Η διάσκεψη COP30, που διεξάγεται αυτήν την εβδομάδα κοντά στο δάσος του Αμαζονίου στη Βραζιλία, είναι μια ιδιαίτερα ζεστή, ασφυκτικά γεμάτη και κατά στιγμές χαοτική διοργάνωση η οποία, παρότι συγκεντρώνει μεγάλο αριθμό συμμετεχόντων, πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία η αμφισβήτηση της θεωρίας της κλιματικής έκτακτης ανάγκης έχει αρχίσει να διευρύνεται.
Η σύνοδος αποτελεί την 30ή ετήσια Διάσκεψη των Μερών (Conference of the Parties – COP) που είχαν υπογράψει το κλιματικό σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών του 1992, το οποίο δέσμευε – μεταξύ άλλων – τις πλούσιες χώρες να αναλάβουν την ευθύνη για τις εκπομπές που θερμαίνουν τον πλανήτη και τη στηρίξη των φτωχότερων στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής.
Οι ηγέτες της Κίνας, της Ινδίας και των Ηνωμένων Πολιτειών — των τριών χωρών με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων, σύμφωνα με το Worldometer — απουσιάζουν από τη διοργάνωση, ωστόσο η προσέλευση είναι εντυπωσιακή: περισσότεροι από 50.000 εγγεγραμμένοι και αντιπρόσωποι από 195 κυβερνήσεις την καθιστούν μία από τις μεγαλύτερες συνόδους COP μέχρι σήμερα.
Στην ομιλία του, ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Αλ Γκορ απαρίθμησε μια σειρά από ακραία καιρικά φαινόμενα και διερωτήθηκε για πόσο ακόμη θα «παρακολουθούμε αδρανείς τη θερμοκρασία να αυξάνεται και τέτοιου είδους φαινόμενα να επιδεινώνονται διαρκώς».
Από την άλλη, υπάρχουν και φωνές που έχουν αρχίσει να διαφοροποιούνται: ο Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος στο παρελθόν είχε προβλέψει περισσότερους θανάτους από την κλιματική αλλαγή σε σχέση με την COVID-19, δήλωσε σε μήνυμά του προς τους αντιπροσώπους του COP30 τον Οκτώβριο ότι η «αποκαλυπτική θεώρηση» της κλιματικής αλλαγής είναι λανθασμένη και ότι οι άνθρωποι «θα μπορούν να ζουν και να ευημερούν στα περισσότερα μέρη της Γης στο άμεσο μέλλον», παρά την άνοδο της θερμοκρασίας.
Ομοίως, ο ακτιβιστής Τεντ Νόρντχαους (Ted Nordhaus), ο οποίος το 2007 υποστήριζε ότι «η θέρμανση του πλανήτη θα προκαλούσε άνοδο της στάθμης της θάλασσας και κατάρρευση του Αμαζονίου», ανέφερε στο ιστολόγιό του τον Αύγουστο ότι δεν πιστεύει πλέον «σε τέτοιου είδους υπερβολές».
Η ροή της χρηματοδότησης για την υποστήριξη της κλιματικής ατζέντας επίσης δείχνει καθοδικές τάσεις. Παρότι τα ποσά τα οποία, σύμφωνα με το ορισμένο πλαίσιο, οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να καταβάλουν στις φτωχότερες για αποζημίωση εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να φθάσουν τα 310-365 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2035, τα πραγματικά κονδύλια που διοχετεύθηκαν από πλούσιες σε φτωχές χώρες μειώθηκαν από 28 δισ. το 2022 σε 26 δισ. το 2023, σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ που δημοσιεύθηκε φέτος.
Η Ίνγκερ Άντερσεν (Inger Andersen), εκτελεστική διευθύντρια του Προγράμματος Περιβάλλοντος του ΟΗΕ, ανέφερε στον πρόλογο της έκθεσης ότι, παρότι τα στοιχεία για το 2024 και το 2025 δεν είναι ακόμη διαθέσιμα, «το μόνο βέβαιο είναι ότι εάν δεν αντιστραφεί η τάση στη χρηματοδότηση της προσαρμογής — κάτι που προς το παρόν φαίνεται απίθανο — δεν θα επιτευχθεί ο στόχος του Συμφώνου της Γλασκώβης, ούτε ο Νέος Συλλογικός Ποσοτικοποιημένος Στόχος, και πολλοί άνθρωποι θα υποφέρουν χωρίς λόγο».
