Ειδικοί εκφράζουν έντονες ανησυχίες για θέματα ασφαλείας που εγείρονται από τη συνεργασία του Ηνωμένου Βασιλείου με την Κίνα στον ακαδημαϊκό τομέα, και ιδίως από τη δημιουργία διεθνούς πανεπιστημίου ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και το Πανεπιστήμιο Τζιαοντόνγκ, έναν σημαντικό τεχνολογικό φορέα με στενές διασυνδέσεις με τον κινεζικό στρατό και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας. Το εγχείρημα έχει τεθεί το τελευταίο διάστημα στο μικροσκόπιο, εξαιτίας της όλο και στενότερης του συνεργασίας με τη Ρωσία.
Τον περασμένο Νοέμβριο, το Xi’an Jiaotong-Liverpool University (XJTLU) εγκαινίασε στη Σουτσόου το Κέντρο Σινορωσικής Ανθρωπιστικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης—απόφαση που οδήγησε στη δημοσίευση σχετικής έκθεσης του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Στρατηγικής Πολιτικής (ASPI) στις 3 Ιουνίου, η οποία επισημαίνει πως στο κέντρο συμμετέχουν πρόσωπα και φορείς που έχουν τεθεί υπό κυρώσεις για τη στήριξή τους στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Το ASPI υπογραμμίζει ότι οι υπάρχουσες διεθνείς συνεργασίες στους τομείς επιστήμης, τεχνολογίας και ακαδημαϊκής έρευνας ενέχουν σοβαρούς κινδύνους μέσα στο κλίμα αυξανόμενης γεωπολιτικής αντιπαλότητας και τεχνολογικού ανταγωνισμού, με έμφαση στη σινορωσική συμπόρευση σε τομείς που μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο για στρατιωτικούς όσο και πολιτικούς σκοπούς.
Ο Τσενγκ Κιτένγκ, ερευνητής στο κυβερνητικό Ινστιτούτο Έρευνας Εθνικής Άμυνας και Ασφάλειας της Ταϊβάν, σημείωσε: «Ιδρύματα όπως το XJTLU τελούν ουσιαστικά υπό τον πλήρη έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας και μπορούν να ευθυγραμμιστούν με κάθε κυβερνητική εντολή», τονίζοντας τη μακροπρόθεσμη στρατηγική του ΚΚΚ να αξιοποιεί ακαδημαϊκές συμπράξεις για να παρακάμπτει τους περιορισμούς στην πρόσβαση σε ξένες τεχνολογίες.
Το XJTLU, που ιδρύθηκε το 2006, αριθμεί σήμερα πάνω από 24.000 φοιτητές και περισσότερα από 1.000 μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού. Το μητρικό ίδρυμα, το Πανεπιστήμιο Τζιαοντόνγκ, διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην αμυντική έρευνα της Κίνας ήδη από τη δεκαετία του 1950. Από την άλλη, το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, καταξιωμένο μέλος της Russell Group, λαμβάνει χρηματοδότηση από κυβερνήσεις της Δύσης για προγράμματα άμυνας, ασφάλειας και πληροφοριών, ενώ πρόσφατα κέρδισε το AUKUS Electronic Warfare Innovation Challenge—έναν στρατηγικό διαγωνισμό που ισχυροποιεί τη συμμαχία στον Ινδο-Ειρηνικό για την αντιμετώπιση της κινεζικής επιθετικότητας στην περιοχή.
Σε απάντηση σε ερωτήματα του ASPI, το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ δήλωσε: «Δεν έχουμε καμία εμπλοκή με το Κέντρο Σινορωσικής Συνεργασίας του XJTLU», διαβεβαιώνοντας ότι κάθε ερευνητική συνεργασία διέπεται από τα πρωτόκολλα δέουσας επιμέλειας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ωστόσο, δημοσιεύματα αποκαλύπτουν ότι ο πρύτανης του Λίβερπουλ συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του XJTLU, ενώ ανώτατα στελέχη του πανεπιστημίου επηρεάζουν τη διοικητική του λειτουργία.
Ο κ. Τσανγκ, ερευνητής πολιτικής από την Ταϊβάν, εξηγεί ότι αυτό το μοντέλο συνεργασίας διευκολύνει αφενός τη μεταφορά τεχνολογίας κι αφετέρου επιτρέπει στο Πεκίνο να βελτιώνει τη δημόσια εικόνα της κρατικά χρηματοδοτούμενης έρευνας, συνδέοντάς τη με καταξιωμένα διεθνή ιδρύματα. Οι φοιτητές του XJTLU λαμβάνουν πτυχία τόσο από το Πανεπιστήμιο της Σουτσόου όσο και από το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, γεγονός που εντείνει τις ανησυχίες της Δύσης σχετικά με τη διείσδυση της κομμουνιστικής Κίνας σε κρίσιμες τεχνολογίες μέσω ακαδημαϊκών συνεργασιών.
Παραδείγματα όπως η απόφαση αμερικανικών πανεπιστημίων—μεταξύ των οποίων το University of Michigan και το Georgia Institute of Technology—να περιορίσουν ή να τερματίσουν κοινά προγράμματα με κινεζικά ιδρύματα αντανακλούν την ολοένα πιο διαδεδομένη αντίληψη τέτοιων συμπράξεων ως δυνητικές απειλές για την εθνική ασφάλεια. Το ενδιαφέρον κορυφώθηκε τον Απρίλιο, όταν το υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ διεξήγαγε έρευνα για το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Μπέρκλεϊ, εξαιτίας εικαζόμενης αποτυχίας να δηλωθεί χρηματοδότηση από φορέα που συνδέεται με το ΚΚΚ.
