Δύο ομοσπονδιακοί δικαστές διέταξαν την κυβέρνηση Τραμπ στις 13 Μαρτίου να επαναπροσλάβει χιλιάδες εργαζόμενους που είχαν απολυθεί κατά τη δοκιμαστική περίοδο από δεκάδες ομοσπονδιακά υπουργεία και υπηρεσίες.
Ο δικαστής Ουίλιαμ Όλσαπ του Ομοσπονδιακού Περιφερειακού Δικαστηρίου του Σαν Φρανσίσκο αποφάνθηκε ότι η Υπηρεσία Προσωπικού (Office of Personnel Management-OPM) δεν είχε την εξουσία να διατάξει τις απολύσεις αυτές και ότι υπήρχαν αποδείξεις ότι η υπηρεσία είχε αθέμιτα καθοδηγήσει την απόλυση νεοεισερχόμενων υπαλλήλων. Σύμφωνα με την απόφαση, έξι υπουργεία – το Πεντάγωνο, το υπουργείο Υποθέσεων Βετεράνων, το υπουργείο Γεωργίας, το υπουργείο Ενέργειας, το υπουργείο Εσωτερικών και το υπουργείο Οικονομικών – οφείλουν να επαναπροσλάβουν τους υπαλλήλους που απολύθηκαν στις 14 Φεβρουαρίου κατόπιν οδηγιών της OPM και του υπηρεσιακού της διευθυντή.
Ο ακριβής αριθμός των εργαζομένων που επαναπροσλαμβάνονται δεν είναι σαφής, ωστόσο εκτιμάται ότι υπερβαίνει τους 9.100, σύμφωνα με δημόσιες δηλώσεις τριών από τα εμπλεκόμενα υπουργεία.
Παράλληλα, άλλος ομοσπονδιακός δικαστής, ο Τζέιμς Μπρένταρ από το Μέριλαντ, εξέδωσε προσωρινή διαταγή για την παύση των μαζικών απολύσεων σε 18 υπουργεία και ομοσπονδιακές υπηρεσίες. Με την απόφασή του, τα υπουργεία υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν τους απολυμένους υπαλλήλους μέχρι τις 17 Μαρτίου. Η απόφαση αυτή ήρθε ως απάντηση σε αγωγή που κατέθεσαν 19 πολιτείες και η Περιφέρεια της Κολούμπια, οι οποίες υποστήριξαν ότι οι απολύσεις ήταν παράνομες.
Η απόφαση αφορά τα υπουργεία Γεωργίας, Εμπορίου, Παιδείας, Ενέργειας, Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών, Εσωτερικής Ασφάλειας, Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Εσωτερικών, Εργασίας, Μεταφορών, Οικονομικών και Υποθέσεων Βετεράνων. Επιπλέον, επηρεάζει υπηρεσίες όπως το Γραφείο Οικονομικής Προστασίας Καταναλωτών, η Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος, η Ομοσπονδιακή Αρχή Ασφάλισης Καταθέσεων, η Γενική Υπηρεσία Διοίκησης, η Υπηρεσία Μικρών Επιχειρήσεων και η Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ.
Ο Λευκός Οίκος και το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν προέβησαν άμεσα σε σχόλια για τις δικαστικές αποφάσεις.
Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 200.000 εργαζόμενοι σε δοκιμαστική περίοδο σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες, περιλαμβανομένων νεοπροσληφθέντων υπαλλήλων και εργαζομένων που πρόσφατα έλαβαν προαγωγή.
Η OPM είχε επικοινωνήσει με τις υπηρεσίες σχετικά με την απόλυση εργαζομένων στη δοκιμαστική περίοδο. Την ημέρα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, στις 20 Ιανουαρίου, ο υπηρεσιακός διευθυντής της OPM, Τσαρλς Ιζέλ, είχε δηλώσει ότι γενικά οι νεότεροι υπάλληλοι μπορούν να απολυθούν χωρίς να ενεργοποιηθούν τα δικαιώματά τους για έφεση. Στις 14 Φεβρουαρίου, η OPM είχε ενημερώσει τις υπηρεσίες να απομακρύνουν τους υπαλλήλους υπό δοκιμή που δεν θεωρούνταν «απολύτως απαραίτητοι». Δύο εβδομάδες αργότερα, η OPM ανέφερε ότι όταν οι υπηρεσίες δεν εκμεταλλεύονται την περίοδο δοκιμής, «οι υπάλληλοι που είναι ανεπαρκείς παραμένουν στον ομοσπονδιακό τομέα για υπερβολικά μεγάλο διάστημα, καθώς οι επόπτες είναι λιγότερο πιθανό να απολύσουν έναν εργαζόμενο που διαθέτει πλήρη δικαιώματα προσφυγής».
Τα συνδικάτα προσέφυγαν νομικά κατά της υπηρεσίας, ισχυριζόμενα ότι δεν είχε την εξουσία να διατάξει απολύσεις. Από την πλευρά τους, οι κυβερνητικοί δικηγόροι ανέφεραν ότι η OPM παρείχε μόνο οδηγίες και όχι εντολές. Σε αναθεωρημένες οδηγίες της στις 4 Μαρτίου, η OPM διευκρίνισε ότι οι ίδιες οι υπηρεσίες έχουν την τελική εξουσία και ευθύνη όσων αφορά τις αποφάσεις για το προσωπικό.
Τα συνδικάτα υποστήριξαν επίσης ότι οι απολύσεις παραβίαζαν την ομοσπονδιακή νομοθεσία, η οποία ορίζει συγκεκριμένες διαδικασίες για τις μαζικές απολύσεις. Σύμφωνα με τις καταγγελίες τους, οι υπάλληλοι ενημερώθηκαν ότι η OPM είχε διατάξει τις απολύσεις, ενώ πολλοί έλαβαν πρότυπα έγγραφα που ανέφεραν ως αιτία απόλυσης την «ανεπαρκή απόδοση».
Οι κυβερνητικοί δικηγόροι αντέτειναν ότι οι απολύσεις ήταν νόμιμες, καθώς οι ίδιες οι υπηρεσίες είχαν αξιολογήσει και αποφασίσει κατά πόσο οι υπάλληλοι υπό δοκιμή ήταν κατάλληλοι για συνέχιση της εργασίας τους.
Ο δικαστής Όλσαπ ανέφερε ότι υπήρχαν αποδείξεις πως ορισμένοι υπάλληλοι απολύθηκαν λόγω χαμηλής απόδοσης, παρότι είχαν λάβει θετική αξιολόγηση λίγους μήνες νωρίτερα. Χαρακτήρισε λυπηρό το γεγονός ότι η κυβέρνηση απέλυσε καλούς εργαζομένους, αποδίδοντας την απόλυσή τους σε χαμηλή απόδοση, παρότι – όπως είπε – γνώριζε ότι αυτό δεν ήταν αληθές.
Με πληροφορίες από το Reuters και το Associated Press