Η Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης του Σινά – η αρχαιότερη εν λειτουργία Ορθόδοξη μονή παγκοσμίως – ταλανίζεται από μια πρωτοφανή εσωτερική κρίση. Οι μοναχοί της ιστορικής αδελφότητας διχάστηκαν σε αντίπαλες παρατάξεις, με επίκεντρο τον επί δεκαετίες Ηγούμενο και Αρχιεπίσκοπο Σινά Δαμιανό. Το πρόσφατο διάστημα, ένα μέρος της αδελφότητας αμφισβήτησε ανοικτά την ηγεσία του, οδηγώντας σε σκηνές εμφύλιας σύρραξης μέσα στο μοναστήρι και σε μια αλυσίδα παρεμβάσεων από εκκλησιαστικά πατριαρχεία, την ελληνική και την αιγυπτιακή κυβέρνηση. Η κρίση αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους, αλλά και λόγω του γεωστρατηγικού συμβολισμού της Μονής: βρίσκεται σε αιγυπτιακό έδαφος (Χερσόνησος του Σινά), υπό καθεστώς αυτοδιοίκητου από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και αποτελεί Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Το ερώτημα πλέον είναι αν θα αποκατασταθεί η εύθραυστη ειρήνη εντός της Μονής ή αν οι εξελίξεις θα σημάνουν αλλαγές στο καθεστώς και τον έλεγχό της με ευρύτερες πολιτικές προεκτάσεις.
Διχασμός των μοναχών και προσπάθεια ανατροπής του Ηγουμένου
Η αφετηρία της κρίσης εντοπίζεται στην εσωτερική διαμάχη μεταξύ του Αρχιεπισκόπου-Ηγουμένου Δαμιανού και μερίδας μοναχών της Σιναϊτικής αδελφότητας. Ο Σεβ. Δαμιανός (κατά κόσμον Δημήτριος Σαμαρτζής) ηγείται της Μονής από το 1973 και χαίρει διεθνούς κύρους, καθώς όμως έχει φτάσει την ηλικία των 90 ετών πλέον, πολλοί μέσα στη Μονή έκριναν πως αδυνατεί να συνεχίσει να διοικεί αποτελεσματικά. Τα τελευταία χρόνια βρισκόταν συχνά εκτός Σινά – στην Αθήνα ή το Κάιρο – αφήνοντας τη διαχείριση σε στενούς συνεργάτες του . Αυτό φαίνεται να αποξένωσε τον Ηγούμενο από την υπόλοιπη αδελφότητα και να καλλιέργησε δυσαρέσκεια.
Στις 30 Ιουλίου 2025, η Ιερά Σύναξη των πατέρων της Μονής (ουσιαστικά η γενική συνέλευση των μοναχών) φέρεται να έλαβε απόφαση παύσης του Δαμιανού από την ηγουμενία . Με άλλα λόγια, μια μερίδα περίπου 15 μοναχών ζήτησε την απομάκρυνση του γηραιού ηγουμένου από τη θέση του. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος αντέδρασε έντονα: όταν κατάφερε να επιστρέψει στο μοναστήρι μαζί με τη συνοδεία του, προέκυψαν αντιπαραθέσεις στην πύλη για το αν θα του επιτραπεί η είσοδος . Σύμφωνα με μαρτυρίες, υπήρξαν φραστικές και σωματικές αψιμαχίες μεταξύ των πιστών στον ηγούμενο και της αντικαθεστωτικής ομάδας. Τελικώς, ο π. Δαμιανός και οι πιστοί του εισήλθαν και ένα μέρος της «παλιάς συνοδείας» – δηλαδή οι μοναχοί που θεωρήθηκαν «πραξικοπηματίες» – απομακρύνθηκαν από τη Μονή. Ωστόσο, οι τελευταίοι επέστρεψαν λίγο αργότερα και κατέλαβαν πάλι χώρους του μοναστηριού, κλιμακώνοντας την κρίση.
