Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου του Παρισιού στις 31 Μαρτίου πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στο γαλλικό πολιτικό τοπίο. Η Μαρίν Λεπέν, κεντρική προσωπικότητα της εθνικιστικής δεξιάς και τρεις φορές υποψήφια για την προεδρία, καταδικάστηκε στην πολύκροτη υπόθεση σχετικά με τη χρήση ευρωπαϊκών κονδυλίων για την κάλυψη μισθών βοηθών του κόμματός της. Η απόφαση προβλέπει πενταετή στέρηση των πολιτικών της δικαιωμάτων, αποκλείοντας έτσι τη συμμετοχή της στις προεδρικές εκλογές του 2027.
Για πρώτη φορά από το 1981, ενδέχεται το επώνυμο Λεπέν να απουσιάσει εξ ολοκλήρου από το προεδρικό ψηφοδέλτιο.
Η καταδικαστική απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και διεθνώς, με σημαίνοντες συντηρητικούς ηγέτες, όπως τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Όρμπαν, την πρωθυπουργό της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι και τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ να εκδηλώνουν αλληλεγγύη.
Ο Τραμπ μάλιστα έγραψε χαρακτηριστικά στο Truth Social την 4η Απριλίου: «ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΤΕ ΤΗ ΜΑΡΙΝ ΛΕΠΕΝ!», με κεφαλαία γράμματα.
Η υπόθεση αφορά τη χρήση κονδυλίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την πληρωμή προσώπων που εργάζονταν ταυτόχρονα για το κόμμα της Λεπέν και για τη σημαία του Ευρωκοινοβουλίου. Το δικαστήριο έκανε λόγο για υπεξαίρεση, διευκρινίζοντας ωστόσο πως δεν εντοπίστηκε προσωπικός πλουτισμός.
Η Λεπέν καθώς και 21 ακόμη άτομα κρίθηκαν ένοχοι. Στην ίδια επεβλήθη ποινή τεσσάρων ετών φυλάκισης – δύο έτη εκ των οποίας με αναστολή – η οποία θα εκτιθεί με ηλεκτρονικό βραχιολάκι, καθώς και η άμεση πενταετής στέρηση δικαιώματος εκλογής.
Η Λε Πεν κατήγγειλε την απόφαση ως πολιτικά υποκινούμενη. Στο γαλλικό τηλεοπτικό δίκτυο TF1 την ίδια βραδιά, είπε: «Το κράτος δικαίου έχει παραβιαστεί εντελώς».
Την επόμενη μέρα, προχώρησε παραπέρα, αποκαλώντας την απόφαση «πυρηνική βόμβα» σχεδιασμένη να εξαφανίσει την υποψηφιότητά της από τον χάρτη.
Ο Τζόρνταν Μπαρντελά, πρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού, κατήγγειλε αυτό που αποκάλεσε «τυραννία των κόκκινων δικαστών». Τόσο ο Μπαρντελά όσο και η Λε Πεν λένε ότι η υπόθεση δεν αφορά υπεξαίρεση αλλά μάλλον μια «διοικητική διαφωνία».
Το δικαστήριο απέρριψε αυτή την υπεράσπιση, δηλώνοντας ότι «δεν επρόκειτο για ζήτημα διοικητικών λαθών ή παρανόησης από τους Βουλευτές των περίπλοκων ευρωπαϊκών κανόνων».
Ο Λουί Αλιό, Πρώτος Αντιπρόεδρος του Εθνικού Συναγερμού και ο πρώην ταμίας του κόμματος Βαλεράν ντε Σεν-Ζιστ, αμφότεροι συγκατηγορούμενοι, δήλωσαν ότι εμμένουν στην υπεράσπισή τους για τη Λε Πεν.
«Δεν πρόκειται για υπεξαίρεση· είναι μια διοικητική διαφορά», δήλωσε ο Αλιό στην Epoch Times. «Αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μας είχε πει ξεκάθαρα, ‘Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό’, προφανώς θα είχαμε ενεργήσει διαφορετικά».
Ο Αλιό είπε ότι οι κανόνες που διέπουν τους κοινοβουλευτικούς βοηθούς είχαν αλλάξει επανειλημμένα σε οκτώ νομοθετικές περιόδους, θολώνοντας τη γραμμή μεταξύ των δραστηριοτήτων του κόμματος και των κοινοβουλευτικών καθηκόντων. «Όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα έχουν κάνει το ίδιο πράγμα τις τελευταίες δεκαετίες», πρόσθεσε.
