Παρά τη συμφωνία εκεχειρίας που απαιτούσε την πλήρη αποχώρηση του ισραηλινού στρατού από τον Λίβανο εδώ και περισσότερο από έναν μήνα, ο ισραηλινός στρατός παραμένει σε πέντε στρατηγικά σημεία ακριβώς βόρεια των συνόρων. Σύμφωνα με στρατιωτικούς αναλυτές, οι θέσεις αυτές είναι κρίσιμες για την αποτροπή της επανεγκατάστασης της Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα Ισραήλ–Λιβάνου.
Η παρουσία του Ισραήλ σε αυτές τις θέσεις προκαλεί τις αντιδράσεις τόσο του Λιβάνου όσο και τις Σαουδικής Αραβίας, που έχουν ζητήσει από κοινού την αποχώρησή του. Ο νέος πρόεδρος του Λιβάνου δήλωσε στις 28 Φεβρουαρίου, στην εφημερίδα Asharq της Σαουδικής Αραβίας, ότι σχεδιάζει να ζητήσει από το Ριάντ την επανενεργοποίηση ενός πακέτου στρατιωτικής βοήθειας ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων προς τον λιβανέζικο στρατό, το οποίο είχε διακοπεί εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.
Η Γαλλία, που επιβλέπει τη συμφωνία εκεχειρίας μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες, πρότεινε να τοποθετηθούν δικά της στρατεύματα στις συγκεκριμένες θέσεις, σύμφωνα με την ισραηλινή εφημερίδα Haaretz. Παράλληλα, έχει προταθεί είτε ο έλεγχος των θέσεων από τον λιβανέζικο στρατό σε συνεργασία με τη Δύναμη Προσωρινής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών στον Λίβανο (United Nations Interim Force in Lebanon-UNIFIL) είτε η αναβάθμιση της αρμοδιότητας και του εξοπλισμού της UNIFIL, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί τις θέσεις μόνη της.
Σύμφωνα με Ισραηλινούς στρατιωτικούς αναλυτές, μια ισραηλινή αποχώρηση δεν φαίνεται πιθανή στο άμεσο μέλλον, δεδομένης της ελλιπούς εφαρμογής των όρων της εκεχειρίας από τον Λίβανο και τον ΟΗΕ. Η συμφωνία εκεχειρίας προβλέπει την ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού και της UNIFIL στο νότιο Λίβανο με σκοπό την αποτροπή της Χεζμπολάχ, αλλά, όπως δήλωσε στην Epoch Times ο Ισραηλινός απόστρατος ταγματάρχης του Ισραηλινού Στρατού (IDF), Έλιοτ Τσοντόφ, η ανάπτυξη αυτή δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αποτελεσματικά ώστε να εμποδίσει την οργάνωση να επανασυσταθεί κοντά στα σύνορα.
Η επιφυλακτική στάση του Ισραήλ σχετίζεται με τα γεγονότα της αποχώρησης του από τον Λίβανο το 2006, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αντάλλαγμα παρόμοιες δεσμεύσεις. Τότε, η UNIFIL και ο λιβανέζικος στρατός δεν κατάφεραν να παρέμβουν, επιτρέποντας στη Χεζμπολάχ να οχυρώσει τα σύνορα και να δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο σηράγγων σχεδιασμένο για επιθέσεις στο Ισραήλ – μια τακτική που η τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ακολούθησε στην επίθεση της 7ης Οκτωβρίου 2023.
Σήμερα, σύμφωνα με τον Τσοντόφ, ο ισραηλινός στρατός ακολουθεί πολιτική «μηδενικής ανοχής», τονίζοντας ότι οποιαδήποτε ύποπτη δραστηριότητα αποτρέπεται άμεσα, σε αντίθεση με την περίοδο 2006–2023. Ο ίδιος ανέφερε πως η UNIFIL διαθέτει αδύναμη εντολή και είναι μόνο «θεωρητικά ανεπτυγμένη», καθώς δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ για ουσιαστική επιβολή της τάξης. Τόνισε ότι η αποστολή της UNIFIL είναι ειρηνευτική και όχι κατασταλτική, και επομένως δεν είναι σε θέση να λάβει επιθετικά μέτρα για την επιβολή της συμφωνίας.