Η κατάσταση έφτασε σε αδιέξοδο με έναν Ηγούμενο ‘εγκλωβισμένο’ εντός της Μονής και τους αντικαθεστωτικούς μοναχούς να στρατοπεδεύουν στον περίβολο. Στις 30 Αυγούστου, ο π. Δαμιανός προχώρησε στο δραστικό μέτρο να διαγράψει 11 μοναχούς από το μοναχολόγιο της Μονής – δηλαδή να τους αποβάλει από την αδελφότητα – χαρακτηρίζοντάς τους «πραξικοπηματίες» και «στασιαστές» . Δήλωσε μάλιστα πως δεν θα επιτραπεί να συμμετάσχουν αυτοί οι μοναχοί σε ενδεχόμενη διαδικασία διαδοχής νέου ηγουμένου, εκτός αν υποβάλουν έγγραφη συγγνώμη για τις ενέργειές τους. Ο Αρχιεπίσκοπος, σε μια προσπάθεια πίεσης, απαγόρευσε και την είσοδο προσκυνητών/επισκεπτών στο μοναστήρι όσο οι «στασιαστές» παρέμεναν στον προαύλιο χώρο. Το σκηνικό αυτό, με τους τουρίστες να κρατούνται μακριά από ένα από τα ιερότερα μνημεία, προσέδωσε στη διένεξη χαρακτήρα ‘θρίλερ’, όπως περιγράφηκε από ελληνικά μέσα ενημέρωσης.
Η στάση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και οι εκκλησιαστικές τριβές
Η αυτοδιοίκητη Μονή Σινά τυπικά υπάγεται πνευματικά στο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το οποίο διατηρεί την «υψηλή κυριότητα» και απλώς τελεί την ενθρόνιση του εκάστοτε νέου Αρχιεπισκόπου-Ηγουμένου όταν εκλέγεται από την αδελφότητα. Στην πράξη όμως, η Μονή λειτουργεί ως αυτόνομη και αυτοδέσποτη Εκκλησία – κάτι που ο π. Δαμιανός υπενθύμισε εμφατικά: «η Ιερά Μονή Σινά είναι αυτόνομη, αυτοδέσποτη, ελεύθερη, ασύδοτη, ακαταπάτητη, μη υποκείμενη σε οποιονδήποτε Πατριαρχικό Θρόνο», ξεκαθάρισε σε επιστολή του. Οι σχέσεις μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Σινά και του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ήταν διαχρονικά ψυχρές. Πρακτικά, οι μόνες επαφές περιορίζονταν σε εθιμοτυπικές ανταλλαγές ευχών και ευλογιών όταν οι Σιναΐτες μοναχοί επισκέπτονταν τα Ιεροσόλυμα. Κατά την τρέχουσα κρίση όμως, το Πατριαρχείο του Θεόφιλου Γ΄ είδε ευκαιρία να αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο στα του Σινά.
Στις αρχές Αυγούστου, ενώ η ένταση σιγόβραζε, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αποφάσισε να παρέμβει. Έστειλε μια τριμελή αντιπροσωπεία μοναχών (μέλη της αδελφότητας του Παναγίου Τάφου) στο Σινά με σκοπό τη διαμεσολάβηση. Επισήμως, η κίνηση παρουσιάστηκε ως προσπάθεια «εἰρήνευσης» ανάμεσα στις δύο πλευρές. Ωστόσο, διεπράχθη σοβαρό διπλωματικό ατόπημα: το Πατριαρχείο εμφανώς τάχθηκε υπέρ των «ανταρτών» μοναχών και εναντίον του Ηγουμένου. Συγκεκριμένα, στην επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων δημοσιεύθηκε αναλυτική ενημέρωση μόνο για τη συνάντηση που είχαν οι εκπρόσωποί του με τους «Σιναΐτες Πατέρες» (την αντικαθεστωτική ομάδα των μοναχών), ενώ δεν έγινε καμία αναφορά στη συνάντηση με τον π. Δαμιανό . Με αυτό τον τρόπο, το Πατριαρχείο έδειξε έμμεσα την προτίμησή του και πήρε θέση υπέρ των μοναχών που είχαν εκδιωχθεί από τον Ηγούμενο. Σχετικά με τη συνάντηση με τον ίδιο τον Δαμιανό, αρκέστηκε να αναφέρει γενικόλογα ότι «προτρέπει και τις δύο πλευρές σε ενότητα». Η κίνηση αυτή εξόργισε τον Αρχιεπίσκοπο Σινά, που απομακρύνθηκε ακόμη περισσότερο από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων .
