Το The Met Cloisters είναι ένα μουσείο γεμάτο με θησαυρούς μεσαιωνικής ευρωπαϊκής τέχνης. Μεταξύ των πιο εμβληματικών έργων του συγκαταλέγεται μία σειρά επτά ταπισερί, 3,5 επί 4 μέτρων, με τον γενικό τίτλο «Οι ταπισερί με τους μονόκερους», έργα ιδιαίτερα αγαπητά για την ομορφιά και τη δεξιοτεχνία τους. Η σειρά αποτελεί μία ενιαία αφηγηματική ενότητα η οποία μπορεί να ερμηνευθεί είτε υπό θρησκευτικό είτε από κοσμικό πρίσμα.
Και οι επτά ταπισερί πιθανώς σχεδιάστηκαν στο Παρίσι και υφάνθηκαν στις Βρυξέλλες, και χρονολογούνται μεταξύ 1495 και 1505. Σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης, η σειρά εξιστορεί ένα φανταστικό κυνήγι μονόκερου: άντρες με όπλα και λαγωνικά αναζητούν, καταδιώκουν, παγιδεύουν και τελικά σκοτώνουν το μυθικό ζώο, μέσα σε πλούσια δάση και κήπους.
Φυλλώματα και χρώματα

Οι συγγραφείς Πήτερ Μπαρνέτ και Νάνσυ Γου, στο βιβλίο «The Cloisters: Medieval Art and Architecture» («Το Cloisters: Μεσαιωνική Τέχνη και Αρχιτεκτονική»), περιγράφουν την ύφανση των ταπισερί, για την οποία χρησιμοποιούνταν μάλλινα νήματα, μεταξωτά αλλά και μεταλλικές κλωστές. Τα πλούσια χρώματα των νημάτων οφείλονται σε φυτικές βαφές: ρεζεντά (Reseda Luteola – κίτρινο), ριζάρι ή αλιζάρι («ερυθρόδανον το βαφικόν» – κόκκινο) και ισάτις (μπλε).
Η Κάσσια Σαιντ Κλαιρ [Kassia St. Clair], στο βιβλίο της «The Secret Lives of Color» («Οι μυστικές ζωές του χρώματος»), αναφέρει ότι το ριζάρι χρησιμοποιούνταν και ως βαφή για τα μεσαιωνικά γαμήλια ενδύματα. Η ισάτις, ιδανική για τον χρωματισμό των απορροφητικών ινών του μαλλιού, ήταν μια αξιόπιστη βαφή για τη δημιουργία μιας ανθεκτικής απόχρωσης του μπλε. Ωστόσο, η Σαιντ Κλαιρ εξηγεί ότι όταν αναμιγνυόταν με λιγότερο σταθερά στοιχεία, όπως τα κίτρινα για την παρασκευή πράσινης βαφής, τα άλλα συστατικά έτειναν να ξεθωριάζουν με την πάροδο του χρόνου, και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι σύνηθες τα φυλλώματα που απεικονίζονται σε ταπισερί να εμφανίζονται πλέον μπλε.
Ζωντανά δείγματα των φυτών που απεικονίζονται στις ταπισερί υπάρχουν στον βοτανικό κήπο του μουσείου, το Bonnefont Cloister. Οι Μπαρνέτ και Γου αναφέρουν ότι υπάρχουν 101 διαφορετικά είδη φυτών που αποδίδονται στον κύκλο των ταπισερί, με 84 να έχουν ταυτοποιηθεί, μεταξύ των οποίων φασκόμηλο, κατιφές, τριανταφυλλιά, πουρνάρι, κερασιά, ροδιά, χουρμαδιά, πορτοκάλι, ορχιδέα, ίριδα, γαϊδουράγκαθο της Αγίας Μαρίας και κρίνο της Παναγίας. Η εξαιρετική δεξιοτεχνία των ταπισερί, που αποδεικνύεται από τη ρεαλιστική αναπαράσταση των βοτάνων, εκτιμάται περαιτέρω όταν εξετάζει κανείς τα πολυτελή υφάσματα (μπροκάρ, βελούδο, δέρμα και γούνα) που αντιστοιχούν στις ενδυμασίες των ανθρώπων. Αυτά τα στοιχεία βοηθούν και στη χρονολόγηση των ταπισερί.
Η θρησκευτική προσέγγιση
Η μεσαιωνική τέχνη είναι συνήθως γεμάτη συμβολισμούς. Έτσι, η βαθύτερη διερεύνηση της εικονογραφίας στις «Ταπισερί με μονόκερους» οδηγεί τόσο σε θρησκευτικές όσο και σε ερωτικές ερμηνείες. Οι Μπαρνέτ και Γου θεωρούν ότι ο μονόκερως αντιπροσωπεύει τον Χριστό, με τις σκηνές του κυνηγιού να αποτελούν μεταφορά για τα Πάθη Του. Στην ταπισερί «Ο μονόκερως καθαρίζει το νερό», οι 12 κυνηγοί θα μπορούσαν να συμβολίζουν τους 12 αποστόλους και η τριανταφυλλιά πίσω από τον μονόκερω μπορεί να αντιπροσωπεύει το μαρτύριο του Χριστού.

