Έντονη ανησυχία εκφράζουν μέλη και πρώην συνεργάτες της Επιτροπής του Ελσίνκι για την κατάσταση της θρησκευτικής ελευθερίας στη Συρία, η οποία βρίσκεται πλέον υπό νέο καθεστώς και δέχεται αεροπορικά πλήγματα από το Ισραήλ με αφορμή τη μεταχείριση της θρησκευτικής μειονότητας των Δρούζων.
Το Ισραήλ, το οποίο είχε στηρίξει την απομάκρυνση του πρώην προέδρου της Συρίας Μπασάρ αλ Άσαντ, εξαπέλυσε στις 16 Ιουλίου σφοδρές αεροπορικές επιδρομές κατά της Δαμασκού, επικαλούμενο καταγγελίες για διώξεις των Δρούζων. Οι επιθέσεις ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ σουνιτών και Δρούζων στην επαρχία Σουέιντα, στον νότο της χώρας. Παρά την ανακοίνωση εκεχειρίας από Δρούζους ηγέτες και τη συριακή κυβέρνηση, τα πλήγματα συνεχίστηκαν.
Υπό την ηγεσία του νέου προέδρου Αχμέντ αλ Σαρά, οι Δρούζοι και άλλες θρησκευτικές μειονότητες φέρονται να υφίστανται διώξεις ή αντίποινα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου Reuters, περίπου 1.500 αλαουίτες σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ανταρσίας από πιστούς του Άσαντ. Τον Ιούνιο, τουλάχιστον 30 άτομα έχασαν τη ζωή τους από βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας σε ελληνορθόδοξη εκκλησία στη Δαμασκό.
Ο γερουσιαστής Τομ Τίλλις (R-N.C.), μέλος της Επιτροπής του Ελσίνκι, δήλωσε ότι δεν είναι εύκολο να συγκρίνει τις συνθήκες για τους μη μουσουλμάνους στη σημερινή Συρία με την περίοδο Άσαντ, τονίζοντας ότι ο Άσαντ – μέλος της αλαουιτικής μειονότητας – παρουσιαζόταν ως προστάτης των θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων της χώρας. Όπως ανέφερε, η κατάσταση είναι «χειρότερη με διαφορετικό τρόπο» και εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν πραγματικά μεγαλύτερη ασφάλεια όσον αφορά την ελευθερία έκφρασης των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων.
Η Επιτροπή του Ελσίνκι, που ιδρύθηκε στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Ελσίνκι το 1975 για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ της Δύσης και του σοβιετικού μπλοκ, προωθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία της πίστης. Μεταξύ των χωρών που συμμετέχουν συγκαταλέγονται το Ισραήλ, η Ιορδανία και η Τουρκία – τρεις όμορες χώρες της Συρίας.
Κατά τη διάρκεια εκδήλωσης της Επιτροπής στην Ουάσιγκτον, στις 16 Ιουλίου, ο Νοξ Τέημς, πρώην νομικός σύμβουλος της Επιτροπής και μεταγενέστερα στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σημείωσε ότι πριν από τον εμφύλιο πόλεμο τα ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας δεν έρχονταν σχεδόν ποτέ στην επιφάνεια.
Η σύγκρουση ξεκίνησε το 2011 με την εξέγερση κατά του Άσαντ, ο οποίος υποστηριζόταν από τη Ρωσία. Την επόμενη δεκαπενταετία, ο Άσαντ βρέθηκε αντιμέτωπος με ποικίλες πιέσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Τουρκία, το Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία. Τον Δεκέμβριο του 2024, εγκατέλειψε τη χώρα έπειτα από μεγάλη αντεπίθεση των ανταρτών που κατέληξε στην πτώση της Δαμασκού. Σήμερα διαμένει στη Μόσχα.

Ο Τέημς υποστήριξε ότι μετά την κατάρρευση του κρατικού ελέγχου στη Συρία, τρομοκρατικές ομάδες όπως το Ισλαμικό Κράτος στράφηκαν εναντίον των χριστιανών, των αλαουιτών και των Δρούζων. Ανάμεσά τους, οι μαχητές του ISIS διέπραξαν γενοκτονία κατά των Κούρδων Γεζίντι μεταξύ 2014 και 2017, ενώ το παρακλάδι της Αλ Κάιντα στη Συρία, το Μέτωπο αλ Νούσρα, ευθύνεται – σύμφωνα με τον ΟΗΕ – για τη σφαγή τουλάχιστον είκοσι χωρικών, το 2015, στη βόρεια Συρία.
Ο νέος πρόεδρος αλ Σαρά, γνωστός παλιότερα ως Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζουλανί, είχε πολεμήσει στο πλευρό της αλ Κάιντα στο Ιράκ και, στα πρώτα στάδια του εμφυλίου, ηγήθηκε του Μετώπου αλ Νούσρα κατά την κατάληψη της Δαμασκού. Αν και προσπαθεί πλέον να αποστασιοποιηθεί από παλαιότερες δηλώσεις του και έχει δεσμευθεί για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων, η πορεία της κυβέρνησής του παραμένει ασαφής.
Μετά την ανατροπή του Άσαντ, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήρε τις κυρώσεις κατά της Συρίας με εκτελεστικό διάταγμα στις 30 Ιουνίου, επισημαίνοντας τη δέσμευση της Ουάσιγκτον για «μια Συρία σταθερή, ενωμένη και σε ειρήνη με τους γείτονές της». Όπως ανέφερε, μια ενωμένη Συρία που δεν προσφέρει καταφύγιο σε τρομοκρατικές οργανώσεις και φροντίζει για την ασφάλεια των θρησκευτικών και εθνοτικών μειονοτήτων θα συμβάλει στην περιφερειακή σταθερότητα.
Στις 7 Ιουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο ήρε την τρομοκρατική ταξινόμηση του Μετώπου αλ Νούσρα, ενώ λίγες ημέρες αργότερα χαρακτήρισε τη σύγκρουση Συρίας-Ισραήλ ως «αποτέλεσμα παρεξήγησης», εκφράζοντας προβληματισμό για την ένταση.
Ο βουλευτής Τζο Γουίλσον (R-S.C.), ένας εκ των δύο προέδρων της Επιτροπής του Ελσίνκι, κάλεσε σε άμεσο τερματισμό των ισραηλινών επιθέσεων, τις οποίες χαρακτήρισε «αυτοκτονικές για το Ισραήλ» και υπογράμμισε την ανάγκη για λογοδοσία για εγκλήματα θρησκευτικού χαρακτήρα.
Ο έτερος πρόεδρος της Επιτροπής, γερουσιαστής Ρότζερ Γουίκερ (R-Miss.), απέφυγε να σχολιάσει τις επιδρομές, δηλώνοντας ότι αναμένει επίσημη ενημέρωση. Παράλληλα, εξέφρασε γενική ανησυχία για τη μεταχείριση θρησκευτικών μειονοτήτων παγκοσμίως, τονίζοντας ότι σε πολλές περιοχές απουσιάζει η ανοχή που παρατηρείται σε άλλες χώρες.
Ο Τίλλις δήλωσε πως σε ό,τι αφορά επίσημη αντίδραση για τις ισραηλινές επιθέσεις, παραπέμπει στον Λευκό Οίκο.

Ο Τέημς, ο οποίος πλέον διευθύνει το πρόγραμμα Global Faith and Inclusive Societies στο Πανεπιστήμιο Pepperdine, υποστήριξε ότι το ζήτημα της θρησκευτικής ελευθερίας στη σημερινή Συρία παραμένει «ανοικτό ερώτημα».
Εξέφρασε βαθιά ανησυχία για την κατεύθυνση που φαίνεται να παίρνει η νέα κυβέρνηση και τις δυνατότητές της. Ο Τίλλις, από την πλευρά του, σχολίασε ότι «δεν περιμέναμε τη γέννηση της δημοκρατίας μετά την πτώση του Άσαντ» και παρομοίασε την κατάσταση με το «να επιλέγεις τον διάβολο που ήδη γνωρίζεις».
Ο Τέημς κατέληξε ότι η επαναφορά των κυρώσεων που ανέστειλε η κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός πίεσης υπέρ της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας – πρόταση την οποία στήριξε και ο Τίλλις.