Η διγλωσσία και η όψιμη ανάμειξη των Ιεροσολύμων αντί να σβήσει, φούντωσε τη φωτιά. «Το Πατριαρχείο άργησε να παρέμβει, και όταν το έκανε πήρε ανοιχτά θέση, με κίνδυνο να τινάξει το τιμόνι στον αέρα», σχολίασε δηκτικά εκκλησιαστικός συντάκτης. Από την άλλη πλευρά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο φάνηκε να κρατά διαφορετική στάση. Σε ανακοίνωσή του, στις 29 Αυγούστου, το Φανάρι στήριξε τον Δαμιανό ως τον νόμιμο εκπρόσωπο και ηγούμενο της Μονής. Αυτή η δήλωση, παρότι διακριτική, εξέφραζε τη θεσμική προσήλωση στους ιερούς κανόνες: ένας εγγεγραμμένος Αρχιεπίσκοπος δεν μπορεί να καθαιρείται αυθαίρετα από μερίδα μοναχών χωρίς κανονική διαδικασία. Η Εκκλησία της Ελλάδος επίσης παρακολούθησε με ενδιαφέρον – ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος φέρεται, σε συνεννόηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη, να συμμετείχε σε παρασκηνιακές ζυμώσεις για εκτόνωση της κρίσης.
Τελικά, στις 8 Σεπτεμβρίου 2025, ήρθε η αποφασιστική εξέλιξη στο εκκλησιαστικό πεδίο: το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων ανακοίνωσε επίσημα την παύση του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού από τον θρόνο της Μονής Σινά. Η Σύνοδος των Ιεροσολύμων, σε συνεδρία της, έλαβε ομόφωνη απόφαση να κηρύξει έκπτωτο τον Δαμιανό, λαμβάνοντας υπόψη (α) την απόφαση της Σιναϊτικής Αδελφότητας της 30ής Ιουλίου (για παύση του Ηγουμένου), (β) την επίσημη έγκληση/καταγγελία που υπέβαλαν οι μοναχοί περί «κανονικών παραπτωμάτων» του Ηγουμένου, και (γ) τη νεότερη επιστολή παραίτησης που ο ίδιος ο Δαμιανός απέστειλε. Στην ανακοίνωση τονίζεται ότι από τις 12 Σεπτεμβρίου και εξής, ο σεβαστός ιεράρχης θα φέρει τον τίτλο «Αρχιεπίσκοπος πρὸην Σινά, Φαράν και Ραϊθώ» – ένδειξη σεβασμού στην προχωρημένη ηλικία του και στη διάθεσή του να διευκολύνει τις διαδικασίες διαδοχής. Το Πατριαρχείο διαβεβαίωσε πως προτεραιότητά του είναι η ειρήνη και η ενότητα της Εκκλησίας, καλώντας παράλληλα τη Σιναϊτική Αδελφότητα να προχωρήσει σύμφωνα με την παράδοση στην εκλογή νέου Προκαθημένου. Έτσι, τυπικά τουλάχιστον, έκλεισε ο κύκλος του Δαμιανού στην ηγεσία της Μονής, ύστερα από 52 χρόνια.
