Κουβαλώντας ένα μεγάλο σακίδιο και κρατώντας έναν ταξιδιωτικό οδηγό στο χέρι, ο Καναδός Joel Chipkar έμοιαζε με έναν τυπικό τουρίστα.
Ο καστανόξανθος 33χρονος μεσίτης ακινήτων, φορώντας μαύρο σακάκι και χακί παντελόνι, περπατούσε γοργά προς την πλατεία Τιενανμέν, την καρδιά της πρωτεύουσας της Κίνας που λίγο περισσότερο από μια δεκαετία πριν είχε βαφτεί κόκκινη από το αίμα χιλιάδων φοιτητών που είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί από τα τανκς και τα όπλα του κομμουνιστικού καθεστώτος.
Ο καιρός εκείνη την ημέρα -20 Νοεμβρίου 2001- ήταν όσο πιο καλός μπορούσε να είναι σε μια πόλη διαβόητη για το πυκνό, γκρίζο νέφος της. Ο ήλιος ήταν λαμπερός και ο αέρας δροσερός.
Οι πεζοί περπατούσαν χαλαρά ανά δυάδες και τριάδες στις απέραντες εκτάσεις του γκρίζου πεζοδρομίου, ο Chipkar δεν τους πρόσεξε ιδιαίτερα, και κατευθύνθηκε προς το βόρειο άκρο της πλατείας. Ήταν σε αποστολή.
Ο Chipkar μετά από λίγο βρήκε αυτό που έψαχνε: είκοσι μέτρα δυτικά του στύλου της κινεζικής σημαίας, ένα πλήθος από δύο ή τρεις δωδεκάδες ανθρώπους με ανοιχτόχρωμα μαλλιά σαν κι αυτόν είχε συγκεντρωθεί ήσυχα γύρω του, κάποιοι καθιστοί, κάποιοι όρθιοι. Η σκηνή προσέλκυε αρκετά περίεργα βλέμματα. Ήταν ακόμα ασυνήθιστο να βλέπει κανείς τόσα πολλά δυτικά πρόσωπα σε αυτή τη χώρα.
Ο Chipkar κοντοστάθηκε ενώ βρισκόταν σε κάποια απόσταση από την ομάδα. Αναγνώρισε μερικά πρόσωπα, αλλά θεώρησε φρόνιμο να μην χαιρετήσει κανέναν. Η προσέλκυση της προσοχής προς αυτόν θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για το σχέδιο.
Υπήρχε ένας καταπιεσμένος ενθουσιασμός που αιωρούνταν στον αέρα. Μετά από λίγα λεπτά η ομάδα των Δυτικών θα συγκεντρωνόταν, όρθιοι ή καθιστοί σε τέσσερις σειρές, σαν να πόζαραν για μια ομαδική φωτογραφία. Αλλά αυτό ήταν ένα τέχνασμα- αργότερα θα κάθονταν σε στάση διαλογισμού, ενώ κάποιοι θα ξεδίπλωναν ένα χρυσό πανό μήκους οκτώ μέτρων που έφερε τους κινεζικούς χαρακτήρες «αλήθεια, καλοσύνη και ανεκτικότητα / Zhen Shan Ren» – τις τρεις βασικές αρχές της διωκόμενης πνευματικής ομάδας Φάλουν Γκονγκ.
Η αστυνομία αρχίζει να συρρέει και ακολούθησαν συλλήψεις.
Ο ρόλος του Chipkar ήταν να παρακολουθεί -και να τα καταγράφει όλα.
Το σχέδιο
Αυτό συνέβη δύο χρόνια αφότου το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΚΚΚ) κήρυξε το Φάλουν Γκονγκ, επίσης γνωστό ως Φάλουν Ντάφα, μαζί με τα περίπου 70 έως 100 εκατομμύρια οπαδούς του, εχθρό του χωρίς προφανή λόγο, εκτός από την τεράστια δημοτικότητα του. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, όπου σειρές από ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ μπορούσαν να παρατηρηθούν να κάνουν τις αργές ασκήσεις της πρακτικής κάθε πρωί σε πάρκα και πλατείες σε όλη τη χώρα. Αλλά αυτό σταμάτησε τον Ιούλιο του 1999, όταν το ΚΚΚ εξαπέλυσε μια πανεθνική εκστρατεία για την εξάλειψη της πρακτικής.
