Οι Σινο-Αμερικανικές ομιλίες στην Αλάσκα άρχισαν με ένταση στις 18 Μαρτίου, όταν οι κορυφαίοι διπλωμάτες των δύο χωρών αντάλλαξαν δριμείες επικρίσεις κατά των μέτρων της κάθε χώρας ενώπιον δημοσιογράφων.
Η διήμερη συνάντηση στο Άνκορατζ, Αλάσκα, ήταν η πρώτη υψηλού επιπέδου, κατά πρόσωπο συζήτηση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον από την ανάληψη του προέδρου Μπάιντεν τον Ιανουάριο. Επικεφαλής της αμερικανικής αποστολής ήταν ο υπουργός Εξωτερικών Άντονυ Μπλίνκεν και ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας Τζέικ Σάλλιβαν, ενώ η κινεζική πλευρά εκπροσωπούνταν από τον υπουργό εξωτερικών Γουάνγκ Γι και τον διπλωμάτη εξωτερικής πολιτικής Γιανγκ Τζιετσί.
«Θα συζητήσουμε επίσης τις βαθιές μας ανησυχίες για δράσεις της Κίνας, όπως στην Σιντζιάνγκ, Χονγκ Κονγκ, Ταϊβάν, στις διαδικτυακές επιθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες, και στον οικονομικό εξαναγκασμό προς τους συμμάχους μας. Κάθε μία από αυτές τις δράσεις απειλεί την τάξη κανόνων που διατηρεί παγκόσμια σταθερότητα», είπε ο Μπλίνκεν στις εναρκτήριες παρατηρήσεις του.
Πρόσθεσε: «Για αυτό δεν είναι απλώς εσωτερικά θέματα και για αυτό νιώθουμε μια υποχρέωση να μιλήσουμε για αυτά εδώ σήμερα.»
Τα συνήθη λίγα λεπτά εναρκτηρίων παρατηρήσεων από τις δύο πλευρές κατέληξαν να είναι μια δημόσια λογομαχία πριν οι κεκλεισμένων των θυρών συναντήσεις αρχίσουν.
Ο Σάλλιβαν πρόσθεσε: «Μια χώρα με αυτοπεποίθηση μπορεί να κοιτά με ειλικρίνεια στα μειονεκτήματά της και συνεχώς να προσπαθεί να βελτιώνεται.»
Λίγο μετά, ο Γιανγκ, μέσω μεταφραστή, είπε: «Ήταν λάθος μου. Όταν μπήκα σε αυτό το δωμάτιο, θα έπρεπε να υπενθυμίσω στην πλευρά των ΗΠΑ να προσέξει τον τόνο της στις εναρκτήριες παρατηρήσεις μας, αλλά δεν το έκανα.» Μετά κατηγόρησε τις ΗΠΑ για το ότι μίλησαν με «επικριτικό τρόπο».
Ο Γιανγκ στην συνέχεια επέκρινε έντονα αυτό που είπε πως είναι μια ισχνή δημοκρατία στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια κακή μεταχείριση μειονοτήτων, και τα μέτρα εξωτερικής πολιτικής και εμπορίου.
«Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό για τις Ηνωμένες Πολιτείες να αλλάξει την εικόνα της και να σταματήσει να προωθεί την δημοκρατία της στον υπόλοιπο κόσμο», είπε. «Πολλοί στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν στην πραγματικότητα μικρή εμπιστοσύνη στην δημοκρατία των Ηνωμένων Πολιτειών.»
«Η Κίνα δεν θα αποδεχθεί αδικαιολόγητες κατηγορίες από την αμερικανική πλευρά», είπε.
Μετά την λογομαχία, ένας ανώτερος διοικητικός αξιωματούχος εξέδωσε δήλωση, που επέκρινε την κινεζική πλευρά για παραβίαση του πρωτοκόλλου της συνάντησης, λέγοντας πως υπήρχε συμφωνία ότι ο κάθε ένας εκ των τεσσάρων διπλωματών θα περιόριζε τις εναρκτήριες παρατηρήσεις του σε περίπου δύο λεπτά. Ο Γιανγκ κατέληξε να μιλά για περισσότερο από 15 λεπτά.
«Η κινεζική αποστολή … φαίνεται να ήρθε με πρόθεση να προβληθεί, εστιαζόμενη σε δημόσιο θέατρο και δραματοποίηση και όχι στην ουσία», πρόσθεσε ο αξιωματούχος.