Ο ρόλος της Αιγύπτου: Φιλελεύθερες διακηρύξεις ή προσπάθεια ελέγχου;
Πίσω από την εσωτερική εκκλησιαστική διαμάχη, πολλοί βλέπουν να διαδραματίζεται μια παράλληλη σκακιέρα γεωπολιτικών συμφερόντων. Η Μονή Σινά, εκτός από πνευματικό προπύργιο της Ορθοδοξίας, είναι τοποθετημένη σε αιγυπτιακό έδαφος (Νότιο Σινά) και υπόκειται στην κρατική κυριαρχία της Αιγύπτου. Το Κάιρο ανέκαθεν τηρούσε μια προσεκτική στάση, αναγνωρίζοντας το ιδιότυπο καθεστώς θρησκευτικής αυτονομίας της Μονής και την τεράστια πολιτιστική της αξία. Επισήμως, οι αιγυπτιακές αρχές δηλώνουν ότι σέβονται απόλυτα την θρησκευτική ελευθερία του τόπου – άλλωστε η Μονή είναι Μνημείο UNESCO – και επιθυμούν άριστες σχέσεις με την ελληνική κυβέρνηση . Ωστόσο, παρασκηνιακά, η κρίση στο Σινά φαίνεται να έδωσε στην Αίγυπτο μια ευκαιρία ή πρόφαση να αυξήσει τον έλεγχό της στην περιοχή. «Πολλοί κατηγορούν τον π. Δαμιανό ότι, με τον τρόπο του, ανοίγει την κερκόπορτα για να εισέλθει η Αίγυπτος στο μοναστήρι – κάτι που η Αίγυπτος αποζητά εναγωνίως, ψάχνει την αφορμή», σχολίασε εύστοχα ο δημοσιογράφος Δημήτρης Λυκούδης.
Πράγματι, εδώ και λίγα χρόνια, η κυβέρνηση του προέδρου Σίσι έχει εξαγγείλει ένα φιλόδοξο σχέδιο τουριστικής «ανάπλασης» του Νότιου Σινά, με έμφαση και στην περιοχή της Αγίας Αικατερίνης. Το πρότζεκτ, που αποκαλείται «Η Μεγάλη Μεταμόρφωση», στοχεύει στην προσέλκυση έως και 30 εκατομμυρίων τουριστών ως το 2028, με τεράστια οικονομικά οφέλη για την Αίγυπτο. Παρουσιάστηκε μάλιστα ως «δώρο της Αιγύπτου στον κόσμο και σε όλες τις θρησκείες» και «απαραίτητη βιώσιμη ανάπτυξη» για την τοπική οικονομία. Στην πράξη, όμως, εγείρονται σοβαρές ανησυχίες: το BBC κατέγραψε φόβους ότι η μαζική τουριστική ανάπτυξη θα αλλοιώσει την πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά του Όρους Σινά, επιβάλλοντας αλλαγές χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της τοπικής κοινότητας των Βεδουίνων. Ο ίδιος ο Δαμιανός είχε προειδοποιήσει ότι ο πραγματικός σκοπός της αιγυπτιακής πλευράς δεν είναι απλώς η διατήρηση του θρησκευτικού χαρακτήρα της περιοχής – όπως διακηρύσσει – αλλά η οικειοποίηση του χώρου και η μετατροπή του σε αξιοθέατο τύπου ‘θρησκευτικής Ντίσνεϋλαντ’ . Η Μονή, με τα κειμήλια και το κύρος της, βρίσκεται στο επίκεντρο αυτών των βλέψεων, καθώς η ‘μουσειοποίησή’ της θα απέφερε εκατομμύρια στα αιγυπτιακά ταμεία μέσω του τουρισμού.