Οι οπαδοί της έκτοτε είναι θύματα παρενοχλήσεων, σωματικών βασανιστηρίων, φυλάκισης και καταναγκαστικής εργασίας. Πολλοί εκδιώχθηκαν από την εργασία ή το σχολείο και τα βιβλία τους -που αφορούσαν την πρακτική, κατασχέθηκαν και κάηκαν.
Η δίωξη είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της το 2001, όταν οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί και οι εφημερίδες είχαν εκμεταλλευτεί ένα περιστατικό αυτοπυρπόλησης στην πλατεία Τιενανμέν νωρίτερα εκείνο το έτος -που αποδείχθηκε αργότερα ότι ήταν σκηνοθετημένο με εντολή του Πεκίνου- με σκοπό να παρουσιάσουν τους ασκούμενους ότι έχουν αυτοκτονικές τάσεις.
Η εντεινόμενη εκστρατεία παραπληροφόρησης και μίσους είχε στείλει ένα σταθερό ρεύμα ασκουμένων στην πλατεία Τιενανμέν -πολιτικό κέντρο και δημοφιλές τουριστικό σημείο, για να ζητήσουν τον τερματισμό της καταστολής.
Όσο για τους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ που ζούσαν εκτός Κίνας, η συνεχιζόμενη καταστολή των ομοϊδεατών τους στην Κίνα τους έκανε να κινητοποιηθούν και να ενημερώσουν το ευρύ κοινό για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί.
Χρειάστηκε τουλάχιστον ένας χρόνος για να συλληφθεί η ιδέα μιας διεθνούς έκκλησης. Ο Peter Recknagel από τη Γερμανία, ένας 30χρονος φοιτητής κινεζικών και οικονομικών, ήταν από τους πρώτους που έκαναν ταξίδια και όταν διαισθάνθηκε το ενδιαφέρον των ασκουμένων και από άλλα μέρη του κόσμου, το σχέδιο διευρύνθηκε.
Τελικά, 36 ασκούμενοι από 12 χώρες της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Αυστραλίας θα ταξίδευαν αεροπορικώς στην Κίνα. Πολλοί από αυτούς δεν είχαν συναντηθεί ποτέ πριν. Για λόγους ασφαλείας ταξίδεψαν χωριστά και θα συναντιόντουσαν κατευθείαν κοντά στον στύλο της σημαίας στις 2 μ.μ., ώστε να κρατήσουν χαμηλό προφίλ και να μεταφέρουν το μήνυμα της έκκλησής τους μένοντας όσο περισσότερο χρόνο μπορούσαν.
Οι διοργανωτές έλαβαν προφυλάξεις για να κρατήσουν τα σχέδιά τους κρυφά. Για να αποφύγουν πιθανές υποκλοπές από το καθεστώς, αυτοί που συμμετείχαν στη διοργάνωση μιλούσαν στα σουηδικά κατά το μεγαλύτερο μέρος του σχεδιασμού.
Ο Adam Leining, ένας 30χρονος μουσικός από την Αμερική, έφερε το πανό σε μια τσάντα κοστουμιού. Το βράδυ πριν συμβούν όλα αυτά, ο Recknagel και μερικοί άλλοι έκλεισαν την κουρτίνα του δωματίου του ξενοδοχείου και έβαλαν δυνατά μουσική ντίσκο, και στη συνέχεια έκαναν μια μικρή πρόβα. Ξεδίπλωσαν το πανό για να δουν πόσο μεγάλο ήταν και ανέθεσαν σε τρία από τα ψηλότερα μέλη της ομάδας τους να το κρατήσουν.
Όταν όλοι συναντήθηκαν στην πλατεία, δύο άτομα από την Ευρώπη είχαν κανονίσει να κρατούν ένα μπουκέτο λουλούδια για να δώσουν μια εορταστική αίσθηση. Αυτό έγινε για να κερδίσουν χρόνο καθώς ετοιμάζονταν.
«Θα δίνονταν ένα σινιάλο… και τότε όλοι έπρεπε απλώς να κάτσουν σε θέση διαλογισμού», θυμήθηκε μιλώντας στην Epoch Times ο Recknagel, που σήμερα είναι 50 ετών και κατοικεί στην πολιτεία της Νέας Υόρκης.
