Δευτέρα, 16 Ιούν, 2025
Η αστυνομία ερευνά τον τόπο του εγκλήματος στην πόλη Φάρστα. Νότια της Στοκχόλμης, στις 10 Ιουνίου 2023. (Anders Wiklund/TT News Agency μέσω AP)

Δημόσιο συμφέρον και προστασία της ιδιωτικής ζωής σε τροχιά σύγκρουσης στη Σουηδία

Ο Γκούνναρ Άξεν, εκδότης βάσεων δεδομένων, επισημαίνει ότι η επιλεκτική δημοσιοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε μια αίσθηση έλλειψης διαφάνειας, η οποία μπορεί να τροφοδοτήσει την έλλειψη εμπιστοσύνης στα μέσα μαζικής ενημέρωσης

Ανάλυση ειδήσεων

Ο αυστηρός κώδικας δεοντολογίας που εφαρμόζουν τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης της Σουηδίας, βασισμένος στην προστασία της ιδιωτικής ζωής, έχει οδηγήσει στο φαινόμενο πολλοί εγκληματίες να μένουν ανώνυμοι στη δημοσιότητα επί χρόνια.

Παράλληλα, η χώρα διακρίνεται για μια έντονη παράδοση διαφάνειας—τη λεγόμενη «offentlighetsprincipen»—βάσει της οποίας όλες οι δικαστικές αποφάσεις είναι προσβάσιμες στο κοινό.

Oil-painting-ntdtv

Το χάσμα ανάμεσα στα διαθέσιμα στο δημόσιο τομέα στοιχεία και σε όσα επιλέγουν να δημοσιεύουν τα μέσα ενημέρωσης, οδήγησε στην άνθιση μιας ιδιότυπης βιομηχανίας βάσεων δεδομένων: εταιρείες αντλούν δημόσια ποινικά μητρώα και τα ανεβάζουν σε διαδικτυακές πλατφόρμες, επιτρέποντας, με αντίτιμο, σε όποιον το επιθυμεί να διαπιστώσει αν ένα πρόσωπο —για παράδειγμα ένας νέος σύντροφος ή υποψήφιος συνέταιρος— φέρει ποινικό παρελθόν.

Ωστόσο, τον Φεβρουάριο, το σουηδικό Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις που αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά τον κλάδο, ενδεχομένως οδηγώντας τον σε οριστικό κλείσιμο.

Έλεγχος του ιστορικού

Ο Γκούνναρ Άξεν, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και εκδότης του πρακτορείου Nyhetsbyrån Verifiera, στο οποίο ανήκουν δύο από τις μεγαλύτερες βάσεις δεδομένων της χώρας, οι Verifiera και Lexbase, δηλώνει ότι ο κόσμος τις χρησιμοποιεί για διάφορους λόγους—μια γυναίκα ελέγχει το παρελθόν ενός άνδρα με τον οποίο βγαίνει, ένας ιδιοκτήτης ακινήτου εξετάζει τον υποψήφιο ενοικιαστή, ή ένας επιχειρηματίας ερευνά ένα πιθανό συνέταιρο. «Αυτή είναι μια θεμιτή χρήση, που στηρίζεται στην αρχή ότι η πρόσβαση στη δημόσια πληροφορία ενισχύει την εμπιστοσύνη, την ασφάλεια και τη λογοδοσία.»

Ο Άξεν επισημαίνει πως το κοινό πρέπει να διατηρήσει το δικαίωμα πρόσβασης στην πληροφορία, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος να εξετάζει και να αναδημοσιεύει ανεξάρτητα ό,τι είναι νομίμως διαθέσιμο.

Ο Ντάνιελ Βέστμαν, ανεξάρτητος νομικός σύμβουλος και ειδικός στο δίκαιο των μέσων ενημέρωσης, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι ο στόχος της διάταξης για τις βάσεις δεδομένων στον θεμελιώδη νόμο για την ελευθερία της έκφρασης στη Σουηδία δεν ήταν να καθιστά δυνατές τις βάσεις δεδομένων με ποινικά αρχεία, αλλά να παρέχει ίση προστασία στις διαδικτυακές εκδόσεις όπως στα έντυπα μέσα.

Παραδέχεται ωστόσο ότι «ο τρόπος διατύπωσης της διάταξης τις καθιέρωσε στην πράξη».

Ανέφερε πως τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρξαν ορισμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες για να κλείσει αυτό το «παραθυράκι», συμπληρώνοντας ότι υπάρχουν κάποιοι στη Σουηδία που υποστηρίζουν τη δημόσια, προσβάσιμη βάση δεδομένων ποινικών μητρώων.