Η νομική αντιπαράθεση δεν άργησε να ξεσπάσει. Τον Μάιο του 2025 σημειώθηκε μια εξέλιξη-σταθμός: στις 28/5/2025 δικαστήριο της Αιγύπτου (Εφετείο Ισμαηλίας) εξέδωσε απόφαση η οποία – όπως καταγγέλουν οι μοναχοί – ανέτρεπε το από αιώνων καθεστώς της Μονής. Η απόφαση αυτή ερμηνεύεται ότι ανοίγει τον δρόμο για την υπαγωγή της Μονής σε καθεστώς μουσείου (μουσειοποίηση) και τη μετατροπή της σε τουριστικό αξιοθέατο ‘φολκλόρ’. Οι ακριβείς λεπτομέρειες δεν δημοσιοποιήθηκαν, αλλά είναι σαφές ότι το αιγυπτιακό κράτος δοκίμασε τα όρια της αυτονομίας της Μονής μέσω της δικαστικής οδού. Η πλευρά Δαμιανού αντέδρασε εντόνως, υποβάλλοντας εφέσεις και κινητοποιώντας τη διεθνή κοινή γνώμη. Ήδη από τον Ιούλιο, ο νομικός Νικόλας Φαραντούρης (σύμβουλος της ελληνικής κυβέρνησης) απευθύνθηκε στην UNESCO ζητώντας να προστατευθεί το status της Αγίας Αικατερίνης. Το ζήτημα έλαβε διεθνή δημοσιότητα.
Στην Ελλάδα, η κρίση αυτή ερμηνεύτηκε και ως δοκιμασία ισχύος μεταξύ Αθήνας και Καΐρου για την πολιτιστική κληρονομιά. Ως απάντηση στη δικαστική απειλή, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε μια ασυνήθιστη πρωτοβουλία: την 1η Αυγούστου 2025 ψήφισε νόμο που αναγνωρίζει για πρώτη φορά νομική προσωπικότητα στη Μονή Σινά εντός της ελληνικής έννομης τάξης. Συγκροτήθηκε ειδικό Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με ευρεία διακομματική στήριξη στη Βουλή, ώστε το μοναστήρι «από την ανυπαρξία να οδηγηθεί στην ύπαρξη» σε επίπεδο νομικών συναλλαγών . Όπως εξήγησε η αρμόδια υφυπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη, η Μονή δεν έχει μέχρι σήμερα νομική προσωπικότητα στην Αίγυπτο – και η ικανοποίηση αυτού του αιτήματος αποτελεί κρίσιμο σκέλος της λύσης. «Είναι ο μίτος της Αριάδνης» σημείωσε, υποδηλώνοντας ότι η αναγνώριση του μοναστηριού στην Ελλάδα θα ενισχύσει την ελληνική θέση απέναντι στο Κάιρο. Πράγματι, στην Αθήνα εκτιμούν ότι η κίνηση αυτή λειτουργεί ως μοχλός πίεσης προς την αιγυπτιακή πλευρά για να αποδώσει και εκεί ανάλογα δικαιώματα στη Μονή, θωρακίζοντας τη λειτουργία της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη και εντός της Σιναϊτικής Αδελφότητας, οι απόψεις διχάστηκαν ως προς τη στάση έναντι της Αιγύπτου. Ο στενός συνεργάτης του Δαμιανού, επίσκοπος Πορφύριος (εκπρόσωπος της Μονής στην Αθήνα), καυτηρίασε δημοσίως την «αντικανονική πράξη» των δεκαπέντε μοναχών να ζητήσουν παύση ηγουμένου «στην κορύφωση του πολέμου» – παρομοιάζοντας δηκτικά ότι «όταν ο πόλεμος μαίνεται και κάποιοι θέτουν θέμα στρατηγού, η μοίρα του πολέμου είναι προδιαγεγραμμένη». Με άλλα λόγια, θεώρησε ότι οι «στασιαστές» μοναχοί επέλεξαν τη χειρότερη δυνατή συγκυρία (εν μέσω επίθεσης στα κεκτημένα της Μονής) για να προκαλέσουν ηγετικό κενό. Υπονόησε δε ότι ορισμένοι εξ αυτών ίσως ενήργησαν απερίσκεπτα, διευκολύνοντας άθελά τους τους αιγυπτιακούς σχεδιασμούς. Αυτό φάνηκε και από την παράγραφο Δ της επιστολής παραίτησης του Δαμιανού: δήλωσε ότι αίρει τα επιτίμια και δέχεται πίσω τους έντεκα μοναχούς, εφόσον δείξουν «έμπρακτη μεταμέλεια» δηλώνοντας ρητά την αντίθεσή τους στην απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου της 28/5/2025 και αποδεχθούν τον νέο ελληνικό νόμο 5224/2025. Ουσιαστικά, ο απερχόμενος ηγούμενος απαίτησε από τους πρώην αντιπάλους του να ταχθούν ξεκάθαρα υπέρ της υπεράσπισης του ειδικού καθεστώτος της Μονής. Αυτό φανερώνει ότι, σε τελική ανάλυση, και οι δύο «αντιμαχόμενες» πλευρές στο εσωτερικό της Μονής συνειδητοποιούν πως η απειλή εξωτερικής παρέμβασης (κρατικής ή πατριαρχικής) είναι η πλέον επικίνδυνη εξέλιξη.
