Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, υπέγραψε πρόσφατα εκτελεστικό διάταγμα που στοχεύει στην αναβίωση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας, επιδιώκοντας να περιορίσει την κυριαρχία της Κίνας στον παγκόσμιο ναυπηγικό τομέα. Η Κίνα κατασκευάζει περισσότερα από τα μισά εμπορικά πλοία παγκοσμίως, ενώ η αμερικανική βιομηχανία έχει υποχωρήσει σημαντικά. Στο πλαίσιο αυτό, η κυβέρνηση Τραμπ προτείνει την επιβολή σημαντικών τελών σε κινεζικά πλοία ή πλοία κατασκευασμένα στην Κίνα που προσεγγίζουν αμερικανικά λιμάνια, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης από την κινεζική ναυπηγική βιομηχανία και την ενίσχυση της εγχώριας ναυπήγησης.
Η πρόταση αυτή εντάσσεται σε μια ευρύτερη εμπορική στρατηγική των ΗΠΑ, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία νέου γραφείου ναυπηγικής στον Λευκό Οίκο και την προσφορά ειδικών φορολογικών κινήτρων για την ενίσχυση της εγχώριας ναυπηγικής βιομηχανίας. Ωστόσο, αναλυτές εκφράζουν σκεπτικισμό για την ταχεία αναβίωση του κλάδου, δεδομένων των υψηλών εργατικών και πρώτων υλών στις ΗΠΑ. Η Κίνα, μέσω κρατικών επιδοτήσεων και μαζικής παραγωγής, έχει καταφέρει να ξεπεράσει Ιαπωνία και Νότια Κορέα, καθιερώνοντας την κυριαρχία της στη ναυπηγική αγορά.
Η επιβολή των νέων τελών αναμένεται να επηρεάσει περίπου το 43% των προσεγγίσεων εμπορικών πλοίων στα αμερικανικά λιμάνια, προκαλώντας ανησυχίες για πιθανές αλυσιδωτές επιπτώσεις στην παγκόσμια ναυτιλιακή αγορά. Ορισμένες ναυτιλιακές εταιρείες ενδέχεται να δημιουργήσουν θυγατρικές με μικρότερο ποσοστό κινεζικής ναυπήγησης για να μειώσουν το ύψος των τελών.
Η στρατηγική αυτή της κυβέρνησης Τραμπ έχει ως στόχο την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας και της οικονομικής ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, αλλά ενδέχεται να προκαλέσει εντάσεις στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις και να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα της παγκόσμιας εφοδιαστικής αλυσίδας. Η επιτυχία του σχεδίου εξαρτάται από την ικανότητα των ΗΠΑ να ανταγωνιστούν την κινεζική κυριαρχία στη ναυπηγική βιομηχανία και να αναπτύξουν μια βιώσιμη και ανταγωνιστική εγχώρια παραγωγή πλοίων.