Όσον αφορά τον λιβανέζικο στρατό, ο Τσοντόφ σημείωσε πως η δέσμευσή του στο σχέδιο της εκεχειρίας παραμένει αμφίβολη, ενώ περίπου το ένα τρίτο των αξιωματικών του ανήκει στη σιιτική κοινότητα. Αν και δεν είναι όλοι μέλη της Χεζμπολάχ, θεωρούνται ύποπτοι. Επιπλέον, ανέφερε ότι ο επικεφαλής της στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών στο νότιο Λίβανο, ο οποίος συμμετέχει στην επιτηρούμενη από τις Ηνωμένες Πολιτείες επιτροπή εκεχειρίας, συνελήφθη να παρέχει πληροφορίες στη Χεζμπολάχ, κάτι που υπονομεύει την εμπιστοσύνη προς τον λιβανέζικο στρατό.

Η νέα κυβέρνηση του Λιβάνου
Το Ισραήλ αντιμετωπίζει με επιφυλακτικότητα τη νέα κυβέρνηση του Λιβάνου, η οποία εξελέγη τον Ιανουάριο και ηγείται από τον πρόεδρο Ζοζέφ Αούν, πρώην αρχηγό του γενικού επιτελείου στρατού, και τον πρωθυπουργό Ναουάφ Σαλάμ.
Σύμφωνα με τον αναλυτή Τσοντόφ, ο Σαλάμ δεν θεωρείται φιλικά διακείμενος προς το Ισραήλ, καθώς το έχει χαρακτηρίσει «εχθρό» και το κατηγορεί συχνά για «γενοκτονία». Πριν την εκλογή του στη θέση του πρωθυπουργού, την οποία το Λίβανο αποδίδει σε σουνίτες μουσουλμάνους, ήταν πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και είχε προεδρεύσει σε ακρόαση της αγωγής της Νότιας Αφρικής εναντίον του Ισραήλ για γενοκτονία.
Στις 28 Φεβρουαρίου, ο Σαλάμ έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο, δηλώνοντας ότι ο λιβανέζικος στρατός αποτελεί τη μοναδική δύναμη που επιτρέπεται να υπερασπιστεί τη χώρα σε περίπτωση πολέμου. Η απόφαση αυτή ενισχύει τη θέση του λιβανέζικου στρατού στις προσπάθειες αφοπλισμού της Χεζμπολάχ, γεγονός που αποτελεί πλήγμα για την οργάνωση, η οποία επί χρόνια υποστηρίζει ότι η διατήρηση του οπλισμού της είναι απαραίτητη για την άμυνα του Λιβάνου έναντι του Ισραήλ.

Την ίδια ημέρα, οι αρχές του αεροδρομίου της Βηρυτού κατάσχεσαν 2,5 εκατομμύρια δολάρια σε μετρητά, που προορίζονταν για τη Χεζμπολάχ και τα οποία μετέφερε άνδρας που έφτασε από την Τουρκία. Αναφέρεται ότι ήταν η πρώτη φορά που πραγματοποιήθηκε τέτοια κατάσχεση, η οποία αποτελεί μέρος των προσπαθειών της κυβέρνησης Αούν να περιορίσει τη ροή χρημάτων προς τη Χεζμπολάχ από το Ιράν.
Ο Μοσέ Ελάντ, Ισραηλινός ακαδημαϊκός και απόστρατος συνταγματάρχης του IDF, χαρακτήρισε την προσέγγιση του Αούν ως ενθαρρυντικά πραγματιστική. Σύμφωνα με τον ίδιο, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης συνόδου του Αραβικού Συνδέσμου στο Κάιρο, ο Αούν εξέφρασε την αντίθεσή του στην ιδέα αραβικών επενδύσεων στη Γάζα χωρίς προηγούμενη απομάκρυνση της Χαμάς. Ο Ελάντ σημείωσε ότι ο Αούν αντιλαμβάνεται πως το Ισραήλ, ως νικητής του πολέμου, δεν θα ανεχτεί πλέον τη Χαμάς και θα επέμβει εκ νέου για να την εξουδετερώσει εάν χρειαστεί, ενώ παρόμοια είναι η στάση του Ισραήλ απέναντι και στη Χεζμπολάχ.
