Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν κατηγόρησε στις 12 Απριλίου το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας (ΚΚΚ) ότι πραγματοποιεί γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας σε όλη τη διάρκεια του 2021.
«Η κινεζική κυβέρνηση συνεχίζει να διαπράττει γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη Σιντζιάνγκ, κυρίως εναντίον μουσουλμάνων Ουιγούρων μεταξύ άλλων μειονοτικών ομάδων», δήλωσε ο Μπλίνκεν.
Ο Μπλίνκεν έκανε αυτά τα σχόλια σε ενημέρωση με αφορμή την δημοσίευση της νεότερης έκδοσης των εκθέσεων ανά χώρα για τις πρακτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μια ετήσια έκθεση που δημοσιεύεται από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και καλύπτει θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε 198 χώρες παγκοσμίως.
Ο Μπλίνκεν δήλωσε ότι ο κόσμος αντιμετωπίζει μια «ύφεση της δημοκρατίας» και χαρακτήρισε τη μαζική εκστρατεία καταστολής και γενοκτονίας του ΚΚΚ ως βασικό παράδειγμα αυξανόμενου απολυταρχισμού.
Ομοίως, η έκθεση περιγράφει το καθεστώς του ΚΚΚ ως «απολυταρχικό κράτος» και αναφέρει ότι τόσο οι εθνικές όσο και οι θρησκευτικές μειονότητες κάθε είδους συνεχίζουν να διώκονται στην ηπειρωτική Κίνα καθώς και στα κατεχόμενα από το καθεστώς εδάφη.
«Γενοκτονία και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας συνέβησαν κατά τη διάρκεια του έτους εναντίον κυρίως μουσουλμάνων Ουιγούρων και μελών άλλων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων στη Σιντζιάνγκ», αναφέρει η έκθεση.
«Τα εγκλήματα αυτά ήταν συνεχή και περιλαμβάνουν: Την αυθαίρετη φυλάκιση ή άλλη σοβαρή στέρηση της σωματικής ελευθερίας περισσότερων από ένα εκατομμύριο πολιτών, την αναγκαστική στείρωση, τις εξαναγκαστικές αμβλώσεις και την όλο πιο περιοριστική εφαρμογή της πολιτικής του ελέγχου των γεννήσεων της χώρας, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια μεγάλου αριθμού αυθαίρετα κρατουμένων, την καταναγκαστική εργασία και τους δρακόντειους περιορισμούς στην ελευθερία της θρησκευτικής πίστης ή άλλων πεποιθήσεων, την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία της μετακίνησης».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έκθεση διαπίστωσε ότι η στοχοποίηση των πολιτικών αντιπάλων και των θρησκευτικών μειονοτήτων από το ΚΚΚ επεκτάθηκε πολύ πέρα από τα σύνορα της Κίνας και περιελάμβανε μια διακρατική προσπάθεια να ασκηθεί πίεση σε ξένες κυβερνήσεις ώστε να στείλουν άτομα που διέφυγαν πίσω στην Κίνα.
Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει ότι το καθεστώς έκανε κατάχρηση του συστήματος κόκκινων ειδοποιήσεων της Ιντερπόλ, το οποίο χρησιμοποιείται για την έκδοση διεθνών ενταλμάτων σύλληψης, στέλνοντας ψεύτικες κατηγορίες στη διεθνή αστυνομία με την ελπίδα να αναγκάσουν τα κράτη να επαναπατρίσουν με τη βία πολιτικούς αντιπάλους πίσω στην Κίνα, όπου θα μπορούσαν να φυλακιστούν.
Η έκθεση επικαλείται επίσης μια ξεχωριστή μελέτη της Διεθνούς Αμνηστίας από το 2021, σύμφωνα με την οποία, μόνο για το 2020, το ΚΚΚ πιθανότατα εκτέλεσε χιλιάδες άτομα. Επιπλέον, αναφέρει ότι το καθεστώς επιδίδεται συστηματικά σε αυθαίρετες κρατήσεις, απαγωγές και δολοφονίες.
«Πολυάριθμοι πρώην κρατούμενοι και κρατούμενες ανέφεραν ότι ξυλοκοπήθηκαν, βιάστηκαν, υποβλήθηκαν σε ηλεκτροσόκ, αναγκάστηκαν να κάθονται σε σκαμνιά για ώρες, κρεμάστηκαν από τους καρπούς, στερήθηκαν τον ύπνο, υποβλήθηκαν σε εξαναγκαστική σίτιση, αναγκάστηκαν να παίρνουν φάρμακα παρά τη θέλησή τους ή υποβλήθηκαν με άλλο τρόπο σε σωματική και ψυχολογική κακοποίηση», αναφέρει η έκθεση.