«Το δικαστήριο θα έπρεπε να το έχει λάβει υπόψη. Δεν το έκανε». Οι δικαστές, από την πλευρά τους, απέρριψαν οποιαδήποτε υπόνοια καλής πίστης. Στην απόφασή τους, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Εθνικός Συναγερμός είχε εμπλακεί σε «υπεξαίρεση στο πλαίσιο ενός συστήματος που είχε στηθεί για να μειώσει το οικονομικό βάρος του κόμματος». Οι κατηγορούμενοι άσκησαν έφεση κατά αυτής της απόφασης.
Οι Ανησυχίες Μπαϊρού
Η απόφαση των δικαστών επικρίθηκε ιδιαίτερα για την άμεση εφαρμογή της στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων («exécution provisoire»), πριν τελεσιδικήσει η έφεση, ένα γεγονός που θεωρήθηκε ως ένδειξη πολιτικής μεροληψίας από μεγάλο μέρος της γαλλικής δεξιάς. Πολιτικά πρόσωπα όπως ο Ερίκ Ζεμούρ, ο Ερίκ Σιοτί και ο Λορέν Ουακιέ εξέφρασαν δυσαρέσκεια, υποστηρίζοντας πως «δεν είναι δουλειά των δικαστών να αποφασίζουν ποιον μπορούν να ψηφίζουν οι πολίτες».
Ακόμη και ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης Μακρόν, Φρανσουά Μπαϊρού, δήλωσε «προβληματισμένος» από τη δικαστική απόφαση. Ο ίδιος άλλωστε εμπλέκεται σε παρεμφερή υπόθεση, όπως και ο επικεφαλής της ριζοσπαστικής αριστεράς, Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Οι ανησυχίες του Μπαϊρού δεν βρήκαν απήχηση στο πολιτικό στρατόπεδο του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
«Όταν ένας εκλεγμένος αξιωματούχος καταδικάζεται για υπεξαίρεση δημόσιων πόρων, η απώλεια εκλογιμότητας είναι αυτόματη. Αυτό ορίζει ο νόμος. Όταν υπάρχει κίνδυνος υποτροπής (κάτι που συμβαίνει όταν ο κατηγορούμενος αρνείται ότι διέπραξε το αδίκημα), διατάσσεται η προσωρινή εκτέλεση της ποινής. Αυτό ορίζει ο νόμος», έγραψε ο βουλευτής Σασά Ουλιέ στο X.
Οι δηλώσεις του Μπαϊρού δέχθηκαν επίσης έντονη κριτική από τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ολιβιέ Φορ, ο οποίος δήλωσε πως είναι «ανήσυχος για την αμηχανία της πρωθυπουργού», εκφράζοντας τη λύπη του επειδή «ο σεβασμός προς τον νόμο, το κράτος δικαίου και τη διάκριση των εξουσιών δεν αποτελούν πλέον προτεραιότητα για την κυβέρνηση».
Η ίδια άποψη εκφράστηκε και από τον νομικό Πολ Κασιά, καθηγητή Δικαίου και πρόεδρο της γαλλικής ένωσης αντιδιαφθοράς Anticor. Σε άρθρο γνώμης του στη Le Monde, υποστήριξε ότι το δικαστήριο αιτιολόγησε τον «αναλογικό χαρακτήρα» της απόφασής του. Επιπλέον, δήλωσε πως η υποψηφιότητα για την προεδρία «δεν μπορεί, από μόνη της, να αποτελεί προνόμιο ή ασπίδα ασυλίας… παρά μόνο εάν αγνοείται η αρχή της ισότιμης μεταχείρισης απέναντι στον νόμο».
Κάποιοι νομικοί αμφισβητούν αυτήν την ερμηνεία. Υποστηρίζουν ότι η απόφαση του δικαστηρίου παραβιάζει το τεκμήριο της αθωότητας, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789. Σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, τα πολιτικά δικαιώματα συνήθως δεν ανακαλούνται πριν εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες προσφυγής. Επισημαίνουν πως η Λεπέν παραμένει η επικρατέστερη υποψήφια στις δημοσκοπήσεις για τις προεδρικές εκλογές του 2027, καθιστώντας την άμεση εφαρμογή της απώλειας εκλογιμότητας ιδιαίτερα σημαντική και, κατά την άποψή τους, δυσανάλογη.