Θυμίζει επίσης πως τον 19ο αιώνα ο Τύπος στη Σουηδία συνήθιζε να αναφέρει το όνομα κάθε συλληφθέντος τη στιγμή της σύλληψης κιόλας, προτού καν ασκηθεί δίωξη ή καταδικαστεί. «Έτσι, για παράδειγμα, ο ξυλουργός Σβένσον που είχε συλληφθεί επειδή χτύπησε τη σύζυγό του, κατονομαζόταν στον Τύπο», εξηγεί.

Με την εξέλιξη της δημοσιογραφίας στη χώρα, σημειώνει ο Βέστμαν, «η κουλτούρα άλλαξε και σταδιακά επικράτησε να μην κατονομάζονται πρόσωπα που απλώς κατηγορούνται, εκτός αν κατέχουν πολιτικό αξίωμα ή αν υπάρχει σαφές δημόσιο συμφέρον για την ταυτοποίησή τους».

Τονίζει ακόμη ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, ακολουθούν παρόμοια νομικά και δημοσιογραφικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία αποφεύγεται η πλήρης ταυτοποίηση των υπόπτων, με το σκεπτικό ότι, αν διασυρθεί κάποιος, δεν μπορεί ποτέ να επανενταχθεί πλήρως στην κοινωνία.

Η Σουηδία, σε αντίθεση με τη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζει έξαρση εγκληματικότητας, την οποία πολλοί στη δεξιά αποδίδουν στα αυξημένα ποσοστά μετανάστευσης.

Τον Ιανουάριο του 2025, η εφημερίδα Aftonbladet μετέδωσε πως ο πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου ότι η Σουηδία βρίσκεται εν μέσω ενός νέου κύματος βίας. «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχουμε τον έλεγχο αυτής της κατάστασης. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε φτάσει σ’ αυτό το σημείο σήμερα.»

Η δημοσιοποίηση του ονόματος κάποιου οδηγεί αυτομάτως και στην αποκάλυψη της εθνικότητάς του. Πολλοί μετανάστες που έφτασαν στη Σουηδία τη δεκαετία του 1990, του 2000 και του 2010 βρήκαν τον δρόμο προς το οργανωμένο έγκλημα.

Πιο διαβόητος εγκληματίας της χώρας θεωρείται ο Ράβα Ματζίντ, γνωστός ως «Κουρδική Αλεπού», αρχηγός του δικτύου Foxtrot. Ο Ματζίντ κατάγεται από το Ιράκ, γεννήθηκε στο Ιράν, ενώ μεγάλωσε στην πόλη Ουψάλα της κεντρικής Σουηδίας. Τον Μάρτιο του 2025, η αμερικανική κυβέρνηση του επέβαλε κυρώσεις, χαρακτηρίζοντας το δίκτυο Foxtrot «διασυνοριακή εγκληματική οργάνωση».

Άνοδος της δυσπιστίας προς τα ΜΜΕ

Ο Άξεν προειδοποιεί ότι υπάρχει ο κίνδυνος η επιλεκτική κάλυψη ή μια υπέρμετρα προσεκτική στάση στην ονοματοδοσία προσώπων ή στην αναφορά συγκεκριμένων τάσεων να καλλιεργήσει την αίσθηση έλλειψης διαφάνειας. Αυτό, με τη σειρά του, μπορεί να ενισχύσει τη δυσπιστία προς τα κύρια μέσα ενημέρωσης και τις Αρχές.

Ο Βέστμαν διαπιστώνει ότι η δυσπιστία προς τα παραδοσιακά μέσα αυξάνεται στη Σουηδία, τάση που πιθανόν σχετίζεται με την ισχυροποίηση κομμάτων της ακροδεξιάς, όπως οι Σουηδοί Δημοκράτες, που έχουν στηρίξει την προεκλογική τους εκστρατεία στην αντίθεση προς τη μετανάστευση. «Υπάρχει έρευνα που δείχνει ότι τα επίπεδα εμπιστοσύνης, όχι μόνο απέναντι στα ΜΜΕ αλλά συνολικά και στους θεσμούς, είναι θεαματικά χαμηλότερα στην άκρα δεξιά», σημειώνει.

Η διστακτικότητα των σουηδικών μέσων να ταυτοποιούν κατηγορούμενους για εγκλήματα μπορεί να φαίνεται παράξενη σε όσους μεγάλωσαν στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Βρετανία ή σε χώρες όπου το όνομα του κατηγορουμένου δημοσιοποιείται αμέσως στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα.

Ωστόσο, ο Άξεν τονίζει πως αυτή η αυτορρύθμιση είναι καίρια και ότι προστατεύει τα δικαιώματα των ατόμων χωρίς την ανάγκη λογοκρισίας από το νόμο και αφήνει χώρο στην κρίση των συντακτών.

