Έντονες ανησυχίες εγείρονται στο Λονδίνο και το Παρίσι, καθώς οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι το αυξανόμενο χρέος, η εύθραυστη πολιτική κατάσταση και η ανησυχία των αγορών ασκούν πίεση στα δημόσια ταμεία της Βρετανίας και της Γαλλίας – της δεύτερης και τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης αντίστοιχα.
Καμία από τις δύο χώρες δεν αντιμετωπίζει άμεση χρηματοπιστωτική κρίση, σύμφωνα με τους αναλυτές, ωστόσο και οι δύο είναι ευάλωτες στο είδος της συσσώρευσης χρέους, της εύθραυστης δημοσιονομικής αξιοπιστίας και των πολιτικών δυσκολιών που συχνά προηγούνται κρίσεων στο παρελθόν.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία, το δημόσιο χρέος έχει εκτοξευθεί σε ανησυχητικά επίπεδα, το υψηλότερο από τη δεκαετία του 1960 για το Λονδίνο και το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη για το Παρίσι.
Με τα υψηλά επίπεδα δανεισμού και τις διακυμάνσεις των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση του χρέους γίνεται όλο και πιο δαπανηρή.
Οι παρουσιάσεις των εθνικών προϋπολογισμών αναμένονται το φθινόπωρο, τον Οκτώβριο στη Γαλλία και τον Νοέμβριο στη Βρετανία, και αναμένεται να δοκιμάσουν την ικανότητα των κυβερνήσεών τους να εξισορροπήσουν αντικρουόμενες δημοσιονομικές και πολιτικές πιέσεις.
Η εύθραυστη πολιτική κατάσταση επιτείνει περαιτέρω την ανησυχία των αγορών.
Στο Λονδίνο, η κυβέρνηση των Εργατικών υπό τον πρωθυπουργό Κιρ Στάρμερ δέχεται πίεση από τους ίδιους τους δημοσιονομικούς κανόνες που έχει θέσει, οι οποίοι περιορίζουν τη δυνατότητά της να αυξήσει τις δαπάνες ή να μειώσει τους φόρους.
Στο Παρίσι, ο Πρόεδρος Μακρόν πρέπει να κυβερνήσει χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία, μετά την κατάρρευση της κυβέρνησης στις 8 Σεπτεμβρίου, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία έγκρισης του προϋπολογισμού αμφίρροπη και τις αγορές νευρικές.
Επικαλούμενη την πολιτική αστάθεια και το αυξανόμενο χρέος, η Fitch Ratings υποβάθμισε στις 12 Σεπτεμβρίου την πιστοληπτική ικανότητα της Γαλλίας στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ.
«Υπάρχουν σίγουρα προειδοποιητικά σημάδια και πίεση στη Βρετανή Υπουργό Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς και στη νέα κυβέρνηση της Γαλλίας να δράσουν», δήλωσε ο Ρας Μουλντ, διευθυντής επενδύσεων στην AJ Bell, μιλώντας στην Epoch Times.
Πρόσθεσε ότι τα κομματικά συμφέροντα και «η απροθυμία της κοινής γνώμης» για περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων περιορίζουν τις επιλογές των κυβερνήσεων.
Το δημόσιο χρέος της Βρετανίας ανέρχεται στο 96,1% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από τη δεκαετία του 1960, ενώ της Γαλλίας στο 114%, από τα μεγαλύτερα στην ευρωζώνη.
Η εξυπηρέτηση του χρέους έχει γίνει ακριβότερη καθώς η Τράπεζα της Αγγλίας αύξησε τα επιτόκια από το 2021 για να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, ο οποίος έχει πλέον υποχωρήσει στο 4%, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού του Δημοσίου.
Στη Γαλλία, όπου τα επιτόκια καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο δανεισμός επίσης έχει γίνει πιο ακριβός: το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ εκτινάχθηκε από το μηδέν το 2022 σε πάνω από 4% πέρυσι, πριν μειωθεί λίγο πάνω από το 2% τον Ιούνιο.
Πολιτική, χρέος και ενδεχόμενοι «πυροδότες» κρίσης
Στην ανάλυσή τους, που μοιράστηκαν με τους Epoch Times, οι οικονομολόγοι της Capital Economics με έδρα το Λονδίνο ανέφεραν ότι πολλές από τις συνθήκες που έχουν οδηγήσει σε δημοσιονομικές κρίσεις στο παρελθόν είναι σήμερα παρούσες στη Βρετανία.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι μια δημοσιονομική κρίση στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι άμεση ή αναπόφευκτη. Το συστατικό που λείπει είναι ένας “πυροδότης”», σημειώνει η οικονομική ενημέρωση της εταιρείας στις 5 Σεπτεμβρίου.