Οι επικριτές αναφέρονται επίσης σε μια εμφανή διπλή στάση. Ισχυρίζονται ότι πολλοί από εκείνους που τώρα επικαλούνται την αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο, συνήθως είναι οι ίδιοι που απαιτούν εξατομίκευση των ποινών – μια βασική έννοια στο γαλλικό ποινικό δίκαιο, που συχνά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει αποφάσεις που θεωρούνται από τη δεξιά ως υπερβολικά επιεικείς σε περιπτώσεις ανασφάλειας και αστικής βίας. Αυτή η αρχή απαιτεί οι ποινές να προσαρμόζονται στις ατομικές περιστάσεις του παραβάτη και να μην εφαρμόζονται μηχανικά.
Για να δικαιολογήσει την επιταχυνόμενη εφαρμογή της απώλειας εκλογιμότητας της Λεπέν, το δικαστήριο επικαλέστηκε το πνεύμα του νόμου Sapin II, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβριο του 2016, και προβλέπει αυτόματη απώλεια εκλογιμότητας για όσους καταδικάζονται για κατάχρηση δημόσιου χρήματος. Τα επίμαχα γεγονότα είχαν συμβεί μεταξύ 2004 και αρχών 2016, πριν θεσπιστεί ο συγκεκριμένος νόμος.
Καθώς οι δικαστές δεν μπορούσαν να επικαλεστούν νομικά τον ίδιο τον νόμο Sapin II, βασίστηκαν σε προϋπάρχουσα γαλλική νομοθεσία, η οποία επιτρέπει την απώλεια εκλογιμότητας σε τέτοιες περιπτώσεις όταν αυτό δικαιολογείται. Για να στηρίξει την προσωρινή εκτέλεση, το δικαστήριο χρησιμοποίησε δύο αμφιλεγόμενα επιχειρήματα.
«Πιθανός κίνδυνος υποτροπής»
Η νομική αιτιολόγηση της ποινής από το δικαστήριο άνοιξε πρωτόγνωρες θεωρίες, όπως ο ισχυρισμός περί «κινδύνου υποτροπής» επειδή η Λεπέν αρνήθηκε τις κατηγορίες, καθώς και η αμφιλεγόμενη επίκληση του «δημοκρατικού δημόσιου συμφέροντος», έννοια μη υπάρχουσα στη γαλλική νομοθεσία. Νομικοί, όπως η πρώην δικαστής του Συνταγματικού Συμβουλίου Νοέλ Λενουάρ, κατήγγειλαν τη δικαστική αυτή καινοτομία.
Ο πρώην γραμματέας του Συνταγματικού Συμβουλίου, Ζαν-Ερίκ Σοέτλ, κατηγόρησε ευθέως τους δικαστές για «καταπάτηση της ελευθερίας των ψηφοφόρων». Την ίδια στιγμή, κορυφαίοι νομικοί μιλούν για πρωτοφανή παρέμβαση στη δημοκρατική διαδικασία.
Επιπλέον, στελέχη του RN κατήγγειλαν την πολιτική προκατάληψη στο δικαστικό σώμα, υποστηρίζοντας πως οι δικαστές της υπόθεσης έχουν στενούς δεσμούς με αριστερούς πολιτικούς κύκλους.
Υπό το βάρος των αντιδράσεων, το Εφετείο Παρισιού αποφάσισε να επιταχύνει την εκδίκαση της υπόθεσης, ανακοινώνοντας ότι η απόφαση της έφεσης θα εκδοθεί το αργότερο ως το καλοκαίρι του 2026, σε μια πρωτόγνωρη για τα γαλλικά δεδομένα κίνηση.
Η διεθνής κοινή γνώμη παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις, με πολλούς να βλέπουν τη δίωξη Λεπέν ως δείγμα εργαλειακής χρήσης της δικαιοσύνης έναντι πολιτικών αντιπάλων. Ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ και πολλές συντηρητικές φωνές στις ΗΠΑ κάνουν λόγο για «ευρωπαϊκή επίθεση στην ελευθερία του λόγου και στη δημοκρατία», ενώ τα μάτια όλων είναι στραμμένα στις εξελίξεις των επόμενων μηνών.