Ο ενημερωτικός τομέας στη Σουηδία κυριαρχείται από τρεις πυλώνες—τον όμιλο Bonnier, τον Schibsted και τον κρατικό ραδιοτηλεοπτικό φορέα SVT—που εδώ και χρόνια έχουν υιοθετήσει κοινό κώδικα δεοντολογίας.

Τα κριτήρια για το τι συνιστά «δημόσιο συμφέρον» στη δημοσίευση καθορίζονται εσωτερικά. Η Bonnier διαθέτει τις εφημερίδες Expressen και Dagens Nyheter (DN), ο νορβηγικών συμφερόντων όμιλος Schibsted τις Aftonbladet  και Svenska Dagbladet, ενώ το SVT ελέγχει τα μεγαλύτερα ραδιοτηλεοπτικά μέσα της χώρας.

Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι μετακινούνται διαρκώς μεταξύ αυτών των τριών εργοδοτών και δεσμεύονται στον ίδιο κώδικα, λειτουργώντας επί της ουσίας ως «θυρωροί» της πληροφορίας που φτάνει στο ευρύ κοινό.

«Στη Σουηδία παραδοσιακά εκτιμούμε την ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία του Τύπου και τη δημοσιογραφική δεοντολογία», εξηγεί ο Άξεν. «Ο νόμος επιτρέπει τη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων, όμως ο επαγγελματικός κώδικας συνήθως προτρέπει σε αυτοσυγκράτηση, ιδιαίτερα αν το πρόσωπο δεν έχει καταδικαστεί ή αν η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημιά».

Ωστόσο, η ονοματοδοσία υπόπτων από τα μέσα παραμένει εν πολλοίς αυθαίρετη.

Πρόσφατα, τα περισσότερα μέσα ανέφεραν ονομαστικά τον Οσάμα Κράγιεμ όταν κατηγορήθηκε στο Πρωτοδικείο Στοκχόλμης για εγκλήματα πολέμου στη Συρία, μεταξύ των οποίων και η πυρπόληση ενός αιχμαλώτου Ιορδανού πιλότου μαχητικού αεροσκάφους τον Δεκέμβριο του 2014. Αντιθέτως, η 52χρονη Λίνα Ισχάκ αναφερόταν μέχρι πρόσφατα απλώς ως «γυναίκα του ISIS» μέχρι την καταδίκη της για εγκλήματα πολέμου και γενοκτονία κατά των Γεζίντι της Συρίας, οπότε και αποκαλύφθηκε το όνομά της τον Φεβρουάριο 2025.

Ο Άντζελο Μπράουν, αναπληρωτής καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Άρκανσας, επισήμανε πως ο κώδικας δεοντολογίας που ακολουθούν τα σουηδικά μέσα στη δημοσιοποίηση ταυτοτήτων υπόπτων διαφέρει ριζικά από την πρακτική των ΗΠΑ, όπου κυριαρχεί η αμέριστη δημοσιοποίηση των ονομάτων.

Αναφερόμενος στο νομικό περιβάλλον περί δυσφήμησης στη Σουηδία, ανέφερε ότι ακόμη και ένας καταδικασμένος για έγκλημα, ή οι συγγενείς νεκρού προσώπου, μπορούν να προσφύγουν επιτυχώς κατά μέσου για δυσφήμηση. Υπενθύμισε υπόθεση του 1966 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο καταδίκασε εφημερίδα για συκοφαντική δυσφήμηση του Νταγκ Χάμμαρσκελντ,ο οποίος σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα στην Αφρική, κρίνοντας πως το δημοσίευμα ήταν «βλαβερό για τους ζώντες» και επέβαλε πρόστιμο στον εκδότη.

Το 2021, η πλατφόρμα Netflix απειλήθηκε με αγωγή στη Σουηδία για τη δραματοποιημένη σειρά The Unlikely Murderer, η οποία πραγματεύεται τη δολοφονία του Σουηδού πρωθυπουργού Ούλοφ Πάλμε το 1986 — μια υπόθεση που παραμένει ανεξιχνίαστη.

Το 2020, ο εισαγγελέας Κρίστερ Πέτερσον είχε κατονομάσει ως βασικό ύποπτο τον Στιγκ Ένγκστρεμ, ο οποίος είχε πεθάνει το 2000. Στη σειρά του Netflix, ο Ένγκστρεμ παρουσιάζεται να διαπράττει τη δολοφονία, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση συγγενικού του προσώπου. Ο τελευταίος απείλησε με προσφυγή στη δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας ότι επρόκειτο για σαφή περίπτωση δυσφήμησης.

Η Σουηδία διαθέτει από τους αυστηρότερους νόμους περί συκοφαντικής δυσφήμησης διεθνώς. Το 2021, η πρόεδρος του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, Έμπα Μπους, παραδέχθηκε την ενοχή της για δυσφήμηση, παρότι οι δηλώσεις της ήταν αληθείς.

