Δικαστήριο εφέσεων της Νέας Υόρκης ακύρωσε το πρόστιμο των 500 εκατομμυρίων δολαρίων που είχε επιβληθεί στον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ στην υπόθεση επιχειρηματικής απάτης για την οποία είχε καταδικαστεί. Η απόφαση εκδόθηκε στις 21 Αυγούστου, μετά από ακρόαση το 2024, κατά την οποία το δικαστήριο είχε εκφράσει επιφυλάξεις για την υπόθεση κατά του Τραμπ.
«Στην ουσία», δήλωσε ένας από τους δικαστές, το πρόστιμο που αντιμετώπιζε ο Τραμπ «ισοδυναμούσε με κάτι κοντά σε εμπορική θανατική ποινή».
Σύμφωνη γνώμη του δικαστή Πήτερ Μώλτον ανέφερε ότι η εντολή αποζημίωσης του κατώτερου δικαστηρίου, που απαιτούσε από τους κατηγορούμενους να πληρώσουν σχεδόν μισό δισεκατομμύριο δολάρια στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, συνιστά υπερβολικό πρόστιμο που παραβιάζει την Ογδοη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος.
Ο δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, Άρθουρ Ενγκόρον, είχε αποφανθεί κατά του Τραμπ τον Φεβρουάριο του 2024, με αποτέλεσμα η απόφαση να υπερβαίνει τα 460 εκατομμύρια δολάρια με τους τόκους. Ο Τραμπ κατέθεσε ομόλογα ύψους 175 εκατομμυρίων δολαρίων, ενώ η διαδικασία έφεσης διεξήχθη στο Πρώτο Τμήμα Εφετών της Νέας Υόρκης.
Συνολικά, το δικαστήριο εφέσεων επιβεβαίωσε την απόφαση Ενγκόρον, αλλά η πενταμελής σύνθεση ήταν διχασμένη, με τρεις διαφορετικές γνώμες, συμπεριλαμβανομένων μερικών διαφωνιών. Το δικαστήριο άφησε επίσης ανοικτή τη δυνατότητα για νέα έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Νέας Υόρκης.
Δύο από τους δικαστές, ο Μώλτον και η Ντάιαν Ρένγουικ, υποστήριξαν ότι η γενική εισαγγελέας Λετίσια Τζέημς «ενήργησε στο πλαίσιο των νόμιμων αρμοδιοτήτων της με την κατάθεση της αγωγής και υπερασπίστηκε δημόσιο συμφέρον». Ωστόσο, διαφώνησαν με το ύψος του προστίμου.
Η πλειοψηφία του δικαστηρίου θεώρησε ότι η απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί μαζί με το πρόστιμο, σημειώνοντας ότι η Τζέημς «δεν έχει ακόμη αποδείξει την υπόθεσή της». Οι δικαστές Τζον Χίγκιτ και Λινέτ Ροσάδο υποστήριξαν ότι η απόφαση Ενγκόρον θα έπρεπε να ακυρωθεί και να διαταχθεί νέα δίκη.
«Παρά την ανάλυσή μας, όπως αντικατοπτρίζεται στο κείμενό μας, η ακύρωση της απόφασης και μια νέα δίκη αποτελούν την κατάλληλη λύση», ανέφεραν οι Χίγκιτ και Ροσάδο, επισημαίνοντας την ανάγκη να αποφευχθεί η επαναδιατύπωση επιχειρημάτων.
Η Τζέημς δήλωσε ότι το γραφείο της θα ασκήσει έφεση και τόνισε την επιβεβαίωση της απόφασης Ενγκόρον. «Το Πρώτο Τμήμα σήμερα επιβεβαίωσε την τεκμηριωμένη απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου: ο Ντόναλντ Τραμπ, η εταιρεία του και δύο από τα παιδιά του είναι υπεύθυνοι για απάτη», ανέφερε σε δήλωσή της.
Το δικαστήριο διατήρησε επίσης τα περιοριστικά μέτρα που είχαν επιβληθεί, περιορίζοντας τη δυνατότητα του Τραμπ και των στελεχών της Trump Organization να δραστηριοποιούνται επιχειρηματικά στη Νέα Υόρκη.
Ο δικαστής Ντέηβιντ Φρήντμαν, επικρίνοντας την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου και τη δράση της Τζέημς, κατηγόρησε την εισαγγελέα ότι ενδιαφέρεται για «πολιτική εξυγίανση» με στόχο τον τερματισμό της πολιτικής καριέρας του Τραμπ και την καταστροφή της επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
Ο Τραμπ, σε ανάρτησή του, χαρακτήρισε την απόφαση «ολοκληρωτική νίκη» και αναφέρθηκε με έπαινο στα λόγια του δικαστή Φρήντμαν. Η αναπληρώτρια εισαγγελέας των ΗΠΑ για το Νιου Τζέρσεϋ, Αλίνα Χάμπα, που εκπροσώπησε επίσης τον Τραμπ στη δίκη, χαιρέτισε την απόφαση ως «ηχηρή νίκη για τον πρόεδρο Τραμπ και την εταιρεία του».
Η απόφαση ελήφθη περίπου έναν χρόνο μετά τις προφορικές αγορεύσεις του Σεπτεμβρίου 2024, εν μέσω έντονης δικαστικής δραστηριότητας. Πέραν της πολιτικής υπόθεσης απάτης, ο Τραμπ είχε βρεθεί ένοχος για 34 κακουργηματικές κατηγορίες ψευδών επιχειρηματικών εγγράφων το 2024, με την ποινή του να είναι κυρίως συμβολική. Και στις δύο υποθέσεις, ο Τραμπ είχε δηλώσει αθώος, ενώ οι κατηγορίες κατά της κόρης του Ιβάνκα απορρίφθηκαν λόγω παραγραφής.
Ο Ενγκόρον είχε τελικά εκδώσει συνοπτική απόφαση, βρίσκοντας τον Τραμπ υπεύθυνο για απάτη, απαγορεύοντας στον πρώην οικονομικό διευθυντή του, Άλλεν Βάισσελμπεργκ, τον έλεγχο των οικονομικών οποιασδήποτε εταιρείας στη Νέα Υόρκη. Οι δικαστές Μώλτον και Ρένγουικ υπερασπίστηκαν αυτά τα μέτρα, καθώς και άλλες εντολές παρακολούθησης των δραστηριοτήτων των κατηγορουμένων.
Εκτός από το μερίδιο του Τραμπ στο πρόστιμο, οι γιοι του, Ντόναλντ Τζούνιορ και Έρικ, υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν από 4.013.024 δολάρια ο καθένας, ενώ ο Βάισσελμπεργκ 1 εκατομμύριο δολάρια, από αποζημίωση που έλαβε.
Οι Μώλτον και Ρένγουικ επεσήμαναν ότι η Τζέημς δεν απέδειξε επαρκώς μια λογική εκτίμηση των κερδών που σχετίζονταν με τις φερόμενες παραβάσεις. Οι Χίγκιτ και Ροσάδο επικεντρώθηκαν σε συνοπτική απόφαση του Ενγκόρον πριν τη δίκη, θεωρώντας ότι η εσφαλμένη εκτίμηση επηρέασε ολόκληρη τη διαδικασία. Ο Φρήντμαν υποστήριξε ότι τα φερόμενα παραπτώματα δεν σχετίζονται με το δημόσιο συμφέρον, εκφράζοντας ανησυχία για τη διάσπαση της σύνθεσης του δικαστηρίου.
Του Sam Dorman