Η ελληνική διπλωματική παρέμβαση και η λύση της «τιμητικής αποχώρησης»
Καθ’ όλη τη διάρκεια του θέρους, η ελληνική πολιτεία βάδισε σε τεντωμένο σκοινί: αφ’ ενός δεν επιθυμούσε να εμπλακεί ανοιχτά στα εσωτερικά εκκλησιαστικά ζητήματα μιας αυτοδιοίκητης Μονής, αφ’ ετέρου ανησυχούσε για τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί η αναταραχή ως πρόσχημα από την Αίγυπτο για περαιτέρω παρέμβαση. «Παρακολουθούμε στενά, αλλά δεν εμπλεκόμαστε στα εσωτερικά της Μονής, καθώς ενέχουν τον κίνδυνο περαιτέρω περιπλοκής μιας υπόθεσης που προσπαθούμε να διαχειριστούμε σε συνεργασία με τις αιγυπτιακές αρχές», δήλωσε διπλωματικά ο ΥΠΕΞ Γιώργος Γεραπετρίτης. Στο παρασκήνιο, όμως, στήθηκε ένας έντονος διπλωματικός μαραθώνιος. Πληροφορίες αναφέρουν ότι πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλες συσκέψεις στα ελληνικά υπουργεία Εξωτερικών και Παιδείας, όπου όλοι οι επιτελείς κατέληξαν ότι ο π. Δαμιανός, με την αδιάλλακτη στάση του, «προκαλούσε μόνον προβλήματα» και ότι η εξομάλυνση θα ερχόταν μόνο μέσω διαδοχής. Ακόμη και προσωπικοί φίλοι και σύμμαχοι του Αρχιεπισκόπου εντός κυβέρνησης άρχισαν να αποσύρουν τη σιωπηρή υποστήριξή τους, διαπιστώνοντας ότι ο ίδιος είχε καταστεί μέρος του προβλήματος.
Το πρώτο βήμα ήταν να βρεθεί μια φόρμουλα «τιμητικής εξόδου» για τον πολύπειρο ιεράρχη, ώστε να αποφευχθεί η εικόνα ήττας. Ο ίδιος ο Δαμιανός, αντιλαμβανόμενος ίσως την απομόνωσή του, αποφάσισε να συναινέσει σε μια ομαλή μετάβαση. Τη Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025, με μια ιστορική επιστολή/ανακοίνωση, ο Αρχιεπίσκοπος Σινά προανήγγειλε την παραίτησή του από την Ηγουμενία και την Αρχιεπισκοπή. Στο κείμενο –διατύπωση σπάνιας ειλικρίνειας– ανέφερε ότι στις 12/9/2025 θα υποβάλει την παραίτησή του στη Σύναξη των Πατέρων, «ώστε να διευκολυνθεί η έως τότε λειτουργία της Μονής». Προκήρυξε δε Γενική Συνέλευση των μοναχών για την Κυριακή 14/9/2025, με μοναδικό θέμα την εκλογή νέου Ηγουμένου και Αρχιεπισκόπου Σινά. Ο 91 ετών ιεράρχης τόνισε την ανάγκη ενότητας της διασπασμένης αδελφότητας και ξεκαθάρισε ότι λόγοι υγείας δεν του επιτρέπουν να προεδρεύσει ο ίδιος – παραδίδοντας έτσι τα ηνία της διαδικασίας.
