Για δεκαετίες, η λιποπρωτεΐνη χαμηλής πυκνότητας χοληστερόλη (low-density lipoprotein – LDL) αναφερόταν συνήθως ως η «κακή χοληστερίνη» λόγω του συσχετισμού της με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών νοσημάτων, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό.
Ωστόσο, νέα μελέτη που περιλαμβάνει πάνω από 4 εκατομμύρια άτομα από όλη την Κίνα αμφισβητεί αυτή την πεποίθηση, υποδηλώνοντας πως η LDL μπορεί να μην είναι τόσο επιβλαβής όσο νομίζαμε μέχρι τώρα – τουλάχιστον, όχι για όλους.
Έρευνα με επικεφαλής τον Δρα Λιανγκ Τσεν αποκαλύπτει μια πιο περίπλοκη εικόνα. Ενώ τα υψηλά επίπεδα LDL συνδέονται με την αύξηση της θνησιμότητας σε κάποιες ομάδες , δεν ενέχουν τους ίδιους κινδύνους για άλλους, όπως ανακάλυψαν. Η σχέση μεταξύ της LDL και της θνησιμότητας ποικίλει σημαντικά με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής πάθησης του ατόμου και τη γενική κατάσταση της υγείας του.
Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν την ανάγκη αναθεώρησης της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης. Ενδεχομένως οι εξατομικευμένες θεραπευτικές στρατηγικές να είναι πιο κατάλληλες για την αποτελεσματική διαχείριση της χοληστερίνης και τη βελτίωση της υγείας.
Σχετικά με τη μελέτη
Οι συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν μέλη του προγράμματος China Health Evaluation and Risk Reduction through Nationwide Teamwork (ChinaHEART), το οποίο περιελάμβανε άτομα ηλικίας 35 έως 75 ετών από διάφορες περιοχές της Κίνας.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες, με βάση τον κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου (ΑΚΝ), μιας καρδιακής ασθένειας που προκαλείται από την συσσώρευση πλάκας στα τοιχώματα των αρτηριών:
- Ομάδα χαμηλού κινδύνου: Άτομα χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου και με χαμηλό κίνδυνο εμφάνισης αυτής.
- Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: Άτομα με παράγοντες υψηλού κινδύνου για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, χωρίς όμως κάποια ασθένεια.
- Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: Άτομα με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου.
Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα δεδομένα των συμμετεχόντων, περιλαμβανομένων των επιπέδων χοληστερίνης και διάφορες παραμέτρους του τρόπου ζωής τους, όπως το κάπνισμα και το ποτό. Έλαβαν, επίσης, υπ’ όψιν το ιατρικό ιστορικό, συμπεριλαμβάνοντας περιστατικά όπως ο διαβήτης και η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ). Ο στόχος ήταν να καθορίσουν πώς τα διαφορετικά επίπεδα χοληστερίνης LDL επηρεάζουν τον κίνδυνο θνησιμότητάς τους από καρδιακή νόσο.
Ύστερα από επανεξέταση με μέσο όρο μια περίοδο 4,6 ετών, η μελέτη κατέγραψε σχεδόν 93.000 θανάτους, από τους οποίους περισσότεροι από 38.000 οφείλονταν σε καρδιαγγειακές επιπλοκές. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν σχέση μορφής U μεταξύ των επιπέδων χοληστερίνης LDL και θνησιμότητας στις ομάδες χαμηλού κινδύνου και πρωτογενούς πρόληψης, υποδεικνύοντας ότι τόσο τα πολύ υψηλά όπως και τα πολύ χαμηλά επίπεδα LDL σχετίζονται με την αυξημένη θνησιμότητα.