Η κυβέρνηση των Εργατικών, που εκλέχθηκε το 2024 με δέσμευση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, τόνισε την κακή κληρονομιά που παρέλαβε: μια «μαύρη τρύπα» 22 δισ. λιρών (29,6 δισ. δολ.) στα δημόσια οικονομικά από την προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση.
Οι προσπάθειές της να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες έχουν συναντήσει αντίσταση από τους ίδιους τους βουλευτές της.
Οι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αυτά τα εμπόδια αφήνουν τη Ριβς αντιμέτωπη με μια δύσκολη εξισορρόπηση, καθώς οι κανόνες της δεν επιτρέπουν περαιτέρω αυξήσεις φόρων ούτε την επιστροφή στη λιτότητα για τις δημόσιες υπηρεσίες.
«Ό,τι κι αν κάνει η Υπουργός Οικονομικών στον προϋπολογισμό της 26ης Νοεμβρίου, η κυβέρνηση πρέπει να συνεχίσει να προβάλλει τη σημαία της δημοσιονομικής ευπρέπειας για να διατηρήσει τις αγορές ομολόγων στο πλευρό της», αναφέρει η Capital Economics.
«Χρειάζεται να πείσει τις αγορές ομολόγων για τη δέσμευσή της στη δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ ταυτόχρονα να μειώσει το έλλειμμα με μετρημένο και σταδιακό τρόπο».
Η εταιρεία απαρίθμησε πιθανούς «πυροδότες» για μια δημοσιονομική κρίση στο Ηνωμένο Βασίλειο: πολιτικοί που παραβιάζουν τους ίδιους τους κανόνες τους, αποτυχία περικοπών δαπανών ή αύξησης φόρων, παγκόσμια προβλήματα στις αγορές ή απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών στη Ριβς.
Στη Γαλλία, ο νεοδιορισμένος πρωθυπουργός Σεμπαστιέν Λεκονύ αντιμετωπίζει την πρόκληση να αποκαταστήσει τη σταθερότητα και να τερματίσει το αδιέξοδο στον προϋπολογισμό, μετά την αποτυχία του προκατόχου του Φρανσουά Μπαϊρού να περάσει προτάσεις που περιλάμβαναν την κατάργηση δύο αργιών και την αύξηση φόρων περίπου 20 δισ. δολαρίων.
Τα σχέδια αυτά προκάλεσαν αντιδράσεις από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν.
Ο Αλεξάντρ ντελ Βαλ, Γαλλοϊταλός καθηγητής γεωπολιτικής και διεθνών σχέσεων στο IPAG Business School, δήλωσε στην Epoch Times ότι οι ίδιες προκλήσεις θα επανεμφανιστούν υπό τον Λεκονύ.
«Η νέα κυβέρνηση δεν σκοπεύει να κάνει ουσιαστικές περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Η πολιτική τάξη πρέπει να καταλάβει ότι δεν μπορείς να προσθέτεις φόρους πάνω σε φόρους. Ο κόσμος έχει κουραστεί. Η Γαλλία βρίσκεται σε πολύ επικίνδυνη κατάσταση», είπε.
Ο ντελ Βαλ κατηγόρησε την κυβέρνηση για σπατάλη, δείχνοντας έργα τοπικής αυτοδιοίκησης με υψηλό κόστος, την ανάθεση εργασιών δημοσίων υπαλλήλων σε διεθνείς συμβούλους και τους υψηλούς μισθούς κυβερνητικών στελεχών.
Για την εκτόνωση της έντασης, ο Λεκονύ απέσυρε την πρόταση Μπαϊρού για την κατάργηση δύο αργιών και ανακοίνωσε ότι τα ισόβια προνόμια για πρώην κυβερνητικά στελέχη θα καταργηθούν από 1η Ιανουαρίου 2026.
Για πρώην πρωθυπουργούς, η αστυνομική προστασία θα περιορίζεται σε τρία χρόνια, με δυνατότητα επέκτασης μόνο για λόγους ασφαλείας, ενώ η χρήση κρατικού αυτοκινήτου και οδηγού θα περιορίζεται σε δέκα χρόνια.
