Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ υιοθέτησε σκληρότερη στάση απέναντι στη Ρωσία αυτή την εβδομάδα, υποσχόμενος να προμηθεύσει το Κίεβο με υπερσύγχρονο στρατιωτικό εξοπλισμό που θα χρηματοδοτηθεί από τους ευρωπαίους συμμάχους του ΝΑΤΟ.
Στις 14 Ιουλίου, απείλησε επίσης με την επιβολή δασμών έως και 100% σε χώρες που συνεχίζουν να εμπορεύονται με τη Ρωσία, ιδίως σε όσες αγοράζουν το πετρέλαιό της, εάν η Μόσχα δεν συναινέσει σε κατάπαυση του πυρός με την Ουκρανία εντός των επόμενων 50 ημερών.
Όσο κι αν η αλλαγή στάσης του Τραμπ απέναντι στη Ρωσία μπορεί να αρέσει στο διεθνές ακροατήριο, τα πράγματα μόνο απλά δεν είναι. Ο Τζούλιαν Ματενιέ, οικονομολόγος των αγορών πετρελαίου στην αμερικανική Energy Intelligence, δήλωσε στην Epoch Times: «Δευτερογενείς κυρώσεις σε κράτη που εξαρτώνται από ρωσικές εισαγωγές πετρελαίου θα μπορούσαν να κοστίσουν στη Ρωσία σχεδόν 200 δισ. δολάρια σε έσοδα, εάν εφαρμοστούν και τηρηθούν στο έπακρο».
Ωστόσο, αυτό συνιστά μεγάλο «αν». Ο Τραμπ, ο οποίος επανεκλέχθηκε με υποσχέσεις για άμεση λήξη του πολέμου Ρωσίας–Ουκρανίας, απηύθυνε το τελεσίγραφό του σε συνάντηση με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε στην Ουάσιγκτον στις 14 Ιουλίου.
Μιλώντας σε δημοσιογράφους την επόμενη ημέρα, ο Ρούτε προειδοποίησε πως χώρες που εξακολουθούν να συναλλάσσονται με τη Ρωσία κινδυνεύουν να πληγούν σοβαρά, εάν ο Τραμπ υλοποιήσει την απειλή του: «Αν ζείτε σήμερα στο Πεκίνο, στο Νέο Δελχί ή είστε πρόεδρος της Βραζιλίας, καλό είναι να λάβετε υπόψη το ενδεχόμενο, διότι αυτό μπορεί να σας χτυπήσει πολύ σκληρά», ανέφερε ο επικεφαλής του ΝΑΤΟ μετά από συνάντηση με Αμερικανούς γερουσιαστές.
«Παρακαλώ, κάντε το τηλεφώνημα στον Βλαντίμιρ Πούτιν και πείτε του ότι πρέπει να σοβαρευτεί στις ειρηνευτικές συνομιλίες», πρόσθεσε. «Διαφορετικά, οι συνέπειες θα είναι μαζικές για Βραζιλία, Ινδία και Κίνα» είπε.
Όπως η Ρωσία, τα τρία κράτη που ανέφερε ο Ρούτε είναι ιδρυτικά μέλη του σχήματος BRICS, με την Κίνα και την Ινδία να αποτελούν πλέον τους δύο μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικού πετρελαίου.
Τον περασμένο μήνα, η Βραζιλία ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικών πετρελαϊκών προϊόντων παγκοσμίως, μετά την Τουρκία και την Κίνα, σύμφωνα με το Κέντρο Ερευνών για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα, που εδρεύει στο Ελσίνκι.
Δευτερογενείς κυρώσεις
Από την εισβολή της Ρωσίας στην ανατολική Ουκρανία στις αρχές του 2022, οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επιβάλει αλλεπάλληλα πακέτα κυρώσεων σε ρωσικές επιχειρήσεις και συμφέροντα.
Στις 18 Ιουλίου, τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. συμφώνησαν σε ένα 18ο πακέτο κυρώσεων, με μέτρα που στοχεύουν ειδικά τον ενεργειακό τομέα της Ρωσίας. Ωστόσο, τόσο οι Βρυξέλλες όσο και η Ουάσιγκτον μέχρι σήμερα απέφυγαν να επιβάλουν κυρώσεις σε τρίτες χώρες που συνεχίζουν το εμπόριο με τη Ρωσία. Αυτό επέτρεψε στη Μόσχα να εισπράξει εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια από πωλήσεις πετρελαίου σε φιλικούς αγοραστές, κυρίως την Κίνα και την Ινδία.
Παρά τις κυρώσεις, το ρωσικό πετρέλαιο ουδέποτε εξαφανίστηκε από τις αγορές, όπως σημείωσε στην Epoch Times η Κάρολ Νάκλεϊ, ιδρύτρια και διευθύνουσα σύμβουλος της βρετανικής συμβουλευτικής Crystal Energy.
«Η επιβολή νέων κυρώσεων στη Ρωσία θα έχει σίγουρα κάποιες αρνητικές οικονομικές συνέπειες, όμως δεν θα την καταστρέψει» δήλωσε.
Η Νάκλεϊ παρατήρησε: «Ο νέος γύρος κυρώσεων ενδεχομένως να αποθαρρύνει κάποιους αγοραστές, αλλά άλλοι δύσκολα θα πτοηθούν».
Η επιβολή δασμών στους βασικούς εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας –πρακτική γνωστή ως δευτερογενείς κυρώσεις– θα συνιστούσε σημαντική μεταστροφή πολιτικής.