«Έπρεπε να είμαστε πολύ, πολύ προσεκτικοί για να μην μας καταλάβουν πριν συμβεί».
Ο αυτόπτης μάρτυρας
Ο Chipkar σχεδίασε το ρόλο του όσο πιο προσεκτικά μπορούσε.
Αγόρασε μια μικροσκοπική βιντεοκάμερα, μια συσκευή που έμοιαζε με βομβητή, την οποία έβαλε στον ιμάντα του σακιδίου του. Έκανε μια τρύπα στον ιμάντα ώστε να μπορεί να περάσει τον φακό. Στη συνέχεια, πέρασε τέσσερις ολόκληρες ημέρες κάνοντας πρόβα στον καθρέφτη ενώ κουβαλούσε το σακίδιο για να εξοικειωθεί τον τρόπο με τον οποίο θα τραβούσε το πλάνο του με την κάμερα, η οποία θα μπορούσε να τραβάει για περίπου δύο ώρες, και με όλα έτοιμα, θα μπορούσε να περπατάει με τα χέρια του ελεύθερα.
«Σκέφτηκα όλα όσα θα μπορούσαν ενδεχομένως να συμβούν ή να πάνε στραβά και έπρεπε να τα λάβω όλα υπόψιν, επειδή δεν είχα δεύτερη ευκαιρία», δήλωσε ο Chipkar σε συνέντευξή του στην Epoch Times, ο οποίος είναι σήμερα είναι 53 ετών και ζει στο Τορόντο.
Τη νύχτα πριν από τη συγκέντρωση, ο Chipkar κοιμήθηκε πολύ ανήσυχος σκεπτόμενος κάθε πιθανό μικρό ατύχημα που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την αποστολή του. Η βιντεοκάμερα θα μπορούσε να παρουσιάσει βλάβη ή η αστυνομία θα μπορούσε να τον συλλάβει πριν φτάσει στο σημείο, οπότε όλη του η αποστολή θα κατέληγε μάταια.
Ο κάτοχος του πανό
Ο φίλος του Chipkar, Zenon Dolnyckyi, ήταν ήδη ανάμεσα στην ομάδα όταν έφτασε εκεί. Ο δέκα χρόνια νεότερός του, ο Dolnyckyi είχε μάθει κάποια βασικά μανδαρινικά από κάποιους Κινέζους ασκούμενους του Φάλουν Γκονγκ στο Τορόντο.
Οι δύο τους είχαν συναντηθεί στο Σινικό Τείχος μια μέρα νωρίτερα για να κρεμάσουν ένα κάθετο κίτρινο πανό που έγραφε «Το Φάλουν Ντάφα είναι καλό». Ο Dolnyckj είχε μείνει στο ξενοδοχείο για να ζωγραφίσει αυτούς τους κινεζικούς χαρακτήρες στο πανό – ένα «όμορφο, συμβολικό μήνυμα», σύμφωνα με τα λόγια του Dolnyckyi.
Και οι δύο είχαν αγοράσει εισιτήρια επιστροφής για τον Καναδά τέσσερις ώρες μετά τη συγκέντρωση στην Τιενανμέν.
«Τα λέμε στο αεροδρόμιο», είχε πει ο Dolnyckyi στον Chipkar στο ξενοδοχείο το πρωί πριν από την έκκληση.
Αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Ο Recknagel και ο Leining κάθονταν σε στάση διαλογισμού όταν ξεδιπλώθηκε το μεγάλο πανό. Ο Dolnyckyi στεκόταν πίσω από το πανό, εκεί όπου βρισκόταν ο χαρακτήρας «αλήθεια», βοηθώντας να το κρατάει ψηλά. «Ένιωσα πραγματικά περήφανος επειδή … πίεζαν τόσο δυνατά για να κρατήσουν το πανό», δήλωσε στην εκπομπή “Legends Unfolding” της θυγατρικής εταιρείας NTD της Epoch Times το 2017.
Μέσα σε 20 δευτερόλεπτα, μια κόρνα αυτοκινήτου διαπέρασε τον αέρα. Σύντομα, τουλάχιστον έξι βαν της αστυνομίας τους περικύκλωσαν, ένστολοι και αστυνομικοί με πολιτικά εμφανίστηκαν από το πουθενά, σπρώχνοντας τους μέσα στα αυτοκίνητα, ενώ έδιωχναν τους θεατές.
