Έρευνα που πραγματοποίησαν επιστήμονες του συστήματος υγείας Henry Ford στο Μίσιγκαν, και την οποία αποκάλυψε η Epoch Times, διαπίστωσε ότι τα εμβολιασμένα παιδιά εμφάνιζαν μεγαλύτερες πιθανότητες να αναπτύξουν χρόνιες παθήσεις σε σχέση με τα μη εμβολιασμένα, ωστόσο τα ευρήματα αυτά δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ.
Ο λοιμωξιολόγος Δρ. Μάρκους Ζέρβας, μαζί με τους συνεργάτες του, μελέτησε 18.468 παιδιά που γεννήθηκαν μεταξύ 2000 και 2016 και ήταν εγγεγραμμένα στο ασφαλιστικό πρόγραμμα του συστήματος υγείας Henry Ford.
Η ερευνητική ομάδα άντλησε στοιχεία από ιατρικά, κλινικά και ασφαλιστικά αρχεία, καθώς και από το μητρώο εμβολιασμών του Μίσιγκαν. Δέκα χρόνια μετά τη συμμετοχή των παιδιών στη μελέτη, τα συμπεράσματα ήταν τα εξής: «Το 57% των εμβολιασμένων παιδιών εμφάνιζε κάποια χρόνια πάθηση, όπως άσθμα, έναντι μόλις 17% των μη εμβολιασμένων.»
Η μελέτη κατέδειξε ότι ο εμβολιασμός συνδεόταν με 2,5 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης μιας χρόνιας πάθησης. Οι συγγραφείς τόνισαν: «Η σύνδεση αυτή οφείλεται κυρίως στο άσθμα, τις ατοπικές νόσους, το έκζεμα, τα αυτοάνοσα νοσήματα και τις νευροαναπτυξιακές διαταραχές.»
Συνεπώς, σε ορισμένες περιπτώσεις, η έκθεση σε εμβολιασμό ενδέχεται να αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης χρόνιων προβλημάτων υγείας. Η μελέτη αυτή γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Άαρον Σερί, δικηγόρο και εκδότη του βιβλίου «Vaccines, Amen, η Θρησκεία των Εμβολίων».
Πριν λάβει αντίγραφο της μελέτης, η Epoch Times ζήτησε σχόλια από τον Ζέρβα και τους συν-συγγραφείς σχετικά με το γεγονός πως δεν είχε δημοσιευθεί. Ο Ζέρβας απάντησε: «Μπορείτε να μου πείτε σε ποιο βιβλίο εμφανίστηκε αυτό;»
Όταν ενημερώθηκε για τον τίτλο του βιβλίου, δεν απάντησε εκ νέου, ενώ και οι συν-συγγραφείς απέφυγαν να σχολιάσουν. Εκπρόσωπος του Henry Ford Health επιβεβαίωσε ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε, διευκρινίζοντας: «Η μελέτη αυτή δεν δημοσιεύθηκε επειδή δεν πληρούσε τα αυστηρά επιστημονικά κριτήρια που απαιτούμε ως κορυφαίος ερευνητικός ιατρικός οργανισμός.»
Ο ίδιος εκπρόσωπος υπογράμμισε επίσης: «Τα δεδομένα δείχνουν σταθερά πως οι εμβολιασμοί αποτελούν ασφαλή και αποτελεσματικό τρόπο προστασίας των παιδιών από δυνητικά σοβαρές ασθένειες.»
Ο Άαρον Σερί, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τον υπουργό Υγείας Ρόμπερτ Φ. Κέννεντυ Τζούνιορ και ηγείται του δικτύου Informed Consent Action Network, δήλωσε ότι ο ίδιος και ο διευθύνων σύμβουλος της οργάνωσης, Ντελ Μπίγκτρι, συναντήθηκαν το 2017 με τον Ζέρβα για να προτείνουν τη σύγκριση της υγείας εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων παιδιών.
Αν και αρχικά σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν δεδομένα του ομοσπονδιακού δικτύου Vaccine Safety Data Link, ο Ζέρβας πρότεινε να αξιοποιηθούν τα δεδομένα του Henry Ford Health. Σε επιστολή του, ο Σερί ανέφερε: «Ζήτησα από τους ερευνητές να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματα της μελέτης, όποια κι αν ήταν αυτά. Ο Δρ. Ζέρβας μας κοιτάξε στα μάτια και μας διαβεβαίωσε ότι είναι άνθρωπος ακεραιότητας και θα δημοσίευε τα ευρήματα, όποια κι αν ήταν.»