Η κρίσιμη τελευταία πράξη εκτυλίχθηκε με μια συντονισμένη επιχείρηση «εκκένωσης»: τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, ελληνικό κυβερνητικό αεροσκάφος ναυλώθηκε για να μεταβεί στο Σινά. Το πρωί της 5ης Σεπτεμβρίου, μια ειδική πτήση Aegean απογειώθηκε από την Αθήνα με προορισμό το Σαρμ Ελ Σέιχ. Επικεφαλής ήταν η υφυπουργός Εξωτερικών Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου και ο γενικός γραμματέας Θρησκευμάτων Γιώργος Καλαντζής, οι οποίοι μετέβησαν στο απομονωμένο μοναστήρι με αποστολή τη «σωστή παραλαβή» του Αρχιεπισκόπου και όσων μοναχών ή Ελλήνων πολιτών επιθυμούσαν να αποχωρήσουν. Η διπλωματική αυτή κίνηση είχε προσυμφωνηθεί με το Κάιρο, ώστε να μη φανεί ως παραβίαση της αιγυπτιακής κυριαρχίας. Πράγματι, την αυγή της 6ης Σεπτεμβρίου, το αεροσκάφος προσγειώθηκε στην Αθήνα μεταφέροντας τον π. Δαμιανό και άλλους εννέα μοναχούς από τη Μονή. Το ελληνικό ΥΠΕΞ ανακοίνωσε επίσημα ότι «η Ι.Μ. λειτουργεί κανονικά και είναι επισκέψιμη» πλέον – σηματοδοτώντας τη λήξη του ‘εμπάργκο’ επισκεπτών – και πως εντός των επόμενων ημερών θα δρομολογηθούν οι διαδικασίες για τη διαδοχή του Αρχιεπισκόπου Σινά, «σε εφαρμογή της δημόσια εκπεφρασμένης βούλησής του».
Καθ’ οδόν προς την οριστική λύση, αξίζει να επισημανθούν δύο λεπτομέρειες: πρώτον, ο Δαμιανός δεν παρέστη (ούτε επρόκειτο να παραστεί) στη συνεδρίαση της Συνόδου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στις 8/9, όπου είχε κληθεί για απολογία. Η ήδη δρομολογημένη αναχώρησή του για Αθήνα κατέστησε σαφές ότι η διαφορά θα λυνόταν ερήμην του, σε ανώτερο επίπεδο. Δεύτερον, ο Αρχιεπίσκοπος Σινά φρόντισε στην επιστολή του να αφήσει αιχμές κατά «εκκλησιαστικών κύκλων» που επιχειρούν παρεμβάσεις στη Μονή. Ήταν μια σαφής βολή προς όσους θεώρησε ότι υποκίνησαν ή εκμεταλλεύτηκαν την κρίση – δηλαδή, κυρίως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Παράλληλα, όμως, υπογράμμισε «τον καθοριστικό ρόλο της Ελλάδας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη στήριξη της Ορθοδοξίας στη Μ. Ανατολή», αναγνωρίζοντας έτσι τη στήριξη που έλαβε από Αθήνα και Φανάρι.
