Η κινεζική κυβέρνηση ανακοίνωσε νέους εφαρμοστικούς κανονισμούς του επονομαζόμενου «Νόμου Αντίμετρων κατά Ξένων Κυρώσεων», ο οποίος θεσπίστηκε αρχικά το 2021. Οι κανονισμοί, που τέθηκαν επίσημα σε ισχύ στις 24 Μαρτίου 2025, αποτελούν αντίδραση του Πεκίνου στις επανειλημμένες κυρώσεις που επιβάλλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες σε βάρος κινεζικών συμφερόντων.
Η κινεζική κυβέρνηση διευκρίνισε ότι με τους νέους κανονισμούς η χώρα προσπαθεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της απέναντι σε «μονομερείς και άδικες κυρώσεις», τονίζοντας πως αποτελούν «μέτρο αυτοπροστασίας» και διασφαλίζουν την κυριαρχία της χώρας.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το άρθρο 7 των νέων κανονισμών, το οποίο επιτρέπει την κατάσχεση, δέσμευση ή πάγωμα περιουσιακών στοιχείων ξένων επενδυτών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, συμπεριλαμβανομένης και της πνευματικής ιδιοκτησίας, με απόφαση των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών, όπως το υπουργείο Οικονομικών, το υπουργείο Δημόσιας Ασφάλειας και άλλες συναρμόδιες αρχές.
Σύμφωνα με τον δικηγόρο για τα ανθρώπινα δικαιώματα με έδρα τις ΗΠΑ, Γου Σαοπίνγκ, οι νέοι κανονισμοί στοχεύουν ευθέως τις αμερικανικές κυρώσεις και αυξάνουν κατακόρυφα το ρίσκο για ξένες επιχειρήσεις στην Κίνα. «Πολλές ξένες εταιρείες στηρίζονται στην πνευματική ιδιοκτησία που έχουν αναπτύξει και κατοχυρώσει διεθνώς. Με τους νέους κανονισμούς, το κινεζικό κράτος μπορεί απροκάλυπτα να δεσμεύσει ή να κατασχέσει αυτήν την ιδιοκτησία, θέτοντας σοβαρά ζητήματα ασφάλειας για τους επενδυτές», ανέφερε ο κ. Γου σε δηλώσεις του στην Epoch Times.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα της έντασης μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας που προηγήθηκε των νέων ρυθμίσεων αναφέρεται η πρόσφατη απόφαση της πολιτείας Μισούρι να κατασχέσει γεωργικές εκτάσεις κινεζικών εταιρειών ως μέρος αποζημίωσης ύψους 24,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων που επιδικάστηκε από αμερικανικό δικαστήριο, για ζημιές που σχετίζονται με την πανδημία COVID-19.
Ζημιά στην εμπιστοσύνη των αγορών
Εκτός των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων, παρατηρητές επισημαίνουν πως η εφαρμογή τέτοιων κυρώσεων από την πλευρά του Πεκίνου υπονομεύει τη γενικότερη εμπιστοσύνη των αγορών. Ο Αμερικανός οικονομολόγος Ντέιβιντ Χουάνγκ τόνισε πως η συμπερίληψη της πνευματικής ιδιοκτησίας στα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 7 ουσιαστικά ανοίγει τον δρόμο για κατάσχεση διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών και λογισμικού όπως η Microsoft, γεγονός καταστροφικό ακόμα και για επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν φυσική παρουσία στην Κίνα.
«Η αβεβαιότητα που προκύπτει καθιστά την Κίνα μια ιδιαίτερα επικίνδυνη αγορά. Οι ξένες επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται πως πλέον τα περιουσιακά τους στοιχεία μπορούν να δεσμευθούν ανά πάσα στιγμή», υπογράμμισε ο Χουάνγκ στην Epoch Times.
Πιθανή φυγή ξένων επιχειρήσεων από την Κίνα
Οι αναλυτές εκτιμούν πως οι κανονισμοί αυτοί θα επιφέρουν μαζική φυγή αλλοδαπών επενδύσεων από την Κίνα προς χώρες με σταθερότερο επενδυτικό περιβάλλον. Ο κ. Γου ανέφερε χαρακτηριστικά πως πολλές ξένες εταιρείες δεν θα μπορούν να αντέξουν το ρίσκο να έρθουν σε αντιπαράθεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες και συνεπώς θα προτιμήσουν να αποσύρουν τις δραστηριότητές τους από την Κίνα.
Ο οικονομικός αναλυτής κ. Χουάνγκ όμως, εξέφρασε μια συγκρατημένη προσέγγιση: «Η ανταπόκριση των ξένων εταιρειών θα διαφέρει σημαντικά, ανάλογα με τον κλάδο, την κλίμακα των επενδύσεών τους και τον βαθμό εξάρτησής τους από την κινεζική αγορά. Ορισμένες από αυτές θα παραμείνουν στην Κίνα προσπαθώντας όμως να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ρίσκο.»
Πολιτικό μήνυμα και μειωμένη νομική ισχύς
Ο κ. Γου επισημαίνει πάντως και τη μειωμένη νομική ισχύ των νέων ρυθμίσεων συγκριτικά με ένα κανονικό νόμο που θεσπίζεται από το κοινοβούλιο. Η δημοσίευση αυτού του μέτρου μέσω υπουργικών κανονισμών αντί για νομοθετική πράξη μπορεί να υποδηλώνει ότι η Κίνα επιδιώκει κυρίως να στείλει ένα πολιτικό και προπαγανδιστικό μήνυμα τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό κοινό, χωρίς απαραιτήτως να σκοπεύει στην πλήρη εφαρμογή του.
«Πρόκειται κυρίως για εργαλείο προπαγάνδας, που δείχνει ότι η Κίνα διαθέτει πλέον ισχυρό μηχανισμό για την καταπολέμηση των ξένων κυρώσεων», τονίζει ο κ. Γου.
Με τις εντάσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου να επιδεινώνονται συνεχώς, οι συνέπειες αυτών των οξυνόμενων μέτρων αναμένεται να έχουν σημαντική επίδραση τόσο στις οικονομίες των δύο χωρών όσο και στη διεθνή επιχειρηματική κοινότητα, εντείνοντας περαιτέρω την αβεβαιότητα στις παγκόσμιες αγορές.