Καθώς η αστυνομία κατέβαινε, ο Dolnyckyi έβγαλε από το πόδι του παντελονιού του ένα άλλο κίτρινο αυτοσχέδιο πανό που είχε φτιάξει από μια μαξιλαροθήκη. Είχε εξασκηθεί γι’ αυτήν την κίνηση στο ξενοδοχείο. Ενώ κρατούσε αυτό το πανό, φώναξε με όλη του τη δύναμη «Το Φάλουν Ντάφα είναι καλό!».
Όταν οι αστυνομικοί τον έπιασαν τελικά, ένας από αυτούς τον γρονθοκόπησε ευθέως ανάμεσα στα δύο μάτια του, προκαλώντας του κάταγμα στο οστό. Στη συνέχεια έπεσαν βροχή κι άλλες γροθιές πάνω του και τον ανάγκασαν να μπει σε ένα λευκό αστυνομικό φορτηγάκι, όπου βρήκε έναν Σουηδό ασκούμενο αναισθητοποιημένο από τα χτυπήματα και μια ξανθιά, γαλανομάτα Γαλλίδα, την οποία η αστυνομία προσπάθησε να στραγγαλίσει για να την εμποδίσει να φωνάξει «Το Φάλουν Ντάφα είναι καλό!».
Ο Chipkar, που στεκόταν σε κάποια απόσταση από το πανδαιμόνιο, είδε τους φίλους του να απομακρύνονται μέσα σε λίγα λεπτά.
Κάλεσε ένα ρίκσο για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο και αμέσως έτρεξε στην τουαλέτα στο λόμπι του ξενοδοχείου, κλείδωσε την πόρτα πίσω του και άρχισε να παίζει το βίντεο. Μόλις επιβεβαίωσε ότι όλα ήταν εκεί, ο Chipkar πήγε στο πλησιέστερο γραφείο της FedEx και έστειλε τις βιντεοσκοπήσεις στο σπίτι του.
«Ένιωσα πραγματικά ανακουφισμένος», δήλωσε ο Chipkar. «Ο τρόπος που πήγα στην πλατεία όταν έγινε η έκκληση, ήταν μαγικός – τα πράγματα συνέβησαν ακριβώς όπως έπρεπε».
Η ανάκριση
Η υπόλοιπη ομάδα κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα της πλατείας Τιενανμέν, δίπλα στην πλατεία, σε ένα κελί χωρίς παράθυρο που είχε κηλίδες αίματος στον τοίχο. Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων ακολούθησαν κι άλλα βίαια επεισόδια. Ένας Ισραηλινός χτυπήθηκε στο πρόσωπο και κλοτσήθηκε στη κοιλιά.
Σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο αεροδρόμιο όπου μεταφέρθηκαν αργότερα, ένας Αμερικανός φοιτητής ιατρικής χτυπήθηκε στο κεφάλι αφού αρνήθηκε να υπογράψει την έκθεση της αστυνομίας σκίζοντάς την. Μια άλλη γυναίκα την χούφτωσαν οι αστυνομικοί όταν αρνήθηκε να παραδώσει το τηλέφωνό της.
Ο Recknagel, ο οποίος γνωρίζει επίσης κινέζικα, προειδοποίησε την αστυνομία να σταματήσει να επιτίθεται στον φοιτητή ιατρικής.
«Αν το ξανακάνεις αυτό, θα το μάθει όλος ο κόσμος», θυμάται να λέει στον αστυνομικό στα μανδαρινικά.
Ο αστυνομικός, σε έξαλλη κατάσταση, τον έσυρε στον τοίχο, λέγοντάς του κάτι σαν «ξέρεις πώς είναι να σε σκοτώνουν;». δήλωσε ο Recknagel στην Epoch Times.
Παρόλα αυτά, η αστυνομία ήταν συγκρατημένη σε σύγκριση με τους χειρισμούς της απέναντι στους ντόπιους ασκούμενους. Η ομάδα βιντεοσκοπήθηκε από την αστυνομία καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης της παροχής φαγητού και νερού, κάτι που οι ασκούμενοι υποπτεύθηκαν ότι γινόταν για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Οι αναφορές των κρατικών μέσων ενημέρωσης ανέφεραν αργότερα ότι η ομάδα αντιμετωπίστηκε ανθρώπινα.
