Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να αναλάβουν δράση για τη μείωση της εξάρτησής τους από το σχεδόν απόλυτο μονοπώλιο της Κίνας στο γάλλιο, καθώς διαφορετικά ενδέχεται να σταλεί το μήνυμα ότι το Πεκίνο είναι σε θέση να προκαλέσει «ασύμμετρο πλήγμα» στις οικονομίες των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, σύμφωνα με έκθεση του Κέντρου Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών (Center for Strategic and International Studies – CSIS) που δημοσιεύθηκε στις 17 Ιουλίου.
Ο αναπληρωτής διευθυντής του προγράμματος China Power στο CSIS, Μπράιαν Χαρτ, σημείωσε ότι αν και η προσοχή εταιρειών και κυβερνήσεων στρέφεται κατά κανόνα στις σπάνιες γαίες, αγνοείται ή παραγνωρίζεται η κυριαρχία της Κίνας στο γάλλιο – ένα κρίσιμο μετάλλευμα με ιδιαίτερη σημασία για την αμυντική τεχνολογία.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Κίνα αντιπροσωπεύει το 98% της παγκόσμιας πρωτογενούς παραγωγής γαλλίου, το οποίο δεν απαντά στη φύση σε καθαρή μορφή αλλά προκύπτει ως παραπροϊόν κατά τη διαδικασία μετατροπής του βωξίτη σε αλουμίνα, γνωστή ως διαδικασία Bayer.
Η υπεροχή της Κίνας στην παραγωγή αλουμινίου – με 43 εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2024, που αντιστοιχούν στο 60% της παγκόσμιας παραγωγής, από μόλις τέσσερα εκατομμύρια τόνους το 2004 – ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της και στο γάλλιο. Επιπλέον, σύμφωνα με τους ερευνητές, κινεζικές κρατικά υποστηριζόμενες εταιρείες έχουν επενδύσει σημαντικά σε μια ενεργοβόρα, χημικά σύνθετη και περιβαλλοντικά επιβαρυντική διαδικασία εξαγωγής του μετάλλου από το διάλυμα Bayer (υγρό κατάλοιπο του βωξίτη).
Η έκθεση αναφέρει ότι οι κινεζικές εταιρείες έχουν καινοτομήσει και σε χημικό επίπεδο, αναπτύσσοντας εξειδικευμένες ρητίνες που βελτιστοποιούν την ανάκτηση του γαλλίου. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη ρητίνη της κινεζικής εταιρείας Sunresin, η οποία επιτρέπει μεγαλύτερη απόδοση ανά κύκλο με μικρότερη φθορά των υλικών.
Τον Ιούλιο του 2023, το Πεκίνο απάντησε σε περιορισμούς των ΗΠΑ και της Ευρώπης στις εξαγωγές ημιαγωγών, επιβάλλοντας άδειες για την εξαγωγή γαλλίου και γερμανίου. Τον Δεκέμβριο, τα μέτρα εντάθηκαν με την πλήρη απαγόρευση εξαγωγών των δύο αυτών στοιχείων, καθώς και του αντιμονίου, προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με την έκθεση, τον Ιανουάριο προστέθηκε στους περιορισμούς και η προαναφερθείσα ρητίνη.
Οι συντάκτες της έκθεσης επεσήμαναν ότι οι παραγωγοί εκτός Κίνας είναι απίθανο να καταφέρουν να παραγάγουν την εν λόγω ρητίνη σε ανταγωνιστικές τιμές, αν δεν υπάρξουν κατάλληλα οικονομικά κίνητρα.
Επικαλούμενοι μελέτη της Γεωλογικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ (USGS) για το 2024, οι ερευνητές προειδοποίησαν ότι ένα πλήρους κλίμακας κινεζικό εμπάργκο στο γάλλιο θα μπορούσε να κοστίσει στην αμερικανική οικονομία έως και 8 δισ. δολάρια σε απώλεια ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ).
Το γάλλιο θεωρείται κρίσιμο για ένα ευρύ φάσμα τεχνολογιών, από ραντάρ προηγμένης τεχνολογίας έως ηλεκτρονικά συστήματα πολέμου. Η χρήση ημιαγωγών με βάση το νιτρίδιο του γαλλίου έχει επιτρέψει την κατασκευή μικρότερων μονάδων ραντάρ με δυνατότητα παρακολούθησης στόχων σε μεγαλύτερες αποστάσεις και με μεγαλύτερη ευκρίνεια.
Στην έκθεση επισημαίνεται επίσης ότι περισσότερα από 11.000 εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται από το υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ απαιτούν γάλλιο, ενώ σχεδόν το 85% των σχετικών αλυσίδων εφοδιασμού περιλαμβάνει τουλάχιστον έναν Κινέζο προμηθευτή.
Μεταξύ των συστάσεων που διατυπώνονται προς τις αμερικανικές αρχές περιλαμβάνεται η ένταξη 50 μετρικών τόνων γαλλίου από μη κινεζικές πηγές στο Στρατηγικό και Κρίσιμο Απόθεμα Υλικών του Πενταγώνου κατά την επόμενη πενταετία. Παράλληλα, προτείνεται η ενίσχυση της χρηματοδότησης για την ανάκτηση γαλλίου σε υφιστάμενα διυλιστήρια αλουμίνας από τα υπουργεία Ενέργειας και Εμπορίου.
Η έκθεση εισηγείται επίσης τη δημιουργία κοινών μηχανισμών προμήθειας γαλλίου από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, καθώς και την αξιοποίηση της Πρωτοβουλίας Ασφαλείας Ορυκτών Πόρων, υπό αμερικανική ηγεσία, για τη διμερή συνεργασία, επενδύσεις και ανταλλαγή δεδομένων στον τομέα αυτό.