Στην ομάδα δευτερογενούς πρόληψης, ο συσχετισμός ήταν μορφής J, που σημαίνει ότι τα εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα LDL συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου, ενώ τα μέτρια επίπεδα συνδέονται με χαμηλότερο κίνδυνο.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας, «κανονικά» επίπεδα LDL θεωρούνται λιγότερο από 100 mg/dL. Επίπεδα πάνω από 160 mg/dL κατηγοριοποιούνται ως υψηλά, και αυτά κάτω από 70mg/dL θεωρούνται πολύ χαμηλά. Ωστόσο, η μελέτη βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL για τη μείωση του κινδύνου θνησιμότητας από καρδιαγγειακό νόσημα διαφέρει από ομάδα σε ομάδα:
- Ομάδα χαμηλού κινδύνου: 8 mg/dL
- Ομάδα πρωτογενούς πρόληψης: 0 mg/dL
- Ομάδα δευτερογενούς πρόληψης: 8 mg/dL
Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας δηλώνει πως «διάφορες ερευνητικές μελέτες πάνω στην LDL έχουν δείξει πως ‘το λιγότερο είναι και καλύτερο’.» Ωστόσο, αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν πως αυτό δεν είναι πάντα αληθές. Η μελέτη υποδεικνύει πως «άτομα με χαμηλότερη LDL-C με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στη θνησιμότητα λόγω καρδιαγγειακής νόσου.»
Η μελέτη επίσης ανακάλυψε πως άτομα με διαβήτη ίσως να χρειάζονται πιο αυστηρό έλεγχο της χοληστερίνης από αυτούς που δεν έχουν. Βρήκε πως τα βέλτιστα επίπεδα LDL χοληστερίνης για τη μείωση θανάτου λόγω καρδιακής νόσου σε άτομα με διαβήτη είναι 87 mg/dL, ενώ για τους μη διαβητικούς είναι 114,6 mg/dL.
Οι συγγραφείς της μελέτης ομολόγησαν πως χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα σοβαρές επιπλοκές στην υγεία και όχι τόσο υψηλότερα ποσοστά θανάτου. Απέκλεισαν άτομα με χρόνιες παθήσεις από την ανάλυση τους, αλλά και πάλι βρήκαν μία σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων LDL και υψηλών ρυθμών θανάτου. Αυτό υποδηλώνει πως άλλοι παράγοντες, όπως η αδυναμία, μπορεί να εμπλέκονται. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για την πλήρη κατανόηση αυτών των σχέσεων.
Ο Δρ Τζακ Γούλφσον, καρδιολόγος και ιδιοκτήτης του Natural Heart Doctor, εξήγησε τα ευρήματα της μελέτης στους Epoch Times. Δήλωσε πως τα πολύ χαμηλά επίπεδα χοληστερίνης LDL μπορεί να υποδεικνύουν ηπατική δυσλειτουργία, λόγω της οποίας το ήπαρ δεν μπορεί να παράγει αρκετή LDL. Αντιθέτως, πολύ υψηλά επίπεδα LDL υποδεικνύουν πως το σώμα δεν την καθαρίζει σωστά. Τελικά, και οι δύο περιπτώσεις είναι επικίνδυνες για την υγεία.
Εξελισσόμενες απόψεις πάνω στη χοληστερίνη
Η Αμερικανική Ένωση Καρδιολογίας περιγράφει τη χοληστερίνη ως μια κηρώδη ουσία απαραίτητη για την κατασκευή του κυτταρικού τοιχώματος και την παραγωγή ορμονών. Η χοληστερίνη ταξιδεύει μέσω του αίματος σε σωματίδια που ονομάζονται λιποπρωτεΐνες – κυρίως λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL) και λιποπρωτεΐνες υψηλής πυκνότητας (HDL).
Η LDL, συχνά αποκαλούμενη και «κακή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη στα κύτταρα και τις αρτηρίες, όπου μπορεί να σχηματίσει πλάκες, στενεύοντας τις αρτηρίες και αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού. Αντιθέτως, η HDL, γνωστή και ως «καλή χοληστερίνη», μεταφέρει τη χοληστερίνη από τις αρτηρίες στο συκώτι για εξάλειψη, σύμφωνα με άρθρο της Δρ Έιμι Μπ. Μπατ, καρδιολόγου και Επικεφαλής Καινοτομίας στο Αμερικανικό Κολλέγιο Καρδιολογίας (Chief Innovation Officer at the American College of Cardiology).