Ο Γκόρντον Τσανγκ, συγγραφέας της «Επερχόμενης κατάρρευσης της Κίνας», εξέφρασε στο Τουίτερ την άποψή του για την κινεζική αποστολή.
«Στο παρελθόν, οι Κινέζοι διπλωμάτες ήταν πονηροί, παριστάνοντας να είναι φιλικοί και υπεύθυνοι. Τώρα, όμως, είναι αλαζονικοί πέρα από ό,τι θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Ο Γιανγκ Τζιετσί στην Αλάσκα απλώς έριψε την μάσκα για να δείξει το πραγματικό άσχημο πρόσωπο του Πεκίνου», έγραψε ο Τσανγκ.
«Το καθεστώς είναι υπερβολικά αλαζονικό αυτήν την στιγμή», είπε ο Τσανγκ στην Epoch Times σε ηλεκτρονικό μήνυμα.
Είπε πως ο Κινέζος επικεφαλής Σι Τζινπίνγκ προωθεί την αφήγηση προπαγάνδας ότι «η Ανατολή ανέρχεται, και η Δύση παρακμάζει» καθώς στοχεύει να επεκτείνει την δύναμή του εγχωρίως και στο εξωτερικό στον κόσμο μετά την COVID.
«Αν έκανε σημαντικές υποχωρήσεις στην Αμερική θα υπονόμευε την εμφάνιση εθνικής δύναμης – και θα απειλούσε την λαβή εξουσίας του Σι», πρόσθεσε ο Τσανγκ.
Ένα από τα πράγματα που είπε ο Γιανγκ στον μακροσκελή εναρκτήριο λόγο του ήταν ότι οι Σιντζιάνγκ, Θιβέτ, και Ταϊβάν ήταν «απαραίτητα μέρη της κινεζικής επικράτειας», και θέματα σχετικά με τις τρεις περιοχές ήταν «εσωτερικές υποθέσεις».
Η Ταϊβάν είναι μια de facto ανεξάρτητη χώρα με την δική της δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, στρατό, σύνταγμα, και νόμισμα. Ωστόσο, το Πεκίνο έχει απειλήσει να φέρει το νησί υπό την κυριαρχία του με στρατιωτική δράση.
Το Πεκίνο έχει εντείνει την πίεσή του κατά της Ταϊβάν από την αρχή του έτους στέλνοντας μαχητικά αεροσκάφη στην εναέρια ζώνη ταυτοποίησης άμυνας της Ταϊβάν (ADIZ) σε σχεδόν καθημερινή βάση. Πιο πρόσφατα στις 17 Μαρτίου, ένα κινεζικό μαχητικό αεροσκάφος καταστροφής υποβριχίων εισήλθε στην ADIZ της νοτιοδυτικής Ταϊβάν, σύμφωνα με το υπουργείο Εθνικής Αμύνης της Ταϊβάν.
Σε κοινή επιστολή με ημερομηνία 17 Μαρτίου προς τους Μπάιντεν, Μπλίνκεν και Σάλλιβαν, η βουλευτής Άσλεϋ Χίνσον (Ρ-Άιοβα) ως επικεφαλής μιας ομάδας βουλευτών ζήτησε από την αμερικανική αποστολή να «επαναλάβει την ισχυρή αποφασιστικότητα του έθνους μας στην στήριξη της Ταϊβάν κατά της απειλής του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ)» κατά την διάρκεια των ομιλιών στο Άνκορατζ.
Ο βουλευτής Τιμ Μπουρσέ (Ρ-Τενν.), ένας από τους βουλευτές που υπέγραψε στην κοινή επιστολή, ζήτησε από την διοίκηση Μπάιντεν να είναι σκληροί στην Κίνα στις ομιλίες στο Άνκορατζ, σύμφωνα με δήλωση του γραφείου του.
«Επιθετικότητα προς την σύμμαχό μας Ταϊβάν, η καταστολή των διαδηλώσεων στο Χονγκ Κονγκ, η γενοκτονία κατά των Ουιγούρων, η κλοπή των προσωπικών ιδιωτικών πληροφοριών των Αμερικανών – το ΚΚΚ είναι υπεύθυνο για όλες αυτές τις εξελίξεις και χρειάζεται να υποστεί κυρώσεις», έγραψε ο Μπουρσέ.
Ο Μπουρσέ πρόσθεσε: «Το ΚΚΚ είναι ένας αντίπαλος, δεν παίζουν τίμια με εμάς και θέλουν να αποδυναμώσουν την θέση μας στον Ινδο-Ειρηνικό.»
Τα Associated Press και Reuters συνέβαλαν σε αυτό το άρθρο.