Όσο δύσκολο κι αν είναι να διευθύνεις ένα ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης, υπάρχει μια εταιρεία που το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Το όνομά της είναι NewsGuard. Η εταιρεία ισχυρίζεται ότι βαθμολογεί το διαδικτυακό περιεχόμενο των μέσων ενημέρωσης, μεταξύ άλλων, ως προς την αξιοπιστία του, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι δεν κάνει μόνο αυτό. Το επιχειρηματικό της μοντέλο λειτουργεί ως μοχλός πίεσης και λογοκρισίας στους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Μια έρευνα της Epoch Times αποκάλυψε ανησυχητικά ζητήματα όσον αφορά την ποιότητα των αναλύσεων της NewsGuard και την ατζέντα που κρύβεται πίσω από αυτές.
Μπορείτε να διαβάσετε το α΄μέρος εδώ και το β΄ μέρος εδώ. Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο μέρος.
Κενά διαπιστευτήρια
Η NewsGuard ισχυρίζεται ότι οι αξιολογήσεις της γίνονται από «εκπαιδευμένους δημοσιογράφους». Αυτό δεν ισχύει πάντα ή ενίοτε είναι μια τραβηγμένη διατύπωση, με βάση τις πληροφορίες που μοιράζονται νυν και πρώην εργαζόμενοί της σε διαδικτυακές επαγγελματικές πλατφόρμες, όπως το LinkedIn.
Φαίνεται ότι πολλές από τις αξιολογήσεις της έχουν γίνει από ασκούμενους που δεν έχουν κανένα υπόβαθρο στην επαγγελματική δημοσιογραφία. Μια συνηθισμένη κριτική, όπως φαίνεται, γράφεται από έναν νεαρό απόφοιτο δημοσιογραφίας με περιορισμένη εργασιακή εμπειρία. Ορισμένοι αναφέρουν ως προηγούμενες θέσεις εργασίας την αρθρογραφία για θέματα lifestyle, όπως το φαγητό και η τέχνη. Άλλοι προτάσσουν ως εργασιακή εμπειρία τα άρθρα σχολιασμού με προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο, όπως το «Deconstructing TikTok».
Ο κος Φίσμαν έκανε το μεταπτυχιακό του στη δημοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο Northwestern το 2020 και στη συνέχεια πέρασε περίπου ένα χρόνο στο Fastinform, μια μικρή νεοφυή επιχείρηση μέσων ενημέρωσης της Νέας Υόρκης, πριν ενταχθεί στην NewsGuard. Έκτοτε έχει ανελιχθεί στο ρόλο του «ανώτερου αναλυτή”.
Η NewsGuard διαθέτει περίπου δώδεκα «ανώτερους» και «staff analysts» και περίπου δύο δωδεκάδες «contributing analysts» μερικής απασχόλησης. Η δουλειά τους είναι να δημοσιεύουν έως και δύο κριτικές για τα μέσα ενημέρωσης την ημέρα. Χιλιάδες τέτοιες αναφορές διοχετεύονται στη συνέχεια σε έναν από τους περίπου 15 συντάκτες για πρόσθετο έλεγχο, ενώ οι κκ. Μπριλ και Κρόβιτς φέρονται να ρίχνουν επίσης μια ματιά.
Δεδομένου ότι η NewsGuard ισχυρίζεται ότι αξιολογεί συνεχώς περισσότερους από 8.000 παραγωγούς περιεχομένου, δεν είναι σαφές πώς τέτοιες αξιολογήσεις εκτιμούν σωστά την ποιότητα ολόκληρων οργανισμών μέσων ενημέρωσης, περιλαμβανομένης της ακρίβειας της αναφοράς τους σε πολύπλοκα, αμφιλεγόμενα θέματα.
Όσον αφορά τις πολιτικές απόψεις του προσωπικού [της Neswguard], τείνουν προς την προοδευτική κατεύθυνση. Το διαδικτυακό αποτύπωμα του μέσου εργαζομένου καταδεικνύει δέσμευση σε προοδευτικούς σκοπούς, από την κλιματική αλλαγή και την κοινωνική δικαιοσύνη μέχρι τις προτιμώμενες αντωνυμίες στα βιογραφικά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ορισμένοι φαίνεται να έχουν χρησιμοποιήσει τη θητεία τους στη NewsGuard ως εφαλτήριο για να περάσουν μετά σε προοδευτικά και φιλοκαθεστωτικά μέσα όπως το NPR, το The Atlantic, η HuffPost και το CNN.
«Ήξερα ότι δεν ήταν ο τελικός μου στόχος, αλλά κάτι που θα με βοηθούσε να πάω στη Νέα Υόρκη”, δήλωσε στο Nevada Today η Κάμπρια Ροθ για τη δουλειά της ως ελεγκτής γεγονότων (fact-checker) της NewsGuard.
«Ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το κοινό και ήθελα να βρω μια θέση που να εστιάζει περισσότερο σε αυτό.»
Κατά τη διάρκεια των έξι μηνών της στη NewsGuard το 2019, «δημιούργησε μια συντακτική διαδικασία για τον έλεγχο των γεγονότων», αναφέρει το προφίλ της στο LinkedIn.
Το 2020, βρήκε δουλειά στη HuffPost ως συντάκτρια κοινού, με κύρια αρμοδιότητα την αναζήτηση θεματολογίας άρθρων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επίσης, γράφει περιστασιακά και η ίδια, με πρόσφατο παράδειγμα το άρθρο με τίτλο «Η Τέιλορ Σουίφτ προφανώς βγαίνει με έναν φερόμενο ρατσιστή – και τώρα χρησιμοποιεί μια μαύρη γυναίκα για να καλύψει το [βρισιά] της».
Στροφή 180 μοιρών
Ο κος Μπριλ και ο κος Κρόβιτς ήταν αμφότεροι για δεκαετίες στον χώρο των ειδήσεων και, δεδομένων των προηγούμενων σχολίων και προσπαθειών τους, η ίδρυση της ΝewsGuard από αυτούς θα μπορούσε να θεωρηθεί ειρωνεία.
Ο κος Κρόβιτς πέρασε μεγάλο μέρος της καριέρας του στην Dow Jones & Co., η οποία διαχειρίζεται τη Wall Street Journal και πολλές άλλες εκδόσεις. Έγινε αντιπρόεδρος το 1998, ενώ το 2006 ορίστηκε εκδότης της Journal. Έφυγε όμως το επόμενο έτος, όταν η εταιρεία εξαγοράστηκε από την News Corp του Ρούπερτ Μέρντοχ.
Η εξαγορά από τον κο Μέρντοχ ήταν αμφιλεγόμενη. Ορισμένα στελέχη εγκατέλειψαν την Journal φοβούμενοι ότι ο νέος ιδιοκτήτης θα επηρέαζε τη συντακτική γραμμή της εφημερίδας.
Τέτοιες ανησυχίες φαίνονται εξίσου βάσιμες σήμερα. Η Washington Post ανήκει πλέον στον Τζεφ Μπέζος της Amazon, το CNN ανήκει στη Warner Bros. Discovery, το NBC ανήκει στην Comcast και το NPR χρηματοδοτείται εν μέρει από την κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ωστόσο, η σημερινή NewsGuard δεν επιχειρεί καν να αμφισβητήσει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των παλαιών μέσων ενημέρωσης. Το πολύ πολύ να επισημάνει την κρατική ιδιοκτησία ή τη χρηματοδότηση ξένων μέσων, όπως το Russia Today ή αυτά που διοικούνται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.
Ο κος Μπριλ, εν τω μεταξύ, γνωρίζει καλά πόσο δύσκολο είναι να ξεκινήσει κανείς μια εταιρεία μέσων ενημέρωσης από το μηδέν.
Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980, είχε ιδρύσει το περιοδικό The American Lawyer και το Court TV. Αποχώρησε και από τις δύο εταιρείες το 1997, αφού δεν μπόρεσε να πείσει την Time Warner να του πουλήσει το μερίδιό της στις εταιρείες.
Το 1998, ίδρυσε ένα παρατηρητήριο μέσων ενημέρωσης με την ονομασία Brill’s Content. Η οπτική του ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη της NewsGuard. Τότε τον ανησυχούσαν τα εταιρικά καθεστωτικά μέσα ενημέρωσης κυρίως, προειδοποιώντας ότι οι εταιρείες που κατέχουν μέσα ενημέρωσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν το περιεχόμενό τους. Αυτό το είχε ζήσει προσωπικά στο Court TV, όταν η Time Warner τον πίεσε να κάνει ένα «προφίλ ύψους-βάθους» (spiky profile: προφίλ όπου αποτυπώνονται έντονες διαφορές ανάμεσα στις ικανότητες και τις αδυναμίες του εξεταζόμενου) για έναν αξιωματούχο της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου, επειδή θα μπορούσε να επηρεάσει την επικείμενη συγχώνευση της εταιρείας.
Παραπονιόταν για την έλλειψη λογοδοσίας των μέσων ενημέρωσης, υποσχόμενος: «Μπορούμε να κάνουμε τα NBC αυτού του κόσμου να πληρώνουν τα λάθη τους.»
Υπεραμυνόταν της άφιξης των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης ως παικτών ικανών να παρακάμψουν τους φρουρούς της καθεστηκυίας τάξης.