Οι αλλαγές αναμένεται να εξοικονομήσουν περίπου 4,4 εκατ. ευρώ (5,2 εκατ. δολ.) ετησίως.
Ο ντελ Βαλ ζήτησε βαθύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, όπως τον λεγόμενο «χρυσό κανόνα» στη δημοσιονομική πολιτική, που επιτρέπει ελλείμματα μόνο για χρηματοδότηση μακροπρόθεσμων επενδύσεων και όχι καθημερινών δαπανών.
Πρόσθεσε, όμως, ότι η Γαλλία δύσκολα θα τον υιοθετήσει, καθώς οι ηγέτες φοβούνται τις λαϊκές αντιδράσεις.
Κίνδυνοι, ΔΝΤ και αγορές
Βρετανοί οικονομολόγοι, όπως ο Τζαγκτζίτ Τσάντα, πρώην επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Οικονομικών και Κοινωνικών Ερευνών του Ηνωμένου Βασιλείου, προειδοποιούν ότι η χώρα αντιμετωπίζει πιέσεις που θυμίζουν τη δεκαετία του 1970, όταν αναγκάστηκε να ζητήσει βοήθεια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ).
Ο Μουλντ διαφωνεί.
«Η Βρετανία στην πραγματικότητα δεν χρειαζόταν εκείνο το δάνειο στο τέλος, και το αποπλήρωσε εξαιρετικά γρήγορα. Άρα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το πώς το διατυπώνουμε», είπε.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η πιθανότητα διάσωσης από το ΔΝΤ σε οποιαδήποτε από τις δύο χώρες είναι «εκτός πραγματικότητας».
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι οι συνθήκες επιδεινώνονται και οι αποδόσεις των ομολόγων έχουν αυξηθεί σε σχέση με τα επιτόκια χωρίς κίνδυνο και στις δύο χώρες.
Αυτές οι αποδόσεις αντιπροσωπεύουν το επιτόκιο που πρέπει να πληρώνουν οι κυβερνήσεις στους επενδυτές όταν δανείζονται, οπότε μια άνοδος σηματοδοτεί τόσο υψηλότερο κόστος δανεισμού όσο και αυξημένη ανησυχία των αγορών για τη δημοσιονομική πολιτική.
Η απόδοση του 30ετούς βρετανικού ομολόγου έφτασε στο περίπου 5,7% στις 2 Σεπτεμβρίου, το υψηλότερο επίπεδο από το 1998, αντανακλώντας την αυξανόμενη ανησυχία των επενδυτών για τη δημοσιονομική πολιτική.
Η απόδοση του 10ετούς γαλλικού ομολόγου, που ήταν κοντά στο μηδέν το 2020, σήμερα κινείται πάνω από το 3,4%.
Η Capital Economics πρόσθεσε ότι η Βρετανία έχει γίνει πιο εξαρτημένη από ξένους επενδυτές για τη διακράτηση του χρέους της, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο απότομης απόσυρσης σε περιόδους κρίσης.
Παρόλα αυτά, η εταιρεία δεν αναμένει ότι η Βρετανία θα αναγκαστεί σε διάσωση από το ΔΝΤ.
Στη Γαλλία, η κατάρρευση της κυβέρνησης πιθανότατα θα αφήσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού υψηλό και το χρέος σε ανοδική πορεία, σημείωσε η Capital Economics, προσθέτοντας ότι τα περιθώρια (spreads) των γαλλικών ομολόγων μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω, ίσως και πάνω από τα ιταλικά, αν και βλέπει μικρό κίνδυνο γενικευμένης μετάδοσης στην ευρωζώνη.
«Οι αγορές ομολόγων παρακολουθούν με ιδιαίτερη προσοχή», δήλωσε ο Μουλντ. «Αν υπάρξουν περαιτέρω υποβαθμίσεις του γαλλικού χρέους, τότε ορισμένα επενδυτικά ταμεία μπορεί να μην μπορούν ή να μην θέλουν να το διακρατήσουν. Αυτό είναι μια δύσκολη κατάσταση για τη Γαλλία».
Πρόσθεσε ότι, παρόλο που η Βρετανία έχει περισσότερη ευελιξία εκτός ευρωζώνης, τα δημόσια οικονομικά της έχουν επιδεινωθεί σημαντικά την τελευταία δεκαετία.
Σήμερα, το κόστος δανεισμού της είναι υψηλότερο από αυτό χωρών όπως η Πορτογαλία, η Ιταλία και η Ελλάδα, που κάποτε βρίσκονταν στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους.