Την 13η Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ψήφισε υπέρ της μείωσης των απαιτήσεων για εταιρική βιωσιμότητα και δέουσα επιμέλεια, με στόχο την ελάφρυνση των υποχρεώσεων αναφοράς για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η Οδηγία για τη Δέουσα Επιμέλεια Εταιρικής Βιωσιμότητας της ΕΕ (CSDDD) υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και περιβαλλοντικών επιπτώσεων στις αλυσίδες εφοδιασμού τους, υπό την απειλή προστίμων που ανέρχονται στο 5% του παγκόσμιου τζίρου τους.
Σήμερα, τα όρια συμμόρφωσης για τη δέουσα επιμέλεια αφορούν επιχειρήσεις με 1.000 και άνω εργαζόμενους και κύκλο εργασιών άνω των 450 εκατ. ευρώ. Η εφαρμογή των κανόνων αυτών είχε ήδη μετατεθεί κατά ένα έτος, έως τον Ιούλιο του 2027.
Με την ψήφο της 13ης Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι μόνο οι εταιρείες με τουλάχιστον 5.000 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών τουλάχιστον 1,5 δισ. ευρώ θα πρέπει να υπάγονται στις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας.
Για κοινωνική και περιβαλλοντική αναφορά, το όριο διαμορφώνεται για εταιρείες με περισσότερους από 1.750 εργαζόμενους και ετήσιο καθαρό κύκλο εργασιών άνω των 450 εκατ. ευρώ. Το Ευρωκοινοβούλιο σημείωσε ότι για αυτό το περιορισμένο εύρος επιχειρήσεων, θα συνεχίσει η υποχρεωτική αναφορά με βάση την ταξινομία της ΕΕ για τις βιώσιμες επενδύσεις.
Πίεση για χαλάρωση των κανόνων άσκησαν επιχειρήσεις και αξιωματούχοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κατάρ, τη Γαλλία και τη Γερμανία. «Η σημερινή ψηφοφορία δείχνει πως η Ευρώπη μπορεί να είναι ταυτόχρονα βιώσιμη και ανταγωνιστική.
Απλοποιούμε τους κανόνες, μειώνουμε τα κόστη και προσφέρουμε στις επιχειρήσεις τη σαφήνεια που χρειάζονται για να αναπτυχθούν, να επενδύσουν και να δημιουργήσουν καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας», δήλωσε ο Γιούργκεν Βάρμπορν, ευρωβουλευτής και εισηγητής της νομοθεσίας στην Επιτροπή Νομικών Υποθέσεων.
Η πρόταση εγκρίθηκε με 382 ψήφους υπέρ, 249 κατά και 13 αποχές, ανοίγοντας τον δρόμο για διαπραγματεύσεις με τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών εντός του μήνα.
Διεθνείς αντιδράσεις και αντιστάσεις
Η αναθεώρηση των κανονισμών ήρθε μετά από μήνες αντιδράσεων από διεθνείς παραγωγούς ενέργειας και βιομηχανικές ενώσεις, οι οποίοι εξέφρασαν ανησυχίες για την εμβέλεια της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Τον Οκτώβριο, ο υπουργός Ενέργειας των ΗΠΑ Κρις Ράιτ και ο υπουργός Ενέργειας του Κατάρ Σάουντ αλ-Καμπί προειδοποίησαν πως η CSDDD θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη συνεργασία σε μια περίοδο που η Ευρώπη προσπαθεί να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της.
Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ο Καμπί, επικεφαλής της Qatar Energy, ανέφερε από το Διεθνές Συνέδριο Πετρελαίου του Άμπου Ντάμπι στις 3 Νοεμβρίου: «Το Κατάρ θα διακόψει τις προμήθειες LNG προς την Ευρώπη αν η οδηγία προχωρήσει χωρίς αλλαγές».
Ο διευθύνων σύμβουλος της ExxonMobil, Ντάρεν Γουντς, προειδοποίησε επίσης στις 3 Νοεμβρίου ότι η οδηγία καθιστά μη βιώσιμη τη συνέχιση των δραστηριοτήτων στην Ευρώπη.
Μιλώντας στο πρακτορείο Reuters στο περιθώριο της έκθεσης του Άμπου Ντάμπι, ο Γουντς δήλωσε: «Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις διεθνείς επιχειρήσεις». Υποστήριξε, μάλιστα, πως οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το κανονιστικό πλαίσιο θα υποχρέωναν την εταιρεία να εφαρμόσει τις κλιματικές δεσμεύσεις της ΕΕ σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τον Μάιο, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας ζήτησαν από την ΕΕ να αποσύρει το προτεινόμενο νομοσχέδιο. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, στις 19 Μαΐου, τόνισε πως «η οδηγία πρέπει να αποσυρθεί», ενώ ο καγκελάριος της Γερμανίας Φριντριχ Μερτς απηύθυνε παρόμοιο αίτημα στην πρώτη του επίσκεψη στις Βρυξέλλες, λέγοντας πως η νομοθεσία θα επιβαρύνει επιπλέον τη δοκιμαζόμενη ευρωπαϊκή βιομηχανία.
Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν ήδη διαμορφώσει τη δική τους θέση επί του ζητήματος, ανοίγοντας τον δρόμο για διαπραγματεύσεις με το Ευρωκοινοβούλιο και τις εθνικές κυβερνήσεις που ξεκινούν στις 18 Νοεμβρίου. Στόχος των ευρωπαϊκών θεσμών είναι η ολοκλήρωση της νομοθεσίας έως το τέλος του 2025.
Με πληροφορίες από το Reuters








