Της Ariane Triebswetter
Μετάφραση: Αλία Ζάε
«Από τη στιγμή που τον πρωτοείδα, νομίζω πως είμαι τυφλή. Όπου κι αν κοιτάξω, μονάχα Αυτόν βλέπω»
Με αυτά τα λόγια ανοίγει ένας από τους σπουδαιότερους κύκλους για φωνή και πιάνο του Γερμανού συνθέτη Ρόμπερτ Σούμαν, το «Frauenliebe und Leben» («Η αγάπη και η ζωή μιας γυναίκας»). Η αρχική φράση καθορίζει το συναισθηματικό κλίμα ολόκληρου του κύκλου.
Ο συγκεκριμένος κύκλος, που αποτελείται από οκτώ γερμανικά τραγούδια γνωστά ως λίντερ (ή λιντ – μελοποιημένα ποιήματα για φωνή με συνοδεία πιάνου), είναι μια έκφραση αγάπης. Τα τραγούδια ακολουθούν μια γυναίκα στο ταξίδι της αγάπης της για έναν άντρα, από την αρχή της γνωριμίας τους στο γάμο και τη μητρότητα, φτάνοντας μέχρι και τον θάνατο του αγαπημένου της. Όμως το «Frauenliebe und Leben» δεν είναι μόνο αυτό. Ταυτόχρονα είναι και η ιστορία της αγάπης του ίδιου του συνθέτη για την πιανίστα Κλάρα Βίεκ [Clara Wieck].
Η αρχή
Στα τριάντα του, ο Σούμαν ήταν τρελά ερωτευμένος με την Κλάρα, αλλά έπρεπε να πείσει τον μελλοντικό πεθερό του ότι είχε μια οικονομική σταθερότητα. Έτσι, στο χρονικό διάστημα του ενός έτους που μεσολάβησε μέχρι το γάμο τους, ο Σούμαν συνέθετε μανιωδώς, φτάνοντας τα 138 λίντερ. Ως εκ τούτου, η χρονιά του εκείνη ονομάστηκε ‘Liederjahr’, έτος λίντερ δηλαδή, χρόνος κατά τον οποίο η μουσική έρεε με σχεδόν θαυματουργό τρόπο από τον Ρομαντικό συνθέτη.
Το «Η αγάπη και η ζωή μιας γυναίκας» ήταν ο τελευταίος κύκλος που έγραψε πριν τον γάμο του και μάλιστα μέσα σε μόλις δυο ημέρες, στις 11 και στις 12 Ιουλίου 1840. Έμπνευση του για αυτόν τον κύκλο στάθηκαν οκτώ ποιήματα του ποιητή Άντελμπερτ φον Τσαμίσο [Adelbert von Chamisso], τα οποία, γραμμένα στα μέσα της δεκαετίας του 1830, απευθύνονταν σε γερμανόφωνες γυναίκες της μεσαίας τάξης. Οι στίχοι αφηγούνται μια συναισθηματική εμπειρία και η μουσική του Σούμαν ζωντανεύει αυτή την ιστορία, παραθέτοντας διαφορετικές φάσεις στη ζωή μιας γυναίκας.
Το «Από τη στιγμή που τον πρωτοείδα» περιγράφει τη νεανική αγάπη ως τη γοητευτική στιγμή της πρώτης συνάντησης μεταξύ του αγοριού και του κοριτσιού. Στο «Αυτός, ο ευγενέστερος όλων» ο έρωτας κυριεύει τη νέα. Το «Δεν μπορώ να το πιστέψω» είναι η στιγμή που ο άντρας που αγαπά αποφασίζει να είναι μαζί της.
Η φάση του ‘μαζί’ ξεκινά με τον αρραβώνα των δυο νέων. Το «Δαχτυλίδι σου στο δάκτυλό μου» αποτίνει φόρο τιμής στο δακτυλίδι των αρραβώνων, σαν ένα όνειρο που γίνεται πραγματικότητα. Το «Βοηθήστε με, αδελφές μου» αντηχεί τη χαρά για τον επικείμενο γάμο και το τέλος της παιδικότητας, ενώ το «Γλυκέ φίλε που κοιτάς» τραγουδά τη γαμήλια νύχτα.
Το «Στην καρδιά μου, στο στήθος μου» παρουσιάζει τη δημιουργία της οικογένειας. Τέλος, η απώλεια του αγαπημένου προσώπου μάς δίνεται μέσα από το «Τώρα που με κάνεις και πονώ για πρώτη φορά», το οποίο και κλείνει τον κύκλο με τη γυναίκα να αναζητά καταφύγιο στις αναμνήσεις της.
Ένας γάμος ποίησης και μουσικής
Η σύνθεση του Σούμαν ενώνει το ποίημα και τη μουσική όπως ο γάμος ενώνει τον άντρα με τη γυναίκα.