«Το καλύτερο πράγμα, όχι μόνο για τον Ιστό, αλλά και για τις εξελίξεις στην τεχνολογία της εκτύπωσης που καθιστούν φθηνότερο τον σχεδιασμό καλών πραγμάτων, είναι ότι τα εμπόδια για τα εναλλακτικά μέσα ενημέρωσης δεν είναι τόσο μεγάλα όσο ήταν παλαιότερα», δήλωνε τότε στο Mother Jones.
Είχε προειδοποιήσει επίσης για την κυβερνητική επιρροή στα μέσα ενημέρωσης.
«Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από την έλλειψη λογοδοσίας είναι να κάνεις τον Τύπο να λογοδοτεί στην κυβέρνηση», είπε.
Το Brill’s Content έκλεισε μετά από τρία χρόνια.
Σήμερα, η NewsGuard δίνει άριστες βαθμολογίες στα εταιρικά μέσα ενημέρωσης και τιμωρεί τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης όταν δεν συμμορφώνονται με την επίσημη εκδοχή.
Το 2009, ο κος Μπριλ συνεργάστηκε με τον κο Κρόβιτς για να ιδρύσουν μια επιχείρηση που θα βοηθούσε τις εφημερίδες να αυξήσουν τους συνδρομητές των έντυπων μορφών τους. Πούλησαν την επιχείρηση το 2011 για περίπου 35 εκατομμύρια δολάρια.
Στη συνέχεια, ο κος Μπριλ ασχολήθηκε με τη συγγραφή πραγματολογικών βιβλίων, με πιο πρόσφατο το «Tailspin: The People and Forces Behind America’s Fifty-Year Fall-and Those Fighting to Reverse It» (Πτώση: Οι άνθρωποι και οι δυνάμεις πίσω από την πενηντακονταετή πτώση της Αμερικής και αυτοί που προσπαθούν να την αντιστρέψουν), το 2018. Το βιβλίο παραθέτει λεπτομερώς τα αμερικανικά δεινά, από τις κακοσυντηρημένες υποδομές μέχρι τους υψηλούς λογαριασμούς υγειονομικής περίθαλψης, και επιρρίπτει την ευθύνη σε μεγάλο βαθμό στους δικηγόρους και τους τραπεζίτες, αντιμετωπίζοντας την κυβέρνηση ως θύμα που έχει εξαπατηθεί και συνεργαστεί.
Η μεγαλύτερη ίσως επιτυχία του στο λογοτεχνικό σύμπαν προήλθε από το βιβλίο του του 2015 «America’s Bitter Pill: Money, Politics, Back-Room Deals, and the Fight to Fix Our Broken Healthcare System» (Τι παιδεύει την Αμερική: Χρήμα, πολιτική, παρασκηνιακές συμφωνίες και ο αγώνας για τη βελτίωση ενός προβληματικού συστήματος υγειονομικής περίθαλψης).
Το βιβλίο, μεταξύ άλλων, έριχνε φως στις αμφισβητήσιμες μεθόδους της υγειονομικής περίθαλψης και της φαρμακευτικής βιομηχανίας.
Ειρωνικά, η σημερινή του εταιρεία, η NewsGuard, διώκει αμείλικτα τους επικριτές της Μεγάλης Φαρμακοβιομηχανίας, που επισημαίνουν τα ελαττώματα στα εμβόλια COVID-19.
Ο κος Μπριλ κάθεται τώρα στο διοικητικό συμβούλιο μαζί με κορυφαίο στέλεχος της Publicis, της ίδιας εταιρείας που έχει μηνυθεί από την πολιτεία της Μασαχουσέτης επειδή βοήθησε την Purdue Pharma να αυξήσει τις πωλήσεις οπιοειδών φαρμάκων που κατηγορούνται για επιδημία υπερβολικής δόσης που έχει σκοτώσει περισσότερους από μισό εκατομμύριο Αμερικανούς. Η Publicis εισέπραξε περισσότερα από 50 εκατομμύρια δολάρια από την Purdue, πριν ο φαρμακευτικός γίγαντας υποβληθεί σε αγωγή για πτώχευση το 2019.
Φαίνεται πως οι ανησυχίες του κου Μπριλ έχουν αλλάξει τώρα.
Σε συνέντευξή του στο CNBC, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2020, μοιράστηκε την έμπειρη δημοσιογραφική του άποψη για την ιστορία του φορητού υπολογιστή του Χάντερ Μπάιντεν:
«Η προσωπική μου άποψη είναι ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα αυτή η ιστορία να είναι φάρσα – ίσως και φάρσα που διαπράχθηκε πάλι από τους Ρώσους», είπε.
Στη συνέχεια, επέκρινε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το μπλοκάρισμα της ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν τη σχετική εμπειρία για να το κάνουν. Αντ’ αυτού, πρότεινε οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης να συνεργαστούν με τη NewsGuard: αφήστε την εταιρεία να αποφασίσει τι είναι αλήθεια και τι όχι.
Του Petr Svab
Επιμέλεια: Αλία Ζάε