Η αλήθεια μπορεί να είναι δυσφημιστική

Ο Γιαν Ρόσεν, καθηγητής αστικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης, είχε δηλώσει τότε ότι ακόμη και η αλήθεια μπορεί να θεωρηθεί δυσφήμηση, σύμφωνα με τη σουηδική νομοθεσία.

Μιλώντας στο Sveriges Radio, υπογράμμισε πως «η αλήθεια πρέπει πάντοτε να δικαιολογείται».

Ο Μπράουν επισήμανε ότι, στην εποχή του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η παγκοσμιοποίηση της πληροφορίας καθιστά ολοένα δυσκολότερο για τη Σουηδία να διατηρήσει τα υφιστάμενα επίπεδα ιδιωτικότητας. «Αν δεν το δημοσιεύσουν τα σουηδικά μέσα, θα το κάνουν τα αμερικανικά ή τα βρετανικά – όλα αυτά τα μέσα που βρίσκονται εκτός Σουηδίας θα δώσουν το όνομα στη δημοσιότητα. Και συχνά αυτό σημαίνει πως το όνομα δεν προστατεύεται ουσιαστικά σε διεθνές επίπεδο», σημείωσε.

Σε ανάλογο τόνο κινήθηκε και ο Άξεν, επισημαίνοντας πως «οι παγκόσμιες πλατφόρμες έχουν ήδη αλλάξει τα δεδομένα στη ροή της πληροφορίας». Σύμφωνα με τον Άξεν, «οι άνθρωποι κοινοποιούν, αναπαράγουν και αποκαλύπτουν πληροφορίες ανεξαρτήτως εθνικής νομοθεσίας ή ηθικών ορίων». Πρόσθεσε δε ότι είναι κρίσιμο η Σουηδία να μην απαντήσει περιορίζοντας τις εσωτερικές της ελευθερίες σε μια μάταιη προσπάθεια να ελέγξει τις διεθνείς πλατφόρμες.

Σε ό,τι αφορά τις βάσεις δεδομένων, η αντιπαράθεση συνεχίζεται.

Ο Άξεν δήλωσε πως διαφωνεί με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Σουηδίας, το οποίο έκρινε ότι η βάση δεδομένων με τα ποινικά μητρώα δεν είναι συμβατή με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Data Protection Regulation – GDPR) της Ευρωπαϊκής Ένωσης — κανονισμός που τέθηκε σε ισχύ το 2016, με στόχο την «εναρμόνιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων». Ο Άξεν υποστήριξε ότι η απόφαση αυτή «θέτει σε κίνδυνο τα θεμέλια του σουηδικού μοντέλου διαφάνειας».

Αναφέρθηκε επίσης σε «ανοικτές νομικές οδούς», όπως ενδεχόμενες προσφυγές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένης της «έντασης ανάμεσα στο ευρωπαϊκό δίκαιο περί ιδιωτικότητας και στις εθνικές συνταγματικές ελευθερίες».

Ο Γουέστμαν, από την πλευρά του, παρατήρησε ότι η Σουηδία δείχνει έντονη προσήλωση στην προστασία της ελευθερίας του λόγου και της πληροφόρησης, ενώ ταυτόχρονα αποδέχεται περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου όταν πρόκειται για ζητήματα δυσφήμησης. Όπως πρόσθεσε, τόσο ο GDPR όσο και η νομοθεσία περί δυσφήμησης αποσκοπούν στην προστασία της ιδιωτικής ζωής.

Τι επιφυλάσσει το μέλλον

Σε ερώτηση για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, ο Άξεν ανέφερε ότι δεν πιστεύει ότι η λύση είναι να εγκαταλείψουμε την ηθική. Αντιθέτως, πρέπει να διασφαλίσουμε πλήρη διαφάνεια στα δημόσια αρχεία, ώστε κάθε πολίτης, δημοσιογράφος ή ερευνητής να μπορεί να επαληθεύει τα στοιχεία.

«Όταν οι θεσμοί είναι ανοιχτοί, η εικασία αντικαθίσταται από τεκμήρια. Πιστεύω επίσης στη σημασία ανεξάρτητων βάσεων δεδομένων και δημόσιου ελέγχου, ώστε να αποτρέπεται η απόκρυψη δυσάρεστων αληθειών», πρόσθεσε.

«Σε έναν κόσμο παραπληροφόρησης και πόλωσης, η αλήθεια πρέπει να παραμένει προσβάσιμη. Αυτό δεν σημαίνει την απερίσκεπτη δημοσιοποίηση ονομάτων, αλλά την εμπιστοσύνη στους πολίτες ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στην πληροφορία — και όχι την απόκρυψή της.»

Του Chris Summers

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

ΣΧΕΤΙΚΑ

Σχολιάστε