Στις 15 Ιουλίου, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ υποβάθμισε την απειλή Τραμπ για δευτερογενείς κυρώσεις, εάν η Μόσχα δεν ανταποκριθεί στο τελεσίγραφο των 50 ημερών για κατάπαυση του πυρός.
«Ο αριθμός των κυρώσεων που έχουν ανακοινωθεί εις βάρος μας είναι ήδη άνευ προηγουμένου», δήλωσε σε σχόλια που επικαλείται το ρωσικό πρακτορείο TASS. «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα τα καταφέρουμε» είπε.
Ο Λαβρόφ πρόσθεσε: «Οι κυρώσεις μόλις επιβλήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση και καταβάλλονται προσπάθειες να εμπλακούν και οι Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτό».
Από την επάνοδό του στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, ο Τραμπ έχει συνομιλήσει τηλεφωνικά αρκετές φορές με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, προσπαθώντας να εξομαλύνει τις σχέσεις και να εξασφαλίσει κατάπαυση του πυρός.
Ωστόσο, η Μόσχα αντιστέκεται έως τώρα στα αιτήματα του Τραμπ για άνευ όρων εκεχειρία στην Ουκρανία, όπου τα ρωσικά στρατεύματα συνεχίζουν να καταγράφουν εδαφικά κέρδη.
Μιλώντας στο TASS στις 15 Ιουλίου, ο Μαλέκ Ντούντικοφ, διακεκριμένος πολιτικός αναλυτής στη Ρωσία, εκτίμησε πως η απειλή Τραμπ για επιβολή δευτερογενών κυρώσεων πρέπει να ερμηνευθεί κυρίως ως: «Μια προσπάθεια να αποκρούσει τις πιέσεις των “γερακιών” στην Ουάσιγκτον. Ο Τραμπ θα το χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό μοχλό και τίποτε παραπάνω», δήλωσε ο Ντούντικοφ στο πρακτορείο.
Σταθερότητα στις αγορές
Την ίδια στιγμή, οι διεθνείς χρηματαγορές παρέμειναν ατάραχες μετά την προειδοποίηση του Τραμπ προς τη Μόσχα, με τις τιμές του πετρελαίου να σημειώνουν ελαφρά πτώση αμέσως μετά την ανακοίνωση.
Ο Ματενιέ σχολίασε: «Μέχρι στιγμής, οι traders αδιαφόρησαν για την ανακοίνωση, καθώς ο Τραμπ αλλάζει συχνά γνώμη».
Οι αγορές αναδεικνύουν επίσης τον κίνδυνο να υπάρξει το αντίθετο αποτέλεσμα στις τιμές πετρελαίου, κάτι που ο πρόεδρος Τραμπ επιδιώκει να αποφύγει, κρατώντας τις χαμηλές.
«Το αν οι μεγάλοι αγοραστές –όπως η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία– σπεύσουν να ενισχύσουν τις αγορές ρωσικού πετρελαίου τις προσεχείς εβδομάδες για να αυξήσουν τα αποθέματα εντός του χρονικού πλαισίου των 50 ημερών, θα είναι το βασικό σημείο προς παρακολούθηση», εξήγησε. «Κίνα και Ινδία εισάγουν περίπου 2 εκατ. βαρέλια ρωσικού αργού ημερησίως, ενώ η Τουρκία περίπου 300.000 βαρέλια. Και αγοράζουν σε έκπτωση», πρόσθεσε. «Αν τους αποτρέψετε από αυτό, θα στραφούν αλλού και πιθανότατα το κόστος προμήθειας θα αυξηθεί», υπογράμμισε, ακόμη κι αν οι χώρες του σχήματος OPEC Plus επαναφέρουν την προσφορά ταχύτερα απ’ ό,τι αναμενόταν.
Η OPEC Plus ιδρύθηκε το 2016 και περιλαμβάνει τα 12 μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών, καθώς και 10 ακόμη πετρελαιοπαραγωγές χώρες, ανάμεσά τους και η Ρωσία.
Επιπλέον, ο Ματενιέ σημείωσε: «Η Κίνα ενδεχομένως να αδιαφορήσει πλήρως για τις αμερικανικές κυρώσεις και να συνεχίσει τις αγορές αργού, ακόμη κι αν η Ινδία και η Τουρκία σταματήσουν. Αυτό θα σήμαινε ότι μεγαλύτεροι όγκοι θα κατευθυνθούν στην Κίνα με μεγαλύτερη έκπτωση».
Στις 17 Ιουλίου, ο Ινδός υπουργός Πετρελαίου Χαρντίπ Σινγκ Πούρι απέρριψε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις δευτερογενών κυρώσεων από τον Τραμπ κατά της χώρας του: «Δεν ανησυχώ καθόλου», δήλωσε ο Πούρι. «Αν συμβεί κάτι, θα το διαχειριστούμε. Η Ινδία έχει διαφοροποιήσει τις πηγές εφοδιασμού και πλέον προμηθευόμαστε πετρέλαιο από περίπου 40 χώρες, ενώ παλαιότερα ο αριθμός ήταν 27».
Εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Ινδίας τόνισε ότι η στρατηγική ενεργειακών προμηθειών του Νέου Δελχί καθορίζεται κυρίως από «την προσφορά που υπάρχει στη διεθνή αγορά και τις επικρατούσες διεθνείς συνθήκες».
Με πληροφορίες από το Reuters