Από το 2010 μέχρι το 2024, οι διεθνείς αφίξεις στην Ελλάδα σχεδόν τριπλασιάστηκαν – από 15 εκατομμύρια σε 40,7 εκατομμύρια ταξιδιώτες. Μόνο στους πρώτους πέντε μήνες του 2025, οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις έφτασαν τα 6,3 εκατομμύρια, σημειώνοντας αύξηση 5,9% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.
Αντίστοιχα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις ακολούθησαν ανοδική πορεία, από 4,3 δισ. ευρώ το 2020 (2,6% του ΑΕΠ) στα 21,6 δισ. ευρώ το 2024 (9,1% του ΑΕΠ). Ωστόσο, σε σταθερές τιμές παραμένουν χαμηλότερες από τα επίπεδα του 2019, δείχνοντας ότι η αύξηση των αφίξεων δεν μεταφράζεται αυτόματα σε υψηλότερα έσοδα.
Η πρόκληση της μέσης δαπάνης
Το μεγαλύτερο «καμπανάκι» προέρχεται από τη μείωση της μέσης δαπάνης ανά ταξιδιώτη: από 640 ευρώ το 2010, έπεσε στα 531 ευρώ το 2024. Η τάση αυτή δείχνει ότι οι επισκέπτες ξοδεύουν λιγότερα ή μένουν λιγότερες ημέρες, πιέζοντας την απόδοση των προορισμών.
Από τις αρχές του 2025 (Ιανουάριος–Απρίλιος), οι ταξιδιωτικές εισπράξεις φτάνουν τα 2,16 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 10,6% σε σχέση με πέρσι. Ειδικά οι αγορές εκτός ΕΕ δείχνουν ισχυρή δυναμική – οι αφίξεις από τις ΗΠΑ αυξήθηκαν κατά 36,8% και από το Ηνωμένο Βασίλειο κατά 23,4%.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά στις προτιμήσεις των Ευρωπαίων. Στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία βρίσκεται στην τρίτη θέση, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο στην πέμπτη. Περισσότεροι από 7 στους 10 ταξιδιώτες από μεγάλες αγορές, όπως η Γερμανία και η Ισπανία, δηλώνουν πρόθεση να ταξιδέψουν στο εξωτερικό φέτος.
Στη δαπάνη διαμονής, οι Γερμανοί κινούνται μεταξύ 86–115 € ανά διανυκτέρευση/άτομο, οι Γάλλοι μεταξύ 56–85 €, ενώ οι Βρετανοί από 76–100 £ (~88–116 €). Οι δημοφιλέστερες επιλογές παραμένουν οι διακοπές σε παραθαλάσσιους προορισμούς σύντομα αστικά ταξίδια με το αεροπλάνο να κυριαρχεί ως μέσο μεταφοράς.
Η στροφή στην ποιότητα και τη βιωσιμότητα
Η αναβάθμιση της τουριστικής εμπειρίας στοχεύει στην αύξηση της μέσης δαπάνης ανά επισκέπτη, μέσα από την προσφορά υπηρεσιών και προϊόντων που ξεπερνούν τις συνήθεις προσδοκίες. Η ανάπτυξη νέων μορφών τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός, ο γαστρονομικός και ο ιατρικός, δημιουργεί νέους ορίζοντες και προσελκύει διαφορετικά κοινά, διευρύνοντας σημαντικά το φάσμα επιλογών για τους ταξιδιώτες.
Η αύξηση των αφίξεων συνιστά σημαντική ευκαιρία για την Ελλάδα, ωστόσο χωρίς την παράλληλη ποιοτική αναβάθμιση και την προσήλωση στη βιωσιμότητα, ο τουρισμός κινδυνεύει να παγιδευτεί σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλών αποδόσεων. Το μεγάλο στοίχημα της επόμενης πενταετίας είναι η μετατροπή της ποσοτικής επιτυχίας σε ποιοτική υπεροχή, ώστε να διαμορφωθεί μια μοναδική και διαρκής τουριστική εμπειρία.