ΠΑΡΙΣΙ, Σεπτέμβριος 2025 – Η Γαλλία, παραδοσιακό προπύργιο του δυτικού «ατλαντικού» στρατοπέδου και των αξιών του, πραγματοποιεί μια αξιοσημείωτη στροφή στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της. Από την ιστορική απόφαση αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους και την επαναξιολόγηση της στάσης της στη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης, μέχρι τις προκλήσεις ενσωμάτωσης των μεταναστών και τις αυξανόμενες οικονομικές πιέσεις, η Γαλλία βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Το ερώτημα είναι αν πίσω από αυτές τις κινήσεις κρύβεται μια συνειδητή γεωπολιτική στρατηγική και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες – συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου οικονομικής κρίσης που θα μπορούσε να φτάσει έως και την ανάγκη παρέμβασης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Η φιλοπαλαιστινιακή στροφή της Γαλλίας
Η απόφαση του προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν να αναγνωρίσει επίσημα το κράτος της Παλαιστίνης αποτελεί κομβική στροφή στη γαλλική εξωτερική πολιτική [1] [2].
Η Γαλλία γίνεται έτσι η πρώτη μεγάλη δύναμη της G7 που αναλαμβάνει αυτό το βήμα, θέτοντας ξανά τη λύση των δύο κρατών στο επίκεντρο των διπλωματικών προσπαθειών για τον τερματισμό της ισραηλινο-παλαιστινιακής σύρραξης [2]. Η κίνηση προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών – παραδοσιακών συμμάχων της Γαλλίας – οι οποίοι θεώρησαν ότι «επιβραβεύει εξτρεμιστές» και «ρίχνει λάδι στη φωτιά» της σύγκρουσης [2].
Ο ίδιος ο Μπενιαμίν Νετανιάχου κατήγγειλε τη γαλλική αλλαγή στάσης, λέγοντας ότι μια παλαιστινιακή κρατική οντότητα υπό τις παρούσες συνθήκες «θα αποτελέσει εφαλτήριο για την καταστροφή του Ισραήλ» [1].
Η στροφή αυτή σηματοδοτεί απομάκρυνση από τη γραμμή του παραδοσιακού ατλαντικού στρατοπέδου. Μέχρι πρότινος, οι μόνιμες δυνάμεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που είχαν αναγνωρίσει το Παλαιστινιακό κράτος ήταν μόνο η Κίνα και η Ρωσία. Με την ανακοίνωση Μακρόν ότι η Γαλλία θα προβεί σε αναγνώριση τον Σεπτέμβριο 2025 στον ΟΗΕ, Παρίσι, Μόσχα και Πεκίνο θα αποτελούν πλέον μια «νέα τριάδα» που αφήνει τις ΗΠΑ και τη Βρετανία μειοψηφία στο συγκεκριμένο ζήτημα [1]. Η εξέλιξη αυτή, έστω συμβολικά, εντείνει τη διάσταση απόψεων μεταξύ της Γαλλίας και του αγγλοσαξονικού άξονα: ο ίδιος ο Αμερικανός πρέσβης στο Παρίσι, Τσαρλς Κούσνερ, προχώρησε σε ασυνήθιστα αυστηρή δήλωση ότι «κινήσεις προς την αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους αποθρασύνουν τους εξτρεμιστές, τροφοδοτούν τη βία και θέτουν σε κίνδυνο την εβραϊκή ζωή στη Γαλλία» [2] – προκαλώντας την έντονη αντίδραση του γαλλικού ΥΠΕΞ, που τον επέπληξε επισήμως.
Ο πρόεδρος Μακρόν υπεραμύνεται της απόφασής του ως αναγκαίας τόσο ηθικά όσο και στρατηγικά. Σε επιστολή του προς τον Νετανιάχου τόνισε ότι η προσήλωση της Γαλλίας στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους απορρέει από «την πεποίθησή μας πως μια διαρκής ειρήνη είναι ουσιώδης για την ασφάλεια του Ισραήλ» και εξέφρασε αποτροπιασμό για την ανθρωπιστική τραγωδία στη Γάζα [2].