Στην ταπισερί «Οι κυνηγοί επιστρέφουν στο κάστρο», υπάρχει μια ενδιαφέρουσα διπλή αφήγηση, που απεικονίζει δύο στάδια της θανάτωσης του μονόκερου. Στο πρώτο, το μεγάλο πουρνάρι πάνω από το κεφάλι του μπορεί να θεωρηθεί ως αλληγορία για τον μαρτυρικό θάνατο του Χριστού πάνω στον σταυρό. Η επόμενη σκηνή, εξίσου πλούσια σε θρησκευτικούς συμβολισμούς, περιλαμβάνει μια αναφορά στο ακάνθινο στέμμα: το κέρατο του μονόκερου έχει κοπεί και παρουσιάζεται μπλεγμένο σε αγκαθωτά κλαδιά βελανιδιάς. Το σώμα του παρουσιάζεται στον άρχοντα και την αρχόντισσα ενός κάστρου και στους συνοδούς τους. Αυτή η ομαδοποίηση θα μπορούσε να είναι ένας υπαινιγμός στην Αποκαθήλωση, με την κυρία που κρατάει ένα κομποσκοίνι να παραπέμπει στην Παναγία, ο άρχοντας στον Ιωάννη τον Πρόδρομο και οι άλλοι στις θλιμμένες άγιες γυναίκες.

Το έργο «Ο μονόκερως αναπαύεται σε έναν κήπο», που εντυπωσιάζει με το ολάνθιστο φόντο του, μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ως αναπαράσταση της ανάστασης του Χριστού: ο μονόκερως, που είχε προηγουμένως σκοτωθεί, επανέρχεται στη ζωή. Πράγματι, ορισμένα από τα φυτά που απεικονίζονται σε αυτή την ταπισερί παραπέμπουν στην Παναγία και στα Πάθη του Χριστού. Υπάρχει μια υποψία αίματος στο σώμα του μονόκερου, μια αναφορά στις βάναυσες πληγές που δέχτηκε. Μια πιο προσεκτική εξέταση των σταγόνων αποκαλύπτει ότι πρόκειται για μείγμα χυμού και σπόρων ροδιού. Τα ρόδια κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα συμβόλιζαν τον Χριστό, και πράγματι μια ροδιά υψώνεται πίσω από τον μονόκερω.

Η κοσμική προσέγγιση
Μια εξίσου πιθανή ερμηνεία των «Ταπισερί με μονόκερους» είναι η κοσμική, με το κυνήγι να συμβολίζει το φλερτ και ο μονόκερως να αντιπροσωπεύει τον γαμπρό. Στο έργο «Ο μονόκερως ξεκουράζεται σε έναν κήπο», μπορεί κανείς να παραλληλίσει τον μονόκερω με έναν άνδρα παγιδευμένο σε γάμο. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, τα ρόδια που ξεχειλίζουν από σπόρους και χυμούς γίνονται αντιληπτά ως σύμβολα γονιμότητας, όπως και άλλα φυτά της εικόνας, όπως ήταν γνωστό από τα αρχαία χρόνια. Αυτό υποδηλώνει ότι οι ταπισερί μπορεί να δημουργήθηκαν για να τιμήσουν έναν γάμο.
Οι ιστορικοί τέχνης πίστευαν κάποτε ότι υφάνθηκαν για τον γάμο της Άννας της Βρετάνης και του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ΄ της Γαλλίας, αν και αυτό θεωρείται πλέον λιγότερο πιθανό. Οι μελετητές αναρωτιούνται επίσης αν η κρυπτογράφηση «AE» στις ταπισερί είναι αναφορά στον Αδάμ και την Εύα ή κάποιο είδος συνθήματος.
Από τη Γαλλία στην Αμερική
Ο αρχικός ιδιοκτήτης των «Ταπισερί με τους μονόκερους» παραμένει αγνώστων στοιχείων. Η παλαιότερη γραπτή καταγραφή των ταπισερί, με ημερομηνία 1680, αποκαλύπτει ότι βρίσκονταν στην παρισινή κατοικία του Φρανσουά ΣΤ΄, δούκα Ντε Λα Ροσφουκώ. Οι ταπισερί αναφέρονται και πάλι σχεδόν 50 χρόνια αργότερα σε απογραφή ενός απογόνου των Ντε Λα Ροσφουκώ, αναφέροντας την παραμονή τους στο κάστρο της οικογένειας στο Βερτέιλ. Το 1790, με την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, η αριστοκρατία καταργήθηκε στη Γαλλία και τα έργα τέχνης των ευγενών τέθηκαν στη διάθεση του λαού.
Οι ταπισερί απομακρύνθηκαν από τον πύργο κατά τη διάρκεια της Βασιλείας της Τρομοκρατίας· μια μαρτυρία αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν τις πατάτες ενός χωρικού για να μην παγώσουν. Στα μέσα του 19ου αιώνα, η οικογένεια Ντε Λα Ροσφουκώ ανέκτησε τις χαμένες «Ταπισερί με τους μονόκερους» από μια αγροτική οικογένεια και τις εγκατέστησε ξανά στο κάστρο της. Το 1923, πουλήθηκαν στον Τζον Ντ. Ροκφέλλερ Τζούνιορ, ο οποίος αργότερα τις δώρισε στο μουσείο, το σημερινό ασφαλές καταφύγιό τους.