Οι καλύτερες αναμνήσεις του Υπερίονα Νάιτ χρονολογούνται από τότε που ήταν 4 ετών, τότε που άκουγε μαζί με τον πατέρα του μουσική, όταν εκείνος επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά. Οι ηχογραφήσεις που του έβαζε ο πατέρας του έκαναν τον μικρό Υπερίονα να αγαπήσει την κλασική μουσική. Στα ένατα γενέθλιά του, ο πατέρας του του χάρισε μια ηχογράφηση των εννέα συμφωνιών του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, και «τα υπόλοιπα… είναι ιστορία».
Η Ένατη ιδίως στάθηκε καταλυτική για την καριέρα του. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Υπερίων σκεπτόταν μόνο τη μουσική. Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο στα 14 του χρόνια, παίζοντας το εντυπωσιακό Τέταρτο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν μπροστά σε ένα καθηλωμένο κοινό. Αφού απέκτησε πτυχίο μουσικής στο Ωδείο του Σαν Φρανσίσκο, κατευθύνθηκε στο Οχάιο, όπου απέκτησε μεταπτυχιακό και διδακτορικό στη μουσική από το Ινστιτούτο Μουσικής του Κλήβελαντ.
Για την ακαδημαϊκή του διατριβή στράφηκε στα παιδικά του χρόνια, αποτίνοντας φόρο τιμής στον συνθέτη που είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο στην καλλιτεχνική του πορεία. Η εργασία του αφορούσε τον Μπετόβεν και τη Σονάτα για πιάνο «Βάλντσταϊν».
Μια τυχαία συνάντηση

Κατά τη διάρκεια μίας κρουαζιέρας, ο κος Νάιτ γνωρίστηκε με τον Λάρι Π. Αρν, τον πρόεδρο του χριστιανικού ιδρύματος φιλελεύθερων τεχνών με έδρα το Μίσιγκαν, του Κολλεγίου Χίλσντεϊλ.
Η κουβέντα τους ήταν καρποφόρα, οδηγώντας στη συνεργασία του πιανίστα και του κολλεγίου, αρχικά για μία σειρά διαλέξεων με θέμα τη μουσική ιστορία της Ρωσίας και κατόπιν για μία δεύτερη σειρά που θα κάλυπτε την ιστορία της μουσικής από τον Πυθαγόρα έως τον Μπετόβεν. Όλες οι διαλέξεις ήταν δωρεάν και προσφέρονταν διαδικτυακά.
Περιήγηση στην κλασική μουσική

«Η κλασική μουσική είναι το μεγαλύτερο πάθος μου, αυτό που εξευγενίζει την ανθρώπινη ψυχή», είχε δηλώσει ο κος Νάιτ σε τηλεφωνική συνέντευξη, ενθουσιασμένος που μοιραζόταν την ιστορία της κλασικής μουσικής.
Σύμφωνα με τον ίδιο, το μάθημα αυτό ήταν «μια αναζωογονητική περιήγηση στον κόσμο της κλασικής μουσικής», που εκτεινόταν από την τεράστια συνεισφορά του αγαπημένου του κλασικού συνθέτη, του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, μέχρι την αρχαία Ελλάδα, την αυγή του δυτικού πολιτισμού. Και αυτό γιατί, όπως εξήγησε, για να κατανοήσει κανείς σωστά την κλασική μουσική, πρέπει να τολμήσει να πάει εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν όλα: τις διδασκαλίες του φιλοσόφου Πυθαγόρα.
Όταν ρωτήθηκε για τον ρόλο που έπαιξε ο Πυθαγόρας στη διαμόρφωση της μουσικής, ο κος Νάιτ είπε: «Είναι μια ιστορία που σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει, και με αυτήν ξεκινάω την πρώτη διάλεξη. Συνοπτικά, έχει ως εξής: Από τότε που ο Πυθαγόρας επισημοποίησε για πρώτη φορά τη μουσική ως κλάδο της επιστήμης τον έκτο αιώνα π.Χ., χρειάστηκαν πάνω από 2.000 χρόνια για να συμφωνηθεί ο καλύτερος τρόπος για να κουρδιστεί μια κλίμακα. Αυτός ο συμβιβασμός, που ονομάζεται ‘ίσος συγκερασμός’, επετεύχθη τελικά κοντά στο τέλος της Αναγέννησης, από τον Μπαχ, με αποτέλεσμα τη σπουδαία μουσική της εποχής του Μπαρόκ.»
Για να δώσει έμφαση στη σημασία αυτού του μνημειώδους κατορθώματος, το συνέδεσε με ένα από τα πιο πολύτιμα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της ιστορίας:
«Είναι λίγο σαν αυτό που είπε ο Μιχαήλ Άγγελος για τον Δαβίδ του. Ο Δαβίδ απλά περίμενε μέσα στο μάρμαρο να απελευθερωθεί. Ομοίως, οι 12 νότες της χρωματικής κλίμακας περίμεναν μέσα στη φύση για να σμιλευτούν στη μορφή που γνωρίζουμε σήμερα.»
Η ιστορία του ίδιου του πολιτισμού

Η «Ιστορία της κλασικής μουσικής: Από τον Πυθαγόρα έως τον Μπετόβεν» αποτελείτο από τέσσερις διαλέξεις και κορυφωνόταν σε ένα 45λεπτο ρεσιτάλ πιάνου του κου Νάιτ, που έδινε στους φοιτητές τη δυνατότητα να ακούσουν τις συνθέσεις για τις οποίες διδάχθηκαν, διακρίνοντας στοιχεία των κομματιών που ίσως να τους είχαν διαφύγει διαφορετικά.
Οι διαλέξεις απευθύνονταν τόσο σε αρχάριους όσο και στους λάτρεις της κλασικής μουσικής, μιλώντας για το πώς διαρθρώνονται οι συνθέσεις του Μπετόβεν σαν τα σαιξπηρικά δράματα, τον σημαντικό ρόλο που παίζουν ο Μότσαρτ και οι χαρακτήρες των οπερατικών του έργων στους ακμάζοντες πολιτισμούς και τη σχέση της θρησκείας με τις συνθέσεις και γενικότερα την καλλιτεχνική παραγωγή της εποχής, μεταξύ άλλων.
Κάθε διάλεξη ήταν αυτόνομο χαρακτήρα, ενώ έμφαση δινόταν στο πώς η κλασική μουσική υπερβαίνει τους καλλιτέχνες και υφαίνεται στον ιστό της κοινωνίας:
«Η κλασική μουσική είναι κάτι περισσότερο από απλή μουσική: είναι μουσική αρχιτεκτονική, μουσική ζωγραφική, μουσική ποίηση και μουσικό δράμα – όλα τυλιγμένα σε ένα. Βασίζεται στο υψηλότερο σύνολο ιδανικών για να διαμορφωθεί σε τέλεια μορφή και μιλάει σε κάθε συναίσθημα που διαθέτουν οι άνθρωποι.»
«Η κλασική μουσική είναι μια πολύ ανθρώπινη ιστορία, [είναι] η ιστορία του ίδιου του πολιτισμού μας».

Της Rebecca Day