Μετά από περίπου 24 έως 48 ώρες, τους έστειλαν με μια πτήση πίσω και τους είπαν ότι δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στην Κίνα για πέντε χρόνια.
Τιμώντας τους πραγματικούς ήρωες
Αναλογιζόμενος δύο δεκαετίες αργότερα, ο Chipkar δεν είδε τίποτα ηρωικό στην πράξη του.
«Ήταν μια στιγμή που κάναμε αυτό που πιστεύαμε ότι έπρεπε να κάνουμε», είπε. «Όλοι προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατό, ο καθένας από εμάς».
Από την έναρξη της δίωξης, εκατομμύρια ασκούμενοι έχουν ριχτεί σε κέντρα κράτησης, φυλακές, στρατόπεδα εργασίας και άλλες εγκαταστάσεις, ενώ εκατοντάδες και χιλιάδες έχουν υποστεί βασανιστήρια, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφόρησης για το Φάλουν Ντάφα. Αμέτρητος αριθμός κρατούμενων ασκούμενων έχει επίσης θανατωθεί για τα όργανά τους.
Το Minghui, ένας ιστότοπος με έδρα τις ΗΠΑ που καταγράφει το χρονικό των διώξεων στην Κίνα, έχει επαληθεύσει χιλιάδες θανάτους. Αν και αυτό είναι πιθανότατα μόνο η κορυφή του παγόβουνου, λένε οι ειδικοί, εξαιτίας των γιγαντιαίων προσπαθειών του καθεστώτος να αποκρύψει την κτηνώδη εκστρατεία του.
«Οι πραγματικοί ήρωες που αξίζουν την προσοχή είναι οι ασκούμενοι που βρίσκονται στην Κίνα που είναι αντιμέτωποι με την ζωή και τον θάνατο κάθε φορά που βγαίνουν από την πόρτα», δήλωσε ο Chipkar. «Οι άνθρωποι που βρίσκονται στην Κίνα, αυτοί είναι οι ήρωες, όχι εμείς».
Ο Recknagel, ο οποίος πέρασε τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής του στην Ανατολική Γερμανία πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, περιέγραψε το ταξίδι του στην Τιενανμέν ως μια «μεγάλη περιπέτεια».
«Κανείς δεν ήξερε πραγματικά τι θα προέκυπτε από αυτό», είπε. «Δεν μπορούσε να πει κανείς πόσο βοήθησε την κατάσταση στην Κίνα, αλλά τουλάχιστον, ήταν μια γεύση του πόσο πραγματική και πόσο σκληρή είναι η δίωξη στην Κίνα».
«Σου δίνει ένα είδος κλοτσιάς … για να κάνεις ό,τι μπορείς για να βοηθήσεις να σταματήσει».
Η στιγμή του ξεδιπλώματος του πανό απεικονίστηκε από καλλιτέχνες, συμπατριώτες του, σε μια ελαιογραφία. Στην απεικόνιση, ένα ημιδιαφανές χρυσό φως αναβλύζει από τους ασκούμενους.
«Κοιτάξτε το Zhen και το Shan και το Ren», είπε, αναφερόμενος στους κινεζικούς χαρακτήρες του πανό. «Και εκείνη την εποχή, εμείς υπερασπιζόμασταν αυτό το πράγμα».
Ο πίνακας εκτίθεται τώρα σε έκθεση ενός εμπορικού κέντρου στα βόρεια της Νέας Υόρκης, το οποίο ο Recknagel επισκέπτεται μερικές φορές.
«Είναι απλά ωραίο να έχουμε αυτή την εικόνα ως ανάμνηση», είπε.
Αλλά γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους, αυτή η ανάμνηση πριν από δύο δεκαετίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θλίψη.
«Τόσοι πολλοί άνθρωποι στην Κίνα, στάθηκαν όρθιοι γι’ αυτό, και κανείς δεν έχει μια φωτογραφία», δήλωσε ο Recknagel. «Πολλοί από αυτούς έχουν χάσει την ζωή τους εκεί».
Διαβάστε επίσης: Η Ελληνίδα ιατρός που αποκαλύπτει το σύγχρονο Άουσβιτς της Κίνας