παραβίασης του διεθνούς δικαίου».
Καθώς χιλιάδες μετανάστες αντιμετωπίζουν αβέβαιο μέλλον, η ΕΕ βρίσκεται στο μεταίχμιο διατήρησης της ασφάλειας και της λειτουργικότητας των συστημάτων της—αντιμετωπίζοντας, όμως, και τη σκληρή πραγματικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το πώς θα εξελιχθεί η ισορροπία αυτή θα κρίνει τις τύχες χιλιάδων ανθρώπων στα ευρωπαϊκά σύνορα τα επόμενα χρόνια.








