Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε αυτή την εβδομάδα ένα 18ο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, στοχεύοντας τους τομείς ενέργειας, τραπεζών και στρατιωτικοβιομηχανίας της χώρας. Προκειμένου να περιορίσει τα έσοδα της Ρωσίας από το πετρέλαιο, το πακέτο προτείνει και περαιτέρω μείωση του πλαφόν τιμής που έχει θεσπίσει το G7 για το ρωσικό πετρέλαιο, από τα 60 στα 45 δολάρια ανά βαρέλι.
Η ομάδα των χωρών του G7 περιλαμβάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Βρετανία, τον Καναδά, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ιαπωνία. Μιλώντας σε δημοσιογράφους στις 10 Ιουνίου, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε: «Η δική μου εκτίμηση είναι ότι μαζί, ως G7… Ξεκινήσαμε αυτή τη στρατηγική ως G7, είχε επιτυχία και θέλω να συνεχίσουμε αυτό το μέτρο ως G7».
Ο Τζούλιαν Ματνιέ, οικονομολόγος αγορών πετρελαίου στην αμερικανική Energy Intelligence Group, εκτιμά ότι οι Βρυξέλλες διεξάγουν έναν «πόλεμο φθοράς» εναντίον της Ρωσίας, προσθέτοντας συνεχώς νέα στρώματα κυρώσεων με την ελπίδα ότι, όταν φτάσουν στην κρίσιμη μάζα, θα καταστούν αποτελεσματικές. Το πακέτο κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένου του νέου πλαφόν, πρέπει να εγκριθεί από και τα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. για να τεθεί σε ισχύ. Εάν περάσει, θα σηματοδοτήσει τη δεύτερη φορά που το ρωσικό πετρέλαιο υπόκειται σε δυτικά πλαφόν τιμών. Στα τέλη του 2022, δέκα μήνες μετά τη ρωσική εισβολή στην Ανατολική Ουκρανία, το G7, μαζί με την Αυστραλία, επέβαλαν αρχικά πλαφόν 60 δολαρίων το βαρέλι στο ρωσικό πετρέλαιο – μια πολιτική υπό αμερικανική πρωτοβουλία.
Ο Φέρι Ντάουν-Μπάρκσλεϊ, πρόεδρος της ερευνητικής ομάδας Vienna Energy Research Group, ανέφερε στην Epoch Times: «Τότε, η διεθνής τιμή του πετρελαίου κυμαινόταν γύρω στα 80 δολάρια το βαρέλι. Τώρα, βρίσκεται κάτω από τα 70».
Έτσι, η Ε.Ε. αποφάσισε να μειώσει το πλαφόν στα 45 δολάρια, ώστε η Ρωσία να εισπράττει αναλογικά λιγότερα έσοδα. Στις αρχές του 2023, το G7 επέβαλε αντίστοιχο πλαφόν και στα ρωσικά προϊόντα πετρελαίου, όπως το ντίζελ. Παράλληλα, οι δυτικές εταιρείες απαγορεύτηκε να παρέχουν βασικές υπηρεσίες, όπως μεταφορά, ασφάλιση και χρηματοδότηση, για φορτία ρωσικού πετρελαίου που πωλούνται πάνω από το νέο πλαφόν. Η στρατηγική αυτή είχε στόχο να πιέσει οικονομικά τη Μόσχα χωρίς να διαταράξει τη διεθνή αγορά ενέργειας, επιτρέποντας μεν τη συνέχιση των εξαγωγών ρωσικού πετρελαίου, αλλά σε χαμηλότερες τιμές. Όπως σημειώνει ο Μπάρκσλεϊ, σκοπός του πλαφόν είναι να διατηρηθεί ο εφοδιασμός, αλλά φθηνότερος.
Αντιδρώντας, η Μόσχα απαγόρευσε στις αρχές του 2023 την πώληση ρωσικού πετρελαίου σε οποιαδήποτε χώρα ακολουθεί το δυτικό πλαφόν και ανακατεύθυνε τις εξαγωγές της, με εκπτώσεις, σε άλλους αγοραστές, κυρίως Κίνα και Ινδία, με τις οποίες διατηρεί καλές σχέσεις. Έτσι Κίνα και Ινδία αναδείχθηκαν στους μεγαλύτερους εισαγωγείς φθηνού ρωσικού πετρελαίου που προηγουμένως προοριζόταν για την Ευρώπη. Παρότι τα έσοδα της Ρωσίας μειώθηκαν λόγω χαμηλότερων τιμών, οι συνολικές ποσότητες εξαγωγών παρέμειναν σταθερές. Παράλληλα, η Ρωσία απέφυγε περαιτέρω τον περιορισμό του πλαφόν αξιοποιώντας ένα «σκιώδη στόλο» δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν πετρέλαιο με μεταφορές από πλοίο σε πλοίο ανοιχτά στη θάλασσα.