Ο Σερί έλαβε αντίγραφο της μελέτης το 2020 και υποστήριξε ότι ο Ζέρβας και ένας συν-συγγραφέας του είπαν πως οι ανώτεροι του Henry Ford Health δεν επιθυμούσαν τη δημοσίευση της μελέτης, φοβούμενοι για τη διασφάλιση των θέσεων εργασίας τους.
Ο ίδιος δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το μόνο πραγματικό πρόβλημα με αυτή τη μελέτη, και ο λόγος που δεν υποβλήθηκε για δημοσίευση, είναι ότι τα ευρήματά της δεν συμβάδιζαν με τη γενικά αποδεκτή άποψη και την πολιτική ότι τα εμβόλια είναι ασφαλή.»
Προσέθεσε: «Αν διαπίστωνε ότι τα εμβολιασμένα παιδιά ήταν υγιέστερα, αμφιβάλλω αν δεν θα είχε δημοσιευθεί αμέσως. Επειδή όμως τα ευρήματα ήταν αντίθετα, η μελέτη μπήκε στο συρτάρι.»
Προηγούμενες έρευνες που συνέκριναν εμβολιασμένα και μη εμβολιασμένα παιδιά είχαν αντικρουόμενα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, γερμανική μελέτη του 2011 διαπίστωσε πως τα μη εμβολιασμένα παιδιά ήταν πιο επιρρεπή στα νοσήματα κατά των οποίων στοχεύουν τα εμβόλια.
Αντίθετα, αμερικανική μελέτη του 2020 διαπίστωσε πως τα εμβολιασμένα παιδιά είχαν αυξημένες πιθανότητες για αναπτυξιακές καθυστερήσεις, άσθμα και ωτίτιδες κατά το πρώτο έτος ζωής.
Κατά τη διάρκεια ακρόασης στη Γερουσία, ο Δρ. Τζέικ Σκοτ, λοιμωξιολόγος της Ιατρικής Σχολής του Στάνφορντ, επισήμανε τις ανησυχίες του για τα ευρήματα, παρατηρώντας: «Ένα ζήτημα είναι ότι τα εμβολιασμένα παιδιά επισκέπτονταν συχνότερα γιατρούς κατά τη διάρκεια της μελέτης. Όταν οι διαγνώσεις βασίζονται σε επισκέψεις, τα παιδιά που βλέπουν γιατρούς συχνότερα εγγράφονται με περισσότερες παθήσεις. Αυτό είναι το γνωστό detection bias που “φουσκώνει” τα ποσοστά κινδύνου χωρίς να αντανακλά πραγματικές διαφορές στην υγεία.»
Παρά το ενδεχόμενο μεροληψίας, οι ερευνητές υποστήριξαν: «Ακόμη και αφαιρώντας τα μη εμβολιασμένα παιδιά των οποίων οι γονείς δεν τα πήγαν ποτέ στον γιατρό μετά τη γέννηση, η ομάδα των εμβολιασμένων είχε και πάλι αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης χρόνιας πάθησης.»
Ανέλυσαν τα δεδομένα σε ηλικίες ενός, τριών και πέντε ετών και κατέληξαν: «Συνεπώς, τα ευρήματά μας δεν φαίνεται να οφείλονται σε διαφοροποιήσεις στη χρήση υπηρεσιών υγείας.»
Οι ερευνητές τόνισαν ότι τα ευρήματα αυτά δεν αποδεικνύουν αιτιακή σχέση και χρειάζονται περαιτέρω έρευνα. Η ακρόαση διεξήχθη από τη Μόνιμη Υποεπιτροπή Έρευνας της Γερουσίας.
Ο γερουσιαστής Ρον Τζόνσον χαρακτήρισε τη μελέτη υψηλής ποιότητας και άφησε αιχμές για τη μη δημοσιοποίησή της: «Ελπίζω πάντα οι επιστήμονες να τη δημοσιεύσουν, είπε ο Σερί. Έχουμε προσπαθήσει επανειλημμένα να τους πείσουμε ώστε να περάσει από την κανονική διαδικασία αξιολόγησης.»
Ο γερουσιαστής Ρίτσαρντ Μπλούμενταλ αμφισβήτησε την πενταετή καθυστέρηση στη δημοσιοποίηση της μελέτης έπειτα από την ολοκλήρωσή της.