Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα ξεκινήσει τις επόμενες εβδομάδες τη συγκέντρωση της ζήτησης για φυσικό αέριο από ευρωπαϊκές εταιρείες, στο πλαίσιο των προσπαθειών της να απεξαρτήσει την ήπειρο από τη ρωσική ενέργεια.
Την ανακοίνωση αυτή έκανε ο επίτροπος Ενέργειας της Ε.Ε., Νταν Γιόργκενσεν, στις 28 Οκτωβρίου. «Θα εκκινήσουμε μια στοχευμένη άσκηση συγκέντρωσης ζήτησης φυσικού αερίου για τις εταιρείες της περιοχής», δήλωσε ο Γιόργκενσεν μετά τη μινι-υπουργική σύνοδο για τη διασύνδεση της ενέργειας στην Κεντρική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, στη Ρουμανία.
Η Ε.Ε. διαπραγματεύεται αυτή τη στιγμή την απαγόρευση εισαγωγών πετρελαίου και αερίου από τη Μόσχα μέχρι τον Ιανουάριο του 2028.
Πριν από την έναρξη του πολέμου μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, η Ρωσία κάλυπτε περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ένωσης, προσφέροντας ακόμη σημαντικές ποσότητες αργού πετρελαίου και άνθρακα.
Ο Γιόργκενσεν εξήγησε ότι η επαναλειτουργία του μηχανισμού συγκέντρωσης ζήτησης στοχεύει στη διασφάλιση προμηθειών φυσικού αερίου σε ανταγωνιστικές τιμές και με ευρύτερη γεωγραφική διασπορά.
Η πρωτοβουλία για συγκέντρωση της ζήτησης φυσικού αερίου ξεκίνησε από την Ένωση το 2022, ως απάντηση στον πόλεμο στην Ουκρανία και την ανάγκη απεξάρτησης από το ρωσικό καύσιμο.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία για τον πραγματικό όγκο των υπογεγραμμένων συμβολαίων ή προμηθειών μέσω της πλατφόρμας.
Το σύστημα συγκεντρώνει τη ζήτηση και φέρνει σε επαφή αγοραστές και προμηθευτές αερίου, με τις μεταξύ τους διαπραγματεύσεις να παραμένουν ανεξάρτητες – πράγμα που σημαίνει ότι οι εταιρείες δεν είναι ακόμη υποχρεωμένες να δηλώνουν τις συμφωνίες τους.
Η Ε.Ε. έχει δεσμευτεί να αυξήσει σημαντικά τις ενεργειακές εισαγωγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες, προχωρώντας σε αγορές ύψους 250 δισ. δολαρίων ετησίως ως το 2028, βάσει εμπορικής συμφωνίας με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Ο Τραμπ έχει εκφράσει έντονη δυσαρέσκεια για τα ευρωπαϊκά κράτη-συμμάχους της Αμερικής που συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσική ενέργεια ενόσω διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, επέκρινε τους συμμάχους του ΝΑΤΟ λέγοντας: «Ανεξήγητα, ακόμη και χώρες του ΝΑΤΟ δεν έχουν διακόψει σε μεγάλο βαθμό την αγορά ρωσικής ενέργειας και ρωσικών ενεργειακών προϊόντων. Σκεφτείτε το – χρηματοδοτούν τον πόλεμο εναντίον των ίδιων τους των εαυτών».
Στις 23 Οκτωβρίου, η Ε.Ε. συμφώνησε σε νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που στοχεύει στον «σκιώδη στόλο» της Μόσχας, τράπεζες, εταιρείες τρίτων χωρών και παρόχους κρυπτονομισμάτων.
Το Συμβούλιο της Ε.Ε. ανακοίνωσε ότι αυτό το δέκατο ένατο πακέτο κυρώσεων αποτελεί απάντηση στην κλιμάκωση της ρωσικής επιθετικότητας, κυρίως μέσω επιθέσεων σε υποδομές πολιτών.
Στα μέτρα περιλαμβάνεται η επιβολή κυρώσεων σε 117 επιπλέον πλοία του ρωσικού σκιώδους στόλου – με το σύνολο να φθάνει τα 557 – καθώς και η επιβεβαίωση απαγόρευσης εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), με ισχύ από τον Ιανουάριο 2027 για τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια και εντός εξαμήνου για τα βραχυπρόθεσμα.
Η απαγόρευση αυτή θα απαιτήσει από τα κράτη-μέλη που συνεχίζουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο να διακόψουν τα συμβόλαιά τους και να αναζητήσουν εναλλακτικές πηγές.
Ορισμένες χώρες της Ε.Ε., όπως η Γαλλία και το Βέλγιο, συνεχίζουν να εισάγουν ρωσικό LNG, ενώ η Σλοβακία και η Ουγγαρία λαμβάνουν παραδόσεις αερίου μέσω αγωγών.
Ειδικά η Ουγγαρία έχει εκφράσει ανοικτά την αντίθεσή της σε οποιοδήποτε σχέδιο αποκλεισμού της ρωσικής ενέργειας.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ουγγαρίας, Πέτερ Σιγιάρτο, δήλωσε στις 15 Οκτωβρίου: «Οι Ευρωπαίοι φίλοι μου συμπεριφέρονται σαν παράφρονες σε ό,τι αφορά την ενέργεια. Τώρα οι Βρυξέλλες μας αναγκάζουν να αντικαταστήσουμε φθηνές και αξιόπιστες πηγές φυσικού αερίου με ακριβότερες και λιγότερο αξιόπιστες. Η Ουγγαρία δεν βρίσκει κανένα όφελος σε αυτό».
Αντίστοιχη στάση κρατά και η Σλοβακία, ένα ακόμη μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ με μεγάλη εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Σλοβακίας, Γιούραϊ Μπλινάρ, ανέφερε στο πρακτορείο Reuters, στο πλαίσιο της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. στις 24 Σεπτεμβρίου: «Δεν έχουμε άλλες επιλογές που να μπορούν να διατηρηθούν και να προσφέρουν λογικές τιμές. Η διαφοροποίηση απαιτεί χρόνο. Γι’ αυτό καλούμε σε κάποια μορφή κατανόησης».