Ο Ματνιέ δήλωσε στην Epoch Times: «Το πλαφόν αποδείχθηκε στην πράξη αναποτελεσματικό, χάρη στον σκιώδη στόλο που εξακολουθεί να μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο σε Κίνα, Ινδία, Τουρκία κ.ά.».

Παρ’ όλα αυτά, πρόσθεσε: «Τον προηγούμενο μήνα, τα έσοδα της Ρωσίας από πετρέλαιο και αέριο ήταν μειωμένα κατά 35% σε σχέση με πέρσι και 14% χαμηλότερα τον Μάιο 2025 σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2024. Είναι όμως δύσκολο να ξεχωρίσουμε τι οφείλεται στις κυρώσεις και τι στη μείωση των διεθνών τιμών».
Ερωτηθείς για τη νέα πρόταση μείωσης στο πλαφόν, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, υποβάθμισε τη σημασία της για τη ρωσική οικονομία. Ο Πεσκόφ δήλωσε στις 11 Ιουνίου στους δημοσιογράφους: «Η Ρωσία δεν ζει υπό περιορισμούς μόλις μία μέρα. Λειτουργούμε εδώ και πολύ καιρό σε τέτοιες συνθήκες, τις οποίες συνεχίζουμε να θεωρούμε παράνομες».
Πρόσθεσε ότι η Ρωσία απέκτησε πολύτιμη εμπειρία και έχει πλέον τη δυνατότητα να περιορίζει τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων μέτρων. Προειδοποίησε, ωστόσο, πως νέα μείωση του πλαφόν δεν θα συμβάλει στη σταθεροποίηση των διεθνών αγορών ενέργειας, σύμφωνα με το ρωσικό πρακτορείο TASS.
Ο Ματνιέ, ερωτηθείς αν εκτιμά ότι περαιτέρω μείωση του πλαφόν θα επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια αγορά ενέργειας, απάντησε: «Δεν το πιστεύω, τουλάχιστον αυτή τη στιγμή. Οι αποφάσεις του OPEC-plus έχουν πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα και νομίζω ότι η Ρωσία το γνωρίζει πολύ καλά».
Ο OPEC-plus, που ιδρύθηκε το 2016, περιλαμβάνει τα 12 μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (OPEC) μαζί με 10 ακόμα εξαγωγικές χώρες εκτός OPEC, ανάμεσά τους και η Ρωσία.
Η Ρωσία ήδη έχει απαντήσει στη σκλήρυνση των κυρώσεων της Ε.Ε. ενισχύοντας τα μέτρα προστασίας των δεξαμενόπλοιών της απέναντι σε πιθανές απόπειρες του ΝΑΤΟ να περιορίσει τη ναυσιπλοΐα του σκιώδους στόλου στη Βαλτική, σύμφωνα με τον Ματνιέ. Σύμφωνα με φινλανδικές αρχές, η Ρωσία ξεκίνησε να συνοδεύει δεξαμενόπλοια στον Φινλανδικό Κόλπο.
Η Ρωσία εξακολουθεί να εξάγει σήμερα 1,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα από τα δύο λιμάνια της στη Βαλτική, το Πριμόρσκ και το Ουστ-Λούγκα. Πρακτικά, σχεδόν όλη αυτή η ποσότητα κατευθύνεται πλέον σε Ινδία, Κίνα και Τουρκία – τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού αργού.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, έχει ήδη ζητήσει να μειωθεί το πλαφόν για το ρωσικό πετρέλαιο ακόμα και στα 30 δολάρια το βαρέλι. Σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του στις 10 Ιουνίου τόνισε: «Η ικανότητα της Ρωσίας να συνεχίσει τον πόλεμο ισοδυναμεί με την ικανότητά της να πουλά πετρέλαιο και να παρακάμπτει χρηματοοικονομικά εμπόδια. Πρέπει να γίνουν τα πάντα ώστε η τιμή του ρωσικού πετρελαίου να πέσει κάτω από τα όρια αντοχής τους».
Αν και τα περισσότερα μέλη του G7 έχουν ταχθεί υπέρ της νέας μείωσης του πλαφόν, παραμένει ασαφές αν οι Ηνωμένες Πολιτείες – που επιδιώκουν επαναπροσέγγιση με τη Μόσχα – θα συνταχθούν μαζί τους. Όπως σημείωσε ο Μπάρκσλεϊ: «Το προηγούμενο πλαφόν επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ. Οι κυρώσεις και τα πλαφόν που επιβάλλει η Ε.Ε. θα έχουν σαφώς πιο περιορισμένα αποτελέσματα. Τώρα τα βλέμματα είναι στραμμένα στις ΗΠΑ».
Στις 13 Ιουνίου, οι τιμές του πετρελαίου κατέγραψαν άλμα περίπου 6%, φτάνοντας στα 74 δολάρια το βαρέλι, έπειτα από μονομερή επίθεση του Ισραήλ σε ιρανικούς στρατιωτικούς στόχους και εγκαταστάσεις πυρηνικής ενέργειας.
Με πληροφορίες από το Reuters