Ο Ελάντ, ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός διοικητής της Τύρου μετά τον Πρώτο Πόλεμο του Λιβάνου τη δεκαετία του 1980, καθώς και ως διοικητής στην περιοχή Μπιντ Τζμπέιλ, κοντά στα σύνορα του Ισραήλ, ανέφερε ότι ο IDF βρίσκεται υπό πίεση από τον ίδιο του τον πληθυσμό.
Προστασία των μεθοριακών κοινοτήτων
Μετά τις επιθέσεις της Χεζμπολάχ στο πλαίσιο της υποστήριξης προς τη Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, ο ισραηλινός στρατός απομάκρυνε επίσημα περίπου 60.000 κατοίκους από συνοριακές κοινότητες. Πολλοί ακόμη εγκατέλειψαν περιοχές που βρίσκονταν λίγο πιο μακριά από τη μεθόριο. Περίπου οι μισοί από τους εκτοπισμένους κατοίκους έχουν επιστρέψει, αλλά σύμφωνα με τον Ελάντ, όσοι ζουν δύο ή τρία χιλιόμετρα από τα σύνορα αισθάνονται ανασφάλεια και πιέζουν την κυβέρνηση και τον στρατό να μην αποσυρθούν μέχρι να εξασφαλιστεί πλήρως η περιοχή.

Ο Τσοντόφ, από την πλευρά του, υποβάθμισε τη σημασία των πέντε θέσεων που εξακολουθεί να διατηρεί ο IDF σε λιβανέζικο έδαφος, οι οποίες βρίσκονται το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα βόρεια της Γαλάζιας Γραμμής – της γραμμής απόσυρσης που καθορίστηκε από τον ΟΗΕ το 2000 – και σε ορισμένες περιπτώσεις μόλις λίγες δεκάδες μέτρα από αυτήν. Ο ίδιος τις χαρακτήρισε «τακτικές προσαρμογές», μικρές στρατιωτικές μετακινήσεις προς τα εμπρός ή προς τα πίσω για την ενίσχυση της αμυντικής θέσης.
Οι θέσεις αυτές βρίσκονται σε υψώματα που επιτρέπουν στις ισραηλινές δυνάμεις να επιβλέπουν το βόρειο τμήμα του Λιβάνου και να εμποδίζουν τη Χεζμπολάχ να χρησιμοποιήσει αυτά τα σημεία για να κατασκοπεύσει το Ισραήλ. Κατανέμονται κατά μήκος των 120 χιλιομέτρων των συνόρων Ισραήλ-Λιβάνου, από τη Μεσόγειο μέχρι την περιοχή βόρεια της Μετούλα, της βορειότερης κοινότητας του Ισραήλ. Υπάρχει μια θέση σε λόφο απέναντι από τη Μετούλα, ενώ οι άλλες τέσσερεις βρίσκονται βόρεια των ισραηλινών συνοριακών κοινοτήτων Σλόμι, Ζαρίτ, Αβιβίμ και Μαργκαλιότ.

Ο Τσοντόφ επεσήμανε ότι το έδαφος του βόρειου Ισραήλ και του νότιου Λιβάνου αποτελεί ένα ενιαίο ορεινό σύμπλεγμα, το οποίο ανυψώνεται σταδιακά προς τον βορρά. Τόνισε επίσης ότι ούτε τα σύνορα Ισραήλ-Λιβάνου που χαράχθηκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ούτε η Γαλάζια Γραμμή λαμβάνουν υπόψη την τοπογραφία της περιοχής. Τα υψώματα που ελέγχει ο IDF επιτρέπουν την προστασία των βόρειων κοινοτήτων του Ισραήλ, οι οποίες περιβάλλονται από υψηλότερους λόφους και βουνά στα βόρεια.
Του Dan M. Berger
Με πληροφορίες από το Associated Press και το Reuters