«Αν και οι αρχές των φυλακών κακοποιούσαν τους απλούς κρατούμενους, φέρεται να ξεχώριζαν τους πολιτικούς και θρησκευτικούς αντιφρονούντες για ιδιαίτερα σκληρή μεταχείριση».
Μεταξύ των πιο στοχοποιημένων ομάδων, όπως διαπιστώθηκε στην έκθεση, είναι οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ, γνωστού επίσης και ως Φάλουν Ντάφα, μια πνευματική πρακτική που έχει τις ρίζες της στις ασκήσεις διαλογισμού και στις ηθικές αρχές της αλήθειας, της καλοσύνης και της ανεκτικότητας.
Η δημοτικότητα της άσκησης αυξήθηκε στη δεκαετία του 1990 με αποτέλεσμα να υπάρχουν εκτιμήσεις ότι μέχρι και 100 εκατομμύρια άνθρωποι ασκούνταν. Όμως το κομμουνιστικό καθεστώς, θεωρώντας ότι αυτό αποτελούσε απειλή, ξεκίνησε μια εκτεταμένη εκστρατεία διώξεων κατά των οπαδών του Φάλουν Γκονγκ το 1999, η οποία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Η έκθεση αναφέρει ότι οι θρησκευτικές ομάδες, και «ιδιαίτερα οι ασκούμενοι του Φάλουν Γκονγκ», κυνηγήθηκαν από το ΚΚΚ και συχνά κρατούνταν χωρίς αιτιολογία και βασανίζονταν.
Η έκθεση απαριθμεί αρκετές συγκεκριμένες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης αυτής του Ρεν Χαϊφέι, ενός ασκούμενου του Φάλουν Γκονγκ, ο οποίος κρατείται χωρίς δίκη και χωρίς κατηγορίες από το 2020.
«Ο Ρεν συνελήφθη χωρίς ένταλμα, νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο λόγο σοβαρών τραυμάτων που υπέστη μετά την αρχική του σύλληψη και μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο κέντρο κράτησης Ντάλιαν Γιαοτζιά, όπου και παρέμεινε», αναφέρει η έκθεση.
Η σύζυγος του Ρεν, Γουάνγκ Τζινγκ, η οποία ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες, είχε δηλώσει προηγουμένως στην Epoch Times ότι έμαθε για την αβάσιμη σύλληψη του συζύγου της μόνο μέσω ενός ιστότοπου που παρακολουθεί τέτοια θέματα. Επικοινώνησε με τον δικαστή που είναι υπεύθυνος για την υπόθεση του συζύγου της, τον Τζιν Χούα, για να ζητήσει την απελευθέρωση του συζύγου της. Μόλις άκουσε την έκκλησή της, ο Τζιν απείλησε να συλλάβει και εκείνη.
«Κάνε ό,τι θέλεις», είπε ο Τζιν στην Γουάνγκ. «Γύρνα πίσω στην Κίνα και θα σε βάλω κι εσένα στη φυλακή».
Στην έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αναφέρεται ότι ο Ρεν είχε φυλακιστεί στο παρελθόν από το ΚΚΚ από το 2001 έως το 2008, επειδή συμμετείχε σε ειρηνικές διαμαρτυρίες και ασκούσε το Φάλουν Γκονγκ.
Σχετικά, η έκθεση διαπίστωσε επίσης ότι το ΚΚΚ ανακάλεσε άδειες άσκησης επαγγέλματος από άτομα που άσκησαν κριτική στο ΚΚΚ από το διαδίκτυο ή υπερασπίστηκαν ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ και αντιφρονούντες.
Συνολικά, η έκθεση διαπίστωσε ότι ο «απολυταρχισμός» δημιουργούσε έναν κόσμο όπου «τα ανθρώπινα δικαιώματα και η δημοκρατία απειλούνται» και «όπου κυβερνήσεις έχουν φυλακίσει άδικα, βασανίσει ή ακόμη και σκοτώσει πολιτικούς αντιπάλους, ακτιβιστές, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή δημοσιογράφους».
Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν όσους σε όλο τον κόσμο αγωνίζονται για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία», αναφέρει η σχετική ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.