Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα στις 28 Μαΐου, καθοδηγώντας τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες να αναπτύξουν ρυθμιστικούς κανονισμούς για έναν υπάρχοντα νόμο που προστατεύει τις εταιρείες κοινωνικών μέσων από το να δεχτούν μήνυση για περιεχόμενο που ανήρτησε κάποιος χρήστης. Οι ρυθμιστικοί κανονισμοί θα αποσκοπούν στην προστασία των χρηστών από αθέμιτες ή παραπλανητικές πρακτικές περιορισμού περιεχομένου που εφαρμόζουν οι εταιρείες κοινωνικών μέσων.
Το διάταγμα μπορεί να αναγκάσει τους γίγαντες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως το Twitter, το Facebook και το YouTube να χαλαρώσουν τους περιορισμούς περιεχομένου που επιβάλλουν, ειδικά στην πολιτική ομιλία, για να μην κινδυνεύσουν να χάσουν σημαντικό μέρος από την προστασία ευθύνης.
Πριν από λίγες μέρες, το Twitter πρόσθεσε μια νέα ετικέτα «έλεγχος πληροφοριών» (ή «έλεγχος αλήθειας, ή γεγονότων») σε δύο από τις αναρτήσεις του Τραμπ, στο οποίο απάντησε κατηγορώντας την εταιρεία για παρέμβαση στις εκλογές.
«Οι επιλογές που κάνει το Twitter όταν επιλέγει να καταστείλει, να αλλάξει, να βάλει σε μαύρη λίστα, να αποκρύπτει αναρτήσεις, είναι αποφάσεις των διευθυντών του, καθαρά και απλά», δήλωσε ο πρόεδρος. «Σε εκείνες τις στιγμές, το Twitter παύει να είναι μια ουδέτερη δημόσια πλατφόρμα και [γίνεται] συντάκτης με άποψη, και νομίζω ότι μπορούμε να το πούμε αυτό και για άλλους».
Ο Τραμπ κατηγόρησε το Twitter ότι «προσάπτει επιλεκτικά» την επισήμανση του «ελέγχου γεγονότων», σημειώνοντας ότι έχουν τη δύναμη να επιλέξουν σε τι θα προσάψουν την ετικέτα προειδοποίησης και τι να αγνοούν ή να προωθούν. Είπε ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από «πολιτικός ακτιβισμός».
«Νομίζω ότι όλοι το βλέπετε οι ίδιοι, αυτή η λογοκρισία και η προκατάληψη αποτελούν απειλή για την ίδια την ελευθερία», είπε. «Φανταστείτε εάν η τηλεφωνική σας εταιρεία εμποδίσει ή αλλάξει τη συνομιλία σας».
Ο Τραμπ ζήτησε νέους κανονισμούς υπό το άρθρο 230 του Νόμου περί Ευπρέπειας Επικοινωνιών του 1996, ώστε οι εταιρείες κοινωνικών μέσων δικτύωσης που εφαρμόζουν «λογοκρισία» ή «πολιτική συμπεριφορά» να «μην μπορούν να διατηρήσουν την ασπίδα ευθύνης τους».
Το άρθρο 230 εξαιρεί σε μεγάλο βαθμό τις διαδικτυακές πλατφόρμες από την ευθύνη για περιεχόμενο που δημοσιεύεται από τους χρήστες τους, παρόλο που μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνες για περιεχόμενο που παραβιάζει τους νόμους κατά της εμπορίας ανθρώπων ή της πνευματικής ιδιοκτησίας.
Ο νόμος προοριζόταν για την προστασία μιας «νεοσυσταθείσας βιομηχανίας», δήλωσε ο Γενικός Εισαγγελέας Γουίλιαμ Μπαρ μετά την ανακοίνωση του Τραμπ για την εκτελεστική εντολή, προσθέτοντας ότι έκτοτε «έχει επεκταθεί πολύ πέρα από την αρχική του πρόθεση, και οι άνθρωποι και στις δύο πλευρές το αισθάνονται αυτό».
Ο νόμος επιτρέπει στις εταιρείες να περιορίζουν ή να καταργούν περιεχόμενο «με καλή πίστη» εάν το θεωρούν «άσεμνο, χυδαίο, λάγνο, βρώμικο, υπερβολικά βίαιο, παρενοχλητικό ή με άλλο τρόπο απαράδεκτο».
Ωστόσο, οι προστασίες [ευθύνης] δεν προορίζονταν να εφαρμοστούν σε υπηρεσίες που λειτουργούν περισσότερο ως εκδότες παρά ως πλατφόρμες, ανέφερε ο Μπαρ.
«Όταν αναρτούν το δικό τους περιεχόμενο, όπως το περιεχόμενο του ελέγχου γεγονότων, προσκολλώντας το στο περιεχόμενο άλλων ανθρώπων, και όταν επεξεργάζονται τη συλλογή περιεχομένου τους και όταν αρχίζουν να λογοκρίνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο, σε πολλές περιπτώσεις υπό την καθοδήγηση ξένων κυβερνήσεων, όπως η κομμουνιστική Κίνα, γίνονται εκδότες», είπε.