Με τη Γάζα σε ερείπια και δεκάδες χιλιάδες νεκρούς αμάχους στον πόλεμο του 2023, ο Μακρόν διαμήνυσε ότι η κατοχή και ο λιμός «δεν θα φέρουν νίκη στο Ισραήλ» αλλά, αντιθέτως, θα απομονώσουν διεθνώς το ίδιο το Ισραήλ και «θα δώσουν πρόσχημα σε όσους υποκινούν τον αντισημιτισμό» [2]. Πρόκειται για μια λεπτή ισορροπία κοινής γνώμης στο εσωτερικό: η Γαλλία διαθέτει τη μεγαλύτερη εβραϊκή ΚΑΙ τη μεγαλύτερη μουσουλμανική κοινότητα στην Ευρώπη, και ο Μακρόν «βαδίζει σε τεντωμένο σκοινί» γνωρίζοντας πως τα λόγια του θα ευχαριστήσουν μερίδα ψηφοφόρων αλλά θα εξοργίσουν άλλους [1]. Πράγματι, η αντίδραση στο εσωτερικό υπήρξε πολωμένη – με ένθερμους επαίνους από την αριστερά και σφοδρή κριτική από τη δεξιά αντιπολίτευση, που κατηγόρησε τον πρόεδρο για υποχώρηση έναντι της τρομοκρατίας.
Εσωτερικές πιέσεις: μεταναστευτικό και κοινωνική συνοχή
Η φιλοπαλαιστινιακή στάση της Γαλλίας δεν μπορεί να ιδωθεί ανεξάρτητα από το εσωτερικό κοινωνικό της τοπίο. Με περίπου 6,5 εκατομμύρια κατοίκους γεννημένους στο εξωτερικό (περίπου 10% του πληθυσμού) [4] και σημαντικές κοινότητες μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, η Γαλλία επί δεκαετίες πασχίζει να επιτύχει την ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Η επίσημη γαλλική πολιτική εδώ και δεκαετίες ευαγγελίζεται την αφομοίωση στη βάση της λαϊκότητας (laïcité) – όμως στην πράξη πολλά πράγματα έχουν πάει στραβά.
Τα πρόσφατα βίαια επεισόδια του 2023 – όταν πολυήμερες ταραχές ξέσπασαν σε πόλεις όλης της Γαλλίας μετά τον θανάσιμο πυροβολισμό ενός 17χρονου Γάλλου αλγερινής καταγωγής από αστυνομικό – έφεραν στην επιφάνεια χρόνιες αποτυχίες στην κοινωνική ενσωμάτωση. Πολιτικοί όλων των αποχρώσεων επεσήμαναν την «αποτυχία της ενσωμάτωσης» ως ρίζα του προβλήματος, καθώς οργισμένοι νεαροί από υποβαθμισμένα προάστια (banlieues) εξεγέρθηκαν θεωρώντας το περιστατικό ως ακόμη μία ένδειξη συστημικού ρατσισμού [5]. Οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς στις συνοικίες αυτές συχνά ζουν στο περιθώριο, αντιμέτωποι με υψηλή ανεργία και διακρίσεις. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η ανεργία μεταξύ των αλλοδαπών και των παιδιών μεταναστών είναι δυσανάλογα υψηλή: μελέτες δείχνουν πως το ποσοστό ανεργίας των μεταναστών στη Γαλλία είναι τουλάχιστον διπλάσιο από των γηγενών [6]. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία, οι μετανάστες – ακόμη και μετά από έλεγχο παραγόντων όπως το μορφωτικό επίπεδο και το μέγεθος οικογένειας – λαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό επίδομα ανεργίας και κοινωνικά βοηθήματα απ’ ό,τι οι ντόπιοι [7]. Αυτό τροφοδοτεί την αντίληψη μέρους της κοινής γνώμης ότι το μεταναστευτικό επιβαρύνει δυσανάλογα το κοινωνικό κράτος της χώρας.
Η Γαλλία διαθέτει ένα από τα πιο γενναιόδωρα συστήματα πρόνοιας στον κόσμο, με τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (επιδόματα ανεργίας, οικογενειακά επιδόματα, στέγαση, υγεία, κλπ) να ανέρχονται στο 1/3 του ΑΕΠ της [8]. Η μεγάλη συμμετοχή των ανέργων μεταναστευτικής προέλευσης σε αυτά τα προγράμματα εντείνει το δημοσιονομικό βάρος, ειδικά σε περιόδους χαμηλής ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ρητορική της ακροδεξιάς – με ηγέτιδα τη Μαρίν Λεπέν – εδώ και χρόνια καταγγέλλει ότι η μετανάστευση έχει «τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος» για τη Γαλλία [4], κατηγορώντας τις κυβερνήσεις ότι προσφέρουν παροχές σε αλλοδαπούς εις βάρος των Γάλλων. Αν και οι ειδικοί σημειώνουν ότι η πραγματική δημοσιονομική επίπτωση της μετανάστευσης είναι μικρή (της τάξης ±1% του ΑΕΠ) [7] – με ορισμένες μελέτες μάλιστα να δείχνουν ελαφρώς θετική καθαρή συνεισφορά των μεταναστών στα δημόσια οικονομικά υπό προϋποθέσεις – η κοινωνική της επίπτωση είναι δυσκολότερο να μετρηθεί. Οι επανειλημμένες εκρήξεις βίας (από τα προάστια του Παρισιού το 2005 έως τις ταραχές του 2023) υπογραμμίζουν ότι μεγάλα τμήματα των κοινοτήτων μεταναστευτικής προέλευσης νιώθουν παραγκωνισμένα και είναι εχθρικά προς το κράτος.