Το τελευταίο τραγούδι επιστρέφει μουσικά στην αρχή του κύκλου, αμέσως μετά από τα λόγια που κλείνουν το ποίημα: «Σιγανά μέσα μου καταφεύγω / Πέφτει το πέπλο / Εκεί είσαι εσύ και η χαμένη μου ευτυχία / Εσύ, ο κόσμος μου!»
Μόλις ακουστούν οι παραπάνω στίχοι, το πιάνο επαναλαμβάνει το ακομπανιαμέντο του πρώτου τραγουδιού, δημιουργώντας μια κυκλική δομή και ταξιδεύει τους ακροατές πίσω στον χρόνο, στις πρώτες στιγμές της ρομαντικής ιστορίας που μόλις έκλεισε.
Μια αξιόλογη ιδιαιτερότητα που παρουσιάζει το «Frauenliebe und Leben» είναι η ανεξαρτησία του πιάνου από τη φωνή, χάρη στην οποία αποκαλύπτεται η ουσία του κάθε ποιήματος και αναδεικνύονται τα πιο μύχια αισθήματα του ποιητή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι με τη μουσική του ο Σούμαν χρωματίζει τους στίχους, αναπαριστώντας κάθε συναίσθημα μέσω του πιάνου.
Ο Σούμαν χρησιμοποίησε και άλλες τεχνικές της σύνθεσης, όπως ρυθμούς που περιέχουν παρεστιγμένες νότες (dotted rhythms), τονίζοντας έτσι κάποιες συγκεκριμένες λέξεις. Παραδείγματος χάριν, στο «Όταν τον πρωτοείδα», το ‘τον’ τραγουδιέται σε παρεστιγμένη νότα, κάτι που του δίνει έμφαση. Επίσης, η ποικιλία στις τονικότητες και οι μετατροπές τους ανακλούν τις διάφορες αποχρώσεις της διάθεσης της ερωτευμένης γυναίκας. Για παράδειγμα, το πρώτο και το τελευταίο λιντ είναι σε διαφορετικές τονικότητες: το πρώτο σε μείζονα τόνο, εκφράζοντας την ευτυχία και το τελευταίο σε ελάσσονα τόνο, για να εκφράσει τη θλίψη.
Οι χρωματισμοί, η χρήση της 12τονης σκάλας, εκτός του ότι είναι χαρακτηριστικοί του απαράμιλλου ύφους του Σούμαν, αυξάνουν την τάση για ενδοσκόπηση και κοινωνούν τον εσωτερικό κόσμο και τις μύχιες σκέψεις της γυναίκας. Όπως, π.χ. η ανωμαλία στον ρυθμό του πρώτου κομματιού, που, καθώς εναλλάσσεται μεταξύ πιάνου και φωνής, δημιουργεί ένα ασταθές συναίσθημα αντίστοιχο με την κατάσταση των συναισθημάτων του κοριτσιού. Παράλληλα, οι απλοϊκές συγχορδίες, σχεδόν μας υπνωτίζουν και μας μεταδίδουν την αίσθηση της ονειροπόλας διάθεσής της.
Για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι σε αυτό τον μουσικό κύκλο: είναι έντονος. Τόσο οι στίχοι όσο και η μουσική προσφέρουν μια εξελισσόμενη οπτική της αγάπης και της ζωής, με όλη την γκάμα των συναισθημάτων, από τη χαρά ως τον πόνο, που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος τους. Η αγνή ομορφιά των συνθέσεων του Σούμαν προσφέρει στο ακροατήριο ένα συνταρακτικό βίωμα γεμάτο συναίσθημα, ποίηση και μουσική.
Αυτό ισχύει εξίσου για τους μουσικούς, από τους οποίους απαιτείται μουσική και τεχνική ένταση. Τα περισσότερα λιντ είναι σε ‘δηλωτική λυρική’ (το τραγούδι γίνεται σε στυλ ομιλίας, περίπου όπως τα τραγούδια της όπερας), προσδίδοντας στον κύκλο μια οπερατική αίσθηση.
Το «Η αγάπη και η ζωή μιας γυναίκας», έργο-μνημείο του γερμανικού λιντ που παντρεύει την ποίηση με την κλασική μουσική δημιουργώντας ένα πολυφωνικό σύνολο, μάς μεταφέρει σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι που υπερβαίνει τον χρόνο. Είναι ένας στοχασμός πάνω στην αγάπη και τις άπειρες αποχρώσεις της, που κατά πάσα πιθανότητα αντανακλά το πάθος του ίδιου του Σούμαν για την αγαπημένη του Κλάρα.
Η Άριαν Τρίμπσβετερ είναι διεθνής ανεξάρτητη δημοσιογράφος, με εμπειρία στη σύγχρονη λογοτεχνία και την κλασική μουσική.