Η συναίνεση για το κλίμα υποχωρεί
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ηγούνται σήμερα της αποχώρησης από διεθνείς κλιματικές συμφωνίες, όμως και άλλες χώρες δείχνουν να κλονίζονται.
Έκθεση που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο από το αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας, συντεταγμένη από ομάδα πέντε ανεξάρτητων ειδικών στη φυσική, την οικονομία, την κλιματική επιστήμη και την ακαδημαϊκή έρευνα, ανέφερε ότι η υπερθέρμανση που προκαλείται από ανθρώπινες δραστηριότητες «φαίνεται να είναι οικονομικά λιγότερο επιζήμια απ’ όσο πιστεύεται».
Τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ διέταξε την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συμφωνία των Παρισίων και όλες τις άλλες κλιματικές συμφωνίες του ΟΗΕ, ενώ ακύρωσε και προηγούμενες αμερικανικές δεσμεύσεις. Έκτοτε, πιέζει για την αύξηση της εγχώριας παραγωγής πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, καθώς και της πυρηνικής ενέργειας.
Τον Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξε σε συμφωνία με την κυβέρνηση Τραμπ για αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου, πετρελαίου, πυρηνικών καυσίμων και τεχνολογίας από τις ΗΠΑ για την επόμενη τριετία, συνολικής αξίας ~750 δισ. δολαρίων.
Αυτόν τον μήνα, ο Βρετανός πρωθυπουργός Κηρ Στάρμερ δήλωσε ότι, παρότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να είναι «απόλυτα προσηλωμένο» στη μείωση των εκπομπών CO₂, «το κλίμα συναίνεσης έχει χαθεί».
Ο Στάρμερ ανακοίνωσε στη σύνοδο ηγετών πριν από την έναρξη του COP30 ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα συμβάλει στο Ταμείο «Tropical Forests Forever Facility», το οποίο επρόκειτο να αποτελέσει βασική πρωτοβουλία της φετινής COP με στόχο τη συγκέντρωση 125 δισ. δολαρίων για την προστασία των τροπικών δασών στον Αμαζόνιο και τη λεκάνη του ποταμού Κονγκό.
Τον Οκτώβριο, η Βραζιλία, η οποία φιλοξενεί την COP30, ενέκρινε ερευνητικές γεωτρήσεις από την κρατική πετρελαϊκή Petrobras ακριβώς βόρεια της περιοχής διεξαγωγής της συνόδου, κοντά στο δέλτα του Αμαζονίου.
Έκτός αυτού, για τη διευκόλυνση της κυκλοφορίας στο Μπελέμ, την παράκτια πόλη που φιλοξενεί τη διοργάνωση, κατασκευάστηκε ένας αυτοκινητόδρομος τεσσάρων λωρίδων, μήκους 13 χλμ, μέσα στο δάσος του Αμαζονίου. Για το έργο αποψιλώθηκαν χιλιάδες στρέμματα προστατευόμενων δέντρων και εκτοπίστηκαν πολλά άγρια ζώα. Οι συμμετέχοντες αναφέρουν ότι ο όγκος του κόσμου είναι υπερβολικός για την απομακρυσμένη αυτή περιοχή.
Ο Κραιγκ Ράκερ (Craig Rucker), πρόεδρος της οργάνωσης «Committee for a Constructive Tomorrow (CFACT)» και σκεπτικιστής απέναντι στην επιδίωξη του ΟΗΕ για μηδενικές εκπομπές, ανέφερε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ο χώρος είναι «υπερβολικά μικρός για να φιλοξενήσει τόσους ανθρώπους», με αποτέλεσμα «να σχηματίζονται τεράστιες ουρές». Ο Ράκερ έχει συμμετάσχει στις 27 από τις 30 συνόδους COP και υποστήριξε ότι η COP30 ήταν «η πιο ανοργάνωτη».
Πρόσθεσε ότι οι διοργανωτές «έφεραν τους συμμετέχοντες εδώ για να δουν το δάσος του Αμαζονίου, αλλά χρειάστηκε να ανοίξουν έναν δρόμο 14 χιλιομέτρων μέσα στην καρδιά του δάσους για να μεταφέρουν τους αντιπροσώπους με τις λιμουζίνες ή ό,τι άλλο χρησιμοποιούν». Τόνισε επίσης την αντίφαση να προσπαθούν να αναδείξουν την ανάγκη προστασίας του δάσους, «την ίδια στιγμή που, για μια περιβαλλοντική σύνοδο, το καταστρέφουν».
Του Kevin Stocklin