Σχέσεις με τους Βεδουίνους: Το άτυπο κλειδί ισχύος
Ένα από τα ισχυρότερα ‘χαρτιά’ του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού υπήρξε ανέκαθεν η άριστη σχέση του με τη ντόπια φυλή Βεδουίνων που διαβιοί γύρω από τη Μονή. Από την εποχή του Ιουστινιανού (6ος αιώνας) μέχρι σήμερα, η φυλή των Τζεμπελίγια έχει αναλάβει παραδοσιακά την προστασία και εξυπηρέτηση του μοναστηριού της Αγίας Αικατερίνης. Οι Βεδουίνοι του Σινά – οι περισσότεροι φτωχοί και περιθωριοποιημένοι – εξασφαλίζουν τα προς το ζην εργαζόμενοι για τη Μονή, ως φύλακες, αγωγιάτες, αρτοποιοί, εργάτες ή οδηγοί στην έρημο. Ο π. Δαμιανός φρόντισε επί δεκαετίες να καλλιεργήσει δεσμούς εμπιστοσύνης με αυτούς τους ανθρώπους. Όπως σημειώνουν γνώστες της Μονής, «ο π. Δαμιανός διατηρεί άριστες σχέσεις με τους Βεδουίνους… Το σύνολο των Βεδουίνων ζει διότι στο παρελθόν ή στο παρόν έχουν μία σχέση συνεργασίας με το μοναστήρι… Αυτή τη σχέση την ‘υπογράφει’ ο π. Δαμιανός». Με άλλα λόγια, οι ντόπιοι εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τον Ηγούμενο, ο οποίος ενέκρινε όλες τις προσλήψεις και αναθέσεις εργασιών.
Αυτό το άτυπο πλέγμα συμμαχιών λειτούργησε ως ασπίδα για τη Μονή, ιδιαίτερα σε χαλεπούς καιρούς. Οι Βεδουίνοι θεωρούν ιερό χρέος την υπεράσπιση του μοναστηριού – και υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά στο παρελθόν όπου απέκρουσαν επίδοξους εισβολείς ή ειδοποίησαν εγκαίρως για κινδύνους. Στην παρούσα κρίση, η στάση των Βεδουίνων ήταν διακριτική αλλά κρίσιμη: παρέμειναν πιστοί στην κανονική ηγεσία του μοναστηριού, συνεχίζοντας την τροφοδοσία του με τρόφιμα και φάρμακα ακόμα και όταν οι πύλες ήταν κλειστές για άλλους. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρά τις έριδες, δεν αναφέρθηκε καμία σύγκρουση μοναχών-Βεδουίνων – κάτι που θα μπορούσε να έχει ανάψει επικίνδυνα φυτίλια στην περιοχή. Αυτό αποδίδεται στην πολιτική φρόνηση του Δαμιανού: ακόμη και οι αντίπαλοι μοναχοί δύσκολα θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις αγαθές σχέσεις με τη φυλή που εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της Μονής. Για την επόμενη μέρα, λοιπόν, θεωρείται μείζον ζητούμενο η διατήρηση της στήριξης των Βεδουίνων. Κάθε νέος Ηγούμενος θα χρειαστεί να κερδίσει και τη δική τους εμπιστοσύνη – μια παράμετρος αφανής μεν, πλην όμως ζωτική για την ομαλότητα στο Θεοβάδιστο Όρος.
Προοπτικές για το μέλλον
Η αποχώρηση του Αρχιεπισκόπου Δαμιανού – είτε ως παραίτηση είτε ως καθαίρεση, αναλόγως της οπτικής – ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Μονής Σινά. Για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα, η αδελφότητα θα εκλέξει νέο ηγέτη. Η διαδικασία προβλέπεται να διεξαχθεί στις 14 Σεπτεμβρίου 2025 εντός της Μονής, παρουσίᾳ όλων των μοναχών (συμπεριλαμβανομένων και των μέχρι πρότινος «διαγραμμένων», αφού ο Δαμιανός ήρε τις ποινές). Αν όλα κυλήσουν ομαλά, το πιθανότερο είναι η εκλογή ενός νεότερου σε ηλικία ηγουμένου από το υπάρχον δυναμικό της Μονής, πιθανώς κάποιου που θα χαίρει ευρείας αποδοχής ως συμβιβαστική λύση. Η ενότητα της Σιναϊτικής Αδελφότητας είναι το πρώτιστο ζητούμενο – «η Γενική Συνέλευση πρέπει να καταστεί σημείο ενότητας και εκκίνησης για μια νέα περίοδο στη μακραίωνη ζωή της Μονής» τόνισε χαρακτηριστικά ο απερχόμενος ηγούμενος.