Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας στις 23 Οκτωβρίου. Τα μέτρα στοχεύουν στον λεγόμενο «σκιώδη στόλο» της χώρας, τράπεζες, εταιρείες τρίτων χωρών και παρόχους κρυπτονομισμάτων.
Πρόκειται για το 19ο κατά σειρά πακέτο κυρώσεων της Ένωσης σε βάρος της Μόσχας, ως απάντηση στην κλιμακούμενη επιθετικότητα της Ρωσίας στην Ουκρανία και ιδίως στις επιθέσεις κατά πολιτικών υποδομών, όπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του Συμβουλίου της ΕΕ.
Στα μέτρα περιλαμβάνεται η επιβολή κυρώσεων σε επιπλέον 117 πλοία του ρωσικού «σκιώδους στόλου», ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό στα 557. Τα δεξαμενόπλοια αυτά, τα οποία δεν ανήκουν σε εταιρείες της ΕΕ, φέρονται να μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο παρά τις ήδη ισχύουσες κυρώσεις.
Επίσης, απαγόρευση εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου θα τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2027 για τα μακροχρόνια συμβόλαια και εντός εξαμήνου για τα βραχυπρόθεσμα.
Πέντε ακόμη ρωσικές τράπεζες προστέθηκαν στη λίστα απαγόρευσης συναλλαγών, ενώ κυρώσεις πλήρους κλίμακας επιβλήθηκαν και στον δημιουργό ενός κρυπτονομίσματος που στηρίζεται στο ρούβλι.
Το πακέτο προσθέτει 45 επιχειρήσεις στον κατάλογο αυτών που εμπλέκονται είτε σε παράκαμψη κυρώσεων, είτε στη στήριξη του ρωσικού στρατιωτικού-βιομηχανικού συμπλέγματος: 28 εξ αυτών εδρεύουν στη Ρωσία, 12 στην Κίνα και το Χονγκ Κονγκ, 3 στην Ινδία και 2 στην Ταϊλάνδη. Επιπλέον, η ΕΕ ρυθμίζει πλέον και την κίνηση Ρώσων διπλωματών, με στόχο να αντιμετωπίσει απόπειρες αποσταθεροποίησης.
Η Καγιά Κάλλας, ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας, σχολίασε: «Όλο και πιο δύσκολο γίνεται για τον Πούτιν να χρηματοδοτεί τον πόλεμό του. Κάθε ευρώ που στερούμε από τη Ρωσία, είναι ένα ευρώ λιγότερο για τις πολεμικές της δαπάνες».
Το τελευταίο αυτό βήμα σημειώθηκε μία ημέρα αφότου η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε αυστηρότερες κυρώσεις στη Μόσχα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δύο μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας, η Lukoil και η Rosneft.
Από την πλευρά της Μόσχας, η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα δήλωσε σε ενημέρωση δημοσιογράφων: «Οι προσπάθειες των Βρυξελλών να επιβάλλουν κυρώσεις στη Ρωσία έχουν γυρίσει μπούμερανγκ, ενώ τα περιθώρια για περαιτέρω επέκτασή τους έχουν σε μεγάλο βαθμό εξαντληθεί».
Σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS, η κ. Ζαχάροβα τόνισε πως η Μόσχα διατηρεί το δικαίωμα να απαντήσει στις κυρώσεις της ΕΕ, ακόμη και αν είναι προφανές ότι πρόκειται για αποτυχημένες προσπάθειες να βλάψουν τη Ρωσία. «Όπως πάντα, θα απαντήσουμε με τον ενδεδειγμένο τρόπο, με προσοχή και με γνώμονα τα θεμελιώδη μας συμφέροντα», πρόσθεσε.
Σε ανάρτησή του στην πλατφόρμα X, ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι ευχαρίστησε την ΕΕ για την επιβολή των νέων κυρώσεων, τονίζοντας: «Ήταν καθοριστικό η Ένωση, οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο να κινηθούν ταυτόχρονα, εντείνοντας την πίεση προς τη Ρωσία και φέρνοντας την ειρήνη που όλοι έχουμε ανάγκη πιο κοντά».
Επιπλέον, ανέφερε: «Η ασκούμενη πίεση μέσω κυρώσεων πρέπει να αυξηθεί και αυτό θα συζητήσουμε σήμερα στις Βρυξέλλες με τους εταίρους μας». Ο κ. Ζελένσκι βρέθηκε στις Βρυξέλλες για τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 23 Οκτωβρίου, με κύριο θέμα την πορεία της Ουκρανίας προς την ένταξη στην ΕΕ και τη συνέχιση της αμυντικής βοήθειας. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι συζητούν επίσης το ενδεχόμενο συνέχισης της στήριξης προς το Κίεβο για τα επόμενα δύο χρόνια.
Σε άλλα σχετικά γεγονότα, συνάντηση μεταξύ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν που είχε σχεδιαστεί να γίνει στη Βουδαπέστη ακυρώθηκε αυτήν την εβδομάδα, όπου θα συζητούσαν τρόπους για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.
Η ακύρωση ακολούθησε τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο και του Ρώσου ομολόγου του, Σεργκέι Λαβρόφ, οι οποίοι επίσης επρόκειτο να συναντηθούν αυτήν την εβδομάδα προκειμένου να προετοιμάσουν μια ενδεχόμενη σύνοδο κορυφής.
Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου δήλωσε: «Ο υπουργός Εξωτερικών Ρούμπιο και ο υπουργός Λαβρόφ είχαν μια παραγωγική συνομιλία. Συνεπώς, μια επιπλέον κατ’ ιδίαν συνάντηση δεν κρίνεται αναγκαία, ενώ δεν προγραμματίζεται άμεση συνάντηση μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Πούτιν».
Την επόμενη μέρα, ο Ντόναλντ Τραμπ τόνισε: «Ακυρώσαμε τη συνάντηση με τον πρόεδρο Πούτιν – απλώς δεν μου φάνηκε σωστό. Δεν πίστεψα ότι θα οδηγούμασταν εκεί που πρέπει να φτάσουμε. Έτσι, την ακύρωσα, αλλά θα την κάνω στο μέλλον. Αυτό που μπορώ να πω με ειλικρίνεια είναι το εξής: κάθε φορά που μιλάω με τον Βλαντιμίρ, η συζήτηση πηγαίνει καλά, αλλά τελικά δεν γίνεται τίποτα. Απλώς, δεν οδηγούν πουθενά».
Με την συμβολή των Εμέλ Ακάν και Τζέικομπ Μπεργκ.








