Αμερικανοί και Ρώσοι διπλωμάτες πραγματοποίησαν συνομιλίες στην Τουρκία στις 27 Φεβρουαρίου, προκειμένου να συζητήσουν την ομαλοποίηση της λειτουργίας των πρεσβειών τους, έπειτα από χρόνια αμοιβαίων απελάσεων διπλωματών και εντάσεων στις διμερείς σχέσεις.
Η συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στην έδρα του Γενικού Προξενείου των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, εντάσσεται σε ευρύτερες προσπάθειες αποκατάστασης των διπλωματικών και οικονομικών δεσμών, μετά από διαδοχικές μειώσεις προσωπικού στις πρεσβείες, κλείσιμο γραφείων και άλλους περιορισμούς τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη πραγματοποιήθηκαν κατόπιν συμφωνίας που είχε επιτευχθεί κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής επικοινωνίας του προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, με τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντίμιρ Πούτιν, καθώς και μετά από συζητήσεις μεταξύ ανώτερων Ρώσων και Αμερικανών αξιωματούχων στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας.
Στο Ριάντ, οι δύο πλευρές είχαν συμφωνήσει να εργαστούν για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία και τη βελτίωση των διπλωματικών σχέσεων, με την αποκατάσταση του προσωπικού των πρεσβειών να αποτελεί βασικό σημείο των διαπραγματεύσεων. Η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, δήλωσε στην εβδομαδιαία ενημέρωσή της πως οι συνομιλίες στην Κωνσταντινούπολη αποτελούν την αρχή μιας ευρύτερης διπλωματικής διαδικασίας. Όπως ανέφερε, η ρωσική πλευρά αναμένει ότι η συνάντηση αυτή θα είναι η πρώτη από μια σειρά παρόμοιων διαβουλεύσεων με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, που θα συμβάλουν στην υπέρβαση των διαφωνιών και στην ενίσχυση των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Αντόνιο Κόστα, εξέφρασε την εκτίμησή του προς τον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για τη φιλοξενία των συνομιλιών, τονίζοντας ότι σε αυτή τη δύσκολη περίοδο, η Τουρκία αποτελεί σημαντικό παγκόσμιο και περιφερειακό παράγοντα. Ο ίδιος ανέφερε ότι η ΕΕ επιδιώκει στενή συνεργασία με την Τουρκία, τόσο για την εξασφάλιση μιας διαρκούς ειρήνης στην Ουκρανία όσο και για την υποστήριξη μιας δημοκρατικής μετάβασης στη Συρία.
Η συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη συνέπεσε με την επίσκεψη του Βρετανού πρωθυπουργού, Κιρ Στάρμερ, στον Λευκό Οίκο στην Ουάσιγκτον, όπου είχε συνάντηση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Ο Στάρμερ επιδίωξε να πείσει τον Αμερικανό πρόεδρο ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα πρέπει να συμμετέχουν στις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη, εάν αυτή πρόκειται να διαρκέσει.
Ο Τραμπ, από την πλευρά του, δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο και εξέφρασε την πεποίθηση ότι ο Πούτιν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις του και δεν θα επαναλάβει τις εχθροπραξίες, εφόσον επιτευχθεί ανακωχή. Παράλληλα, απέκλεισε κάθε πιθανότητα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας ότι η επιδίωξη του Κιέβου να ενταχθεί στη Συμμαχία υπήρξε η βασική αιτία της ρωσικής εισβολής. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να υλοποιηθεί, καθώς, όπως σημείωσε, αυτή ήταν η βασική αφορμή για την κλιμάκωση της κρίσης. Παρόλα αυτά, ανέφερε ότι, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τον Πούτιν, θα πιέσει τη Ρωσία να επιστρέψει όσο το δυνατόν περισσότερα κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη.
Την ίδια ημέρα, ο Πούτιν μίλησε ενώπιον υψηλόβαθμων αξιωματούχων της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας της Ρωσίας, εκφράζοντας αισιοδοξία για τις πρώτες επαφές με την κυβέρνηση Τραμπ. Όπως ανέφερε, οι συνομιλίες αυτές εμπνέουν ελπίδες και υπάρχει αμοιβαία διάθεση για αποκατάσταση των διμερών σχέσεων, καθώς και για τη σταδιακή επίλυση των συσσωρευμένων παγκόσμιων στρατηγικών προβλημάτων.
Ο Ρώσος πρόεδρος επαίνεσε την προσέγγιση της κυβέρνησης Τραμπ, χαρακτηρίζοντάς την πραγματιστική και ρεαλιστική, ενώ την αντιπαρέβαλε με τις πολιτικές των προηγούμενων αμερικανικών κυβερνήσεων. Υποστήριξε ότι η σημερινή διοίκηση των ΗΠΑ απομακρύνεται από τις «μεσσιακές ιδεολογικές εμμονές» των προκατόχων της, οι οποίες, κατά την άποψή του, συνέβαλαν στην κρίση των διεθνών σχέσεων και, κατ’ επέκταση, στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Ο Πούτιν έχει επανειλημμένα υποστηρίξει ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά έχει φέρει τη Συμμαχία σε απόσταση που η Μόσχα θεωρεί απειλητική για την ασφάλειά της, υπονομεύοντας τη σταθερότητα στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η άποψη απορρίπτεται από τις χώρες της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, οι οποίες θεωρούν ότι η συμμετοχή τους στη Συμμαχία αποτελεί τη μόνη εγγύηση ασφάλειας απέναντι σε μια Ρωσία που διευρύνει την επιρροή της σε κράτη όπως η Λευκορωσία και η Μολδαβία.