Σειρά συνομιλιών με τους ηγέτες των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Ουκρανίας πραγματοποίησε τις τελευταίες ημέρες ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, Σίριλ Ραμαφόσα, ενισχύοντας, σύμφωνα με αναλυτές, τις διπλωματικές θέσεις της μεγαλύτερης οικονομίας της Αφρικής και θέτοντας τα θεμέλια για πιθανή αλλαγή πλεύσης στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Την ίδια στιγμή, ορισμένες δηλώσεις του κ. Ραμαφόσα εκτιμάται πως δεν θα τύχουν θετικής υποδοχής από τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ενδεχομένως αποδυναμώνοντας το μέχρι πρότινος «ακατάλυτο δεσμό» μεταξύ Πρετόριας και Μόσχας, όπως τον είχε χαρακτηρίσει κορυφαίος υπουργός της χώρας.
Μετά τη συνάντηση του Ραμαφόσα με τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Πρετόρια, κυβερνητικές πηγές αποκάλυψαν στην Epoch Times πως αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν στην ενίσχυση των εμπορικών σχέσεων. Η συμφωνία αυτή αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα μετά την επιβολή δασμού 31% στα νοτιοαφρικανικά προϊόντα από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ.
Σύμφωνα με τη Σανούσα Ναϊντού, αναλύτρια διεθνών σχέσεων στο Ινστιτούτο Global Dialogue στο Γιοχάνεσμπουργκ, κρίσιμο σημείο από τη συνάντηση Ραμαφόσα-Ζελένσκι ήταν η συμφωνία του Νοτιοαφρικανού προέδρου πως ενδεχόμενη κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας πρέπει να πραγματοποιηθεί χωρίς προϋποθέσεις.
«Η θέση αυτή αποτελεί κομβική εξέλιξη, καθώς φέρνει τη Νότια Αφρική σε θέση διαμεσολαβητή ανάμεσα σε Πούτιν και Τραμπ, ενισχύοντας το κύρος της στο διεθνές πεδίο και δίνοντάς της αξιοπιστία ως πιθανού διαμεσολαβητή στην ουκρανική σύρραξη», επεσήμανε η Ναϊντού.
Δεν περνά απαρατήρητο, άλλωστε, πως η εμπειρία της Νότιας Αφρικής στη διαχείριση της μετάβασης από το απαρτχάιντ αναγνωρίζεται τόσο από τις ουκρανικές αρχές όσο και από τον ίδιο τον Πούτιν, λόγω και του προηγούμενου διαμεσολαβητικού ρόλου του Ραμαφόσα εκείνη την κρίσιμη εποχή.
Την ώρα που η διακυβέρνηση Τραμπ πιέζει Κίεβο και Μόσχα για ειρηνική συμφωνία –με τον Τραμπ να διατυπώνει προτάσεις που ο Ζελένσκι έχει απορρίψει ως απαράδεκτες– η Πρετόρια μοιάζει να κερδίζει πόντους αξιοπιστίας στα μάτια της Ουκρανίας, παρά τη μακροχρόνια φιλορωσική στάση του κυβερνώντος Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου (ANC).
Το ANC, υπό τον Ραμαφόσα, διατηρεί τον πρώτο λόγο στη νοτιοαφρικανική εξωτερική πολιτική. Υπενθυμίζεται ότι το κόμμα αυτό τήρησε αποχή σε σχετική ψηφοφορία των Ηνωμένων Εθνών για την καταδίκη της ρωσικής εισβολής, ενώ ιστορικοί δεσμοί με τη Μόσχα αναπτύχθηκαν μέσω στρατιωτικής εκπαίδευσης ηγετικών στελεχών του ANC κατά την περίοδο του απαρτχάιντ.
Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ έχει κατακρίνει επανειλημμένα τη Νότια Αφρική για τις φιλικές της σχέσεις με Ρωσία και Κίνα, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να παγώσει την αμερικανική βοήθεια, επικαλούμενος διακρίσεις σε βάρος της λευκής μειονότητας.

Ο κ. Ραμαφόσα αποκάλυψε πρόσφατα τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τραμπ για το Ουκρανικό, κατά την οποία συμφώνησαν να συναντηθούν εκ νέου, με στόχο τη βελτίωση των τεταμένων διμερών σχέσεων.
Στο μεταξύ, ο εκπρόσωπος του Ραμαφόσα, Βίνσεντ Μαγκουένια, ανέφερε πως η Πρετόρια πρόκειται να συμβάλλει στις έρευνες για τα 400 παιδιά που υποστηρίζει ο κ. Ζελένσκι ότι απήχθησαν από τις ρωσικές δυνάμεις, με τη Μόσχα να απορρίπτει τις κατηγορίες.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τζον Στίνχαϊζεν, επικεφαλής του δεύτερου μεγαλύτερου κόμματος στη Νότια Αφρική, υπογράμμισε ότι πρόκειται για μια πολύπλοκη διαδικασία, που προϋποθέτει στενή συνεργασία με τους Ρώσους αξιωματούχους.
Επιπλέον, ο Μαγκουένια αποκάλυψε ότι η χώρα εξετάζει το ενδεχόμενο προμήθειας ουκρανικών drones για την επιτήρηση συνόρων και την προστασία άγριας πανίδας, ενώ ο κ. Ραμαφόσα μίλησε και για ευκαιρίες συμπράξεων στον τομέα της πυρηνικής ενέργειας, αλλά και για συνεργασία στη λιπασματοβιομηχανία, στοχεύοντας στην πολυμορφία του εμπορίου υπό συνθήκες αμερικανικών περιορισμών.
Ο Στίνχαϊζεν πρόσθεσε πως η Ουκρανία ενδιαφέρεται για εισαγωγές νοτιοαφρικανικών εσπεριδοειδών, ενώ αναμένεται να συνεχιστούν οι εισαγωγές ουκρανικών σιτηρών – ιδίως σιταριού – από την Πρετόρια.
Η ενίσχυση των εμπορικών δεσμών με το Κίεβο εντάσσεται στη στρατηγική της Νοτίου Αφρικής για διεύρυνση των οικονομικών της εταίρων, με φόντο τους εμπορικούς δασμούς από την Ουάσιγκτον.