Η εντολή του Τραμπ κατευθύνει την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (ΟΕΕ) να εκπονήσει κανονισμούς για το τι είναι και τι δεν είναι «καλή πίστη» εκ μέρους των διαδικτυακών πλατφορμών. Οι κανονισμοί θα πρέπει να διευκρινίζουν πότε οι περιορισμοί περιεχομένου είναι «παραπλανητικοί, προσχήματα, ή ασυνεπείς με τους όρους παροχής υπηρεσιών ενός παρόχου· ή … εφαρμόζονται χωρίς παροχή επαρκούς ειδοποίησης, αιτιολογημένης εξήγησης από την πλατφόρμα ή χωρίς παροχή ενός εύλογου διαστήματος για εξήγηση από τον χρήστη».
Η εντολή μπορεί να αναγκάσει τις εταιρείες τεχνολογίας να παρέχουν πάντα μια αιτιολόγηση, έναν τρόπο ένστασης, και κάποιο χρόνο για απάντηση, προτού η εταιρεία λάβει ένα περιοριστικό μέτρο έναντι του περιεχομένου που έχει δημοσιεύσει ο χρήστης. Οι εταιρείες μπορεί επίσης να χρειαστεί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους, από ισχυρισμούς ότι η αιτιολόγηση που έδωσαν δεν ήταν η σωστή.
Οι χρήστες θα μπορούν να εκφράζουν τα παράπονά τους απευθείας στον Λευκό Οίκο μέσω ενός ιστότοπου «Tech Bias Reporting», τον οποίο ο Τραμπ είχε ήδη λειτουργήσει για αρκετούς μήνες πέρυσι. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, συγκέντρωσε πάνω από 16.000 καταγγελίες ηλεκτρονικής λογοκρισίας. Ο ιστότοπος θα αποκατασταθεί και τα παράπονα που θα λάβει θα αποσταλούν απευθείας στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (ΟΕΕ), η οποία θα τα συνοψίσει σε μια δημόσια έκθεση.
Ο Τραμπ δίνει εντολή στην ΟΕΕ να «αποφασίσει αν χρειάζεται να λάβει μέτρα» εναντίον διαδικτυακών πλατφορμών που διαπράττουν «άδικες ή παραπλανητικές πράξεις ή πρακτικές» εάν «περιορίσουν την ομιλία [των χρηστών τους] με τρόπους που δεν συμμορφώνονται με τις δημόσιες αναφορές αυτών των οντοτήτων σχετικά με αυτές τις πρακτικές», αναφέρει η εντολή.
Η ΟΕΕ θα κληθεί επίσης να προτείνει κανονισμούς που «συμπαρένει ότι μπορεί να είναι κατάλληλοι για την εφαρμογή της πολιτικής» που ορίζεται στην εντολή.
«Η επικοινωνία μέσω αυτών των καναλιών έχει καταστεί σημαντική για την ουσιαστική συμμετοχή στην αμερικανική δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένης της προώθησης εκλεγμένων αρχόντων», λέει η εντολή. «Αυτοί οι ιστότοποι παρέχουν ένα σημαντικό φόρουμ στο κοινό ώστε κάποιοι να ασκούν ελεύθερη έκφραση και συζήτηση».
Αναφέρει την υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1980 του «Εμπορικού κέντρου Προύνγιαρντ εναντίον Ρόμπινς», η οποία καθόρισε ότι οι πολιτείες είναι ελεύθερες να εκδίδουν νόμους που επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση στην ιδιωτική ιδιοκτησία.
Αυτό υποδηλώνει ότι ο Λευκός Οίκος θα υποστηρίξει πολιτείες που παρέχουν στους κατοίκους τους επιπλέον δικαιώματα κατά την περιήγηση στο Διαδίκτυο — όπως το δικαίωμα ελεύθερης έκφρασης. Οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα αναγκαστούν τότε να σεβαστούν αυτά τα δικαιώματα όταν παρέχουν υπηρεσίες σε αυτές τις πολιτείες.
Ο Μπαρ κατηγόρησε τους γίγαντες τεχνολογίας ότι χρησιμοποίησαν την επιρροή τους για να επηρεάσουν τη δημόσια συζήτηση.
«Υπάρχει σε έναν βαθμό μια προσπάθεια παραπλάνησης στην κοινωνία μας».
«Αυτές οι εταιρείες αναπτύχθηκαν επειδή ξεχώρισαν ως ελεύθερα δημόσια φόρουμ όπου μια ποικιλία διαφορετικών φωνών θα μπορούσε να πάει εκεί και να ακουστεί. Έτσι μεγάλωσαν. Έτσι προσέλκυσαν την προσοχή. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι τις χρησιμοποίησαν», είπε.
Ακολουθήστε τον Bowen στο Twitter: @BowenXiao_
Πώς διαφέρει η Epoch Times από άλλες εφημερίδες;
Η Epoch Times είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη ανεξάρτητη εφημερίδα στην Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί από άλλους οργανισμούς μέσων μαζικής ενημέρωσης επειδή δεν επηρεαζόμαστε από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Ο μόνος μας στόχος είναι να φέρουμε στους αναγνώστες μας ακριβείς πληροφορίες και να είμαστε υπεύθυνοι στο κοινό.
Δεν ακολουθούμε την ανθυγιεινή τάση στο σημερινό περιβάλλον των μέσων ενημέρωσης, της δημοσιογραφίας που έχει μια ατζέντα, και αντ’ αυτού χρησιμοποιούμε τις αρχές μας Αλήθεια και Παράδοση ως πυξίδα.