Το Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ διαβεβαίωσε ότι η συνεργατική του έρευνα με το XJTLU είναι πλήρως συμβατή με τις αυστηρές βρετανικές πολιτικές δέουσας επιμέλειας βάσει του νόμου Export Control and National Security and Investment Act. Το νέο Κέντρο Σινορωσικής Συνεργασίας διευθύνεται από τους Τσαο Τσιολίνγκ και Αρτιόμ Σεμένωφ, με τον τελευταίο να εμφανίζεται ως συνδεδεμένος με την περιφερειακή διοίκηση της Μόσχας και να έχει χαρακτηριστεί ως μέλος συμβουλίου που προωθεί τις πολιτικές αφηγήσεις του Κρεμλίνου για την Ουκρανία και έχει τεθεί υπό κυρώσεις της Ε.Ε.
Ο κ. Τσάο περιέγραψε το Κέντρο ως «μια καινοτόμα πλατφόρμα για συνεργασία στην εκπαίδευση, τον πολιτισμό, την έρευνα, τις τέχνες και το εμπόριο μεταξύ Ρωσίας και Κίνας», προσθέτοντας την πρόθεσή του να αναπτύξει εξειδικευμένα μαθήματα και να στηρίξει κινεζικές επιχειρήσεις που επιθυμούν να εισέλθουν στη ρωσική αγορά.
Παρά την επίσημη ουδετερότητα της Κίνας στη σύγκρουση Ρωσίας–Ουκρανίας, η στενή συνεργασία με τη Ρωσία—την οποία οι Σι Τζινπίνγκ και Βλαντίμιρ Πούτιν έχουν αποκαλέσει «σύμπραξη χωρίς περιορισμούς»—εντείνει τις ανησυχίες για τη φύση αυτών των σχέσεων. Αν και η Κίνα δεν έχει παραδώσει άμεσα όπλα στη Ρωσία, κατηγορείται ότι παρέχει μεγάλες ποσότητες στρατηγικών βιομηχανικών προϊόντων και πρώτων υλών, ζωτικής σημασίας για τις αμυντικές δυνατότητες της Μόσχας.
Η έκθεση του ASPI αναδεικνύει την ενισχυόμενη διασύνδεση του XJTLU με τη Ρωσία, με επισκέψεις πρώην Ρώσων κυβερνητικών αξιωματούχων στα εγκαίνια του Κέντρου. Σύμφωνα με τους Τσάο και Σεμένωφ, η συνεργασία στοχεύει στην τεχνολογική αναβάθμιση και στη διεύρυνση της διμερούς συνεργασίας.
Η Γουάνγκ Σουγουέν, ερευνήτρια στη Διεύθυνση Στρατιωτικών Υποθέσεων και Επιχειρησιακών Αντιλήψεων του INDSR, εκτιμά ότι τέτοιες συμφωνίες, όπως αυτές του XJTLU, δίνουν τη δυνατότητα στο Πεκίνο να παρακάμπτει αμερικανικούς περιορισμούς και να εξακολουθεί να έχει πρόσβαση σε κρίσιμες τεχνολογίες όπως ο σχεδιασμός και η κατασκευή μικροτσίπ.
Το ASPI τονίζει πως οι δραστηριότητες του XJTLU φαίνεται να αντιβαίνουν στις βρετανικές πολιτικές ασφάλειας και συνεργασίας με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., που στηρίζουν την Ουκρανία και διασφαλίζουν την ενότητα της Βρετανίας στις αμυντικές της συμμαχίες, συμπεριλαμβανομένου του AUKUS.
Η Γουάνγκ προβλέπει ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με συνεργασίες στην Κίνα θα τεθούν υπό ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο καθώς η σινο–αμερικανική τεχνολογική αντιπαλότητα εντείνεται, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Τα ξένα πανεπιστήμια πρέπει να εξισορροπήσουν τα οικονομικά κίνητρα με τις απαιτήσεις της εθνικής ασφάλειας». Ο Τσενγκ Κιτένγκ προσθέτει πως πολλά δυτικά πανεπιστήμια στρέφονται στο κινεζικό κράτος για οικονομική στήριξη—στην πράξη, όμως, η οικονομική τους δυσχέρεια μπορεί να τα οδηγήσει σε συμπράξεις που χαρίζουν ανεπιτήρητη πρόσβαση σε ευαίσθητα δεδομένα.
Ο ίδιος επισημαίνει την αύξηση κινεζικών επενδύσεων σε ξένα ακαδημαϊκά ιδρύματα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και διαπιστώνει πως, με τις σχέσεις Πεκίνου–Δύσης να βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, οι ανησυχίες για ανεξέλεγκτες ακαδημαϊκές συνεργασίες με την Κίνα θα ενταθούν. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα φέρνει τη Σχολή Κένεντι του Χάρβαρντ, η οποία έχει εκπαιδεύσει σειρά στελεχών του κινεζικού καθεστώτος και θεωρείται πλέον στη χώρα αυτή ως κάτι σαν «δεύτερη σχολή του ΚΚΚ».
Καταλήγοντας, ο Τσενγκ τονίζει: «Τώρα πια, οι δυτικές χώρες αναγνωρίζουν ότι η γνώση είναι δύναμη. Η εκπαίδευση συνδέεται με την τεχνολογία, και η τεχνολογία είναι το κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη. Επομένως, η εκπαίδευση έχει μετατραπεί σε ζήτημα εθνικής ασφάλειας».
Με την συμβολή των Λι Τζινγκ και Λούο Γιε