Ο Δρ Γούλφσον αμφισβητεί την αντίληψη πως η LDL είναι καθαρά επιβλαβής. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως ‘κακή χοληστερίνη’», είπε. «Όλα τα θηλαστικά έχουν LDL – εκτελεί διάφορες λειτουργίες. Όταν οξειδώνεται, μπορεί να θεωρηθεί «κακή», αλλά αυτό αντικατοπτρίζει μονάχα τη γενική οξειδωτική καταπόνηση», εξήγησε προσθέτοντας πως η παρουσία οξειδωμένης LDL (ox-LDL) μπορεί να υποδεικνύει υποκείμενα ζητήματα και να μην είναι από μόνη της το πρόβλημα.
Πρόσφατη έρευνα έχει μετατοπίσει το ενδιαφέρον της από την ποσότητα της LDL στο μέγεθος των σωματιδίων. Μεγαλύτερα σωματίδια LDL είναι λιγότερο βλαβερά από τα μικρότερα, πιο συμπαγή σωματίδια, τα οποία είναι πιο πιθανό να διαπεράσουν το αρτηριακό τοίχωμα και να σχηματίσουν πλάκα. Ειδικοί όπως ο Δρ Ρόναλντ Κράους, επικεφαλής επιστήμονας και διευθυντής της Έρευνας Αθηροσκλήρωσης στο Ερευνητικό Ινστιτούτο του Νοσοκομείου Παίδων του Όκλαντ (Atherosclerosis Research at Children’s Hospital Oakland Research Institute), έχει τονίσει πως τα μικρά, συμπαγή σωματίδια LDL είναι πιο πιθανό να σχηματίσουν αρτηριακή πλάκα από τα μεγαλύτερα, πιο ελαφριά σωματίδια. Ο Δρ Κράους, ο οποίος έχει δημοσιεύσει πάνω από 400 μελέτες πάνω σε αυτό το θέμα, υπογραμμίζει τη σημασία του μεγέθους των σωματιδίων κατά την εκτίμηση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Η αναλογία HDL και LDL φαίνεται, επίσης, ως καλύτερο μέτρο πρόγνωσης κινδύνου καρδιακής νόσου, παρά τα επίπεδα LDL από μόνα τους. Μια υψηλή αναλογία υποδεικνύει μεγαλύτερο ποσοστό προστατευτικής HDL, μειώνοντας τον κίνδυνο καρδιαγγειακών περιστατικών, όπως σημειώνεται σε μελέτη του BMC του 2022 των Καρδιαγγειακών Διαταραχών (Cardiovascular Disorders).
Ο Δρ Γούλφσον προειδοποιεί κατά της μονόπλευρης προσέγγισης σχετικά με την καρδιαγγειακή υγεία και τη χοληστερίνη. «Το κάθε άτομο έχει τα δικά του ιδανικά επίπεδα», είπε. «Αυτό που είναι καλό για εσένα μπορεί να είναι υψηλό ή χαμηλό για μένα.»
Πρεσβεύει την εκτίμηση της φλεγμονής στο σώμα, την υποκείμενη αιτία της καρδιακής νόσου. Προτείνει τους δείκτες φλεγμονής και οξειδωτικού στρες, όπως τη C-αντιδρώσα πρωτεΐνη, τη φωσφολιπάση Α2 και την οξειδωμένη LDL, ως καλύτερους παράγοντες πρόγνωσης κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων, παρά την LDL μονάχα.
Καθώς η έρευνα προχωρά, μια πιο ειδικά σχεδιασμένη προσέγγιση σχετικά με τη διαχείριση της χοληστερίνης θα μπορούσε να βελτιώσει την αντιμετώπιση της καρδιαγγειακής υγείας.
Της Sheramy Tsai
Μετάφραση: Βλαδίμηρος Αλεξάντρωφ
Επιμέλεια: Αλία Ζάε