Σε αυτό το τεταμένο περιβάλλον, η στάση της Γαλλίας στο Παλαιστινιακό ζήτημα επηρεάζεται άμεσα από τις εσωτερικές ισορροπίες. Οι μαζικές διαδηλώσεις στη Γαλλία υπέρ των Παλαιστινίων κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Γάζα (Οκτώβριος-Νοέμβριος 2023) – παρά τις αρχικές προσπάθειες της κυβέρνησης να τις απαγορεύσει για λόγους δημόσιας τάξης – κατέδειξαν ότι ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού (ιδίως οι γαλλομουσουλμανικές κοινότητες και η αριστερά) απαιτούσε σθεναρότερη υπεράσπιση των δικαίων των Παλαιστινίων. Κυβερνητική έκθεση του υπουργείου Εσωτερικών (Ιούνιος 2025) φέρνει στο φως τα κίνητρα πίσω από την αλλαγή πολιτικής: συνιστά ρητά προς τον πρόεδρο Μακρόν να αναγνωρίσει παλαιστινιακό κράτος «ώστε να κατευναστούν οι μουσουλμάνοι ψηφοφόροι» και να ανατραπεί η αντίληψη ότι η κυβέρνηση έχει μονομερή φιλοϊσραηλινή στάση [10]. Η έκθεση σημειώνει ότι πολλοί Γάλλοι μουσουλμάνοι βλέπουν την κρατική πολιτική ως μεροληπτικά ευνοϊκή προς το Ισραήλ – κάτι σαν «κρατική ισλαμοφοβία» – και εισηγείται πως η αναγνώριση της Παλαιστίνης θα έστελνε ισχυρό μήνυμα ότι η Γαλλική Δημοκρατία σέβεται εξίσου τη μουσουλμανική κουλτούρα και τα δικαιώματα όλων των πολιτών της [10].
Με απλά λόγια, το Παλαιστινιακό έχει αναδειχθεί σε εσωτερικό σημείο τριβής και συμβολικό «κλειδί» κοινωνικής ειρήνης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε Γάλλος αναλυτής, «η αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους είναι για τους Γάλλους μουσουλμάνους ένα μήνυμα ότι η Πολιτεία τούς ακούει – ότι τους φέρνει ‘μέσα στο γαλλικό μαντρί’» [10]. Παράλληλα, αφαιρεί ένα ισχυρό εργαλείο προπαγάνδας από τα χέρια ισλαμιστικών δικτύων όπως η Μουσουλμανική Αδελφότητα, την οποία η ίδια έκθεση χαρακτηρίζει «άμεση απειλή» με χιλιάδες μέλη στη χώρα [10]. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι θεωρούν πως ο Μακρόν, κοιτάζοντας ενδεχομένως και μια μελλοντική πολιτική επιστροφή μετά το 2027, επιχειρεί να αναδιαμορφώσει τη σχέση του με το αυξανόμενο μουσουλμανικό εκλογικό σώμα: «Θέλει οι Γάλλοι μουσουλμάνοι να τον δουν ως πρόμαχο των δικαίων τους – και να είσαι πρόμαχος για τους μουσουλμάνους σήμερα σημαίνει να στηρίζεις την Παλαιστίνη», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Michel Gurfinkiel, συντηρητικός αναλυτής [10].
Απομάκρυνση από το «ατλαντικό στρατόπεδο»: στρατηγική ή ρίσκο;
Η νέα αυτή τροχιά της γαλλικής πολιτικής εγείρει το ερώτημα: αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης γεωπολιτικής στρατηγικής της Γαλλίας; Ο πρόεδρος Μακρόν έχει επανειλημμένα διακηρύξει το δόγμα της «ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας», επιδιώκοντας μια Ευρώπη (και ειδικά μια Γαλλία) που μπορεί να χαράσσει αυτόνομη πορεία αντί να ευθυγραμμίζεται αυτόματα με τις ΗΠΑ. Ήδη από το 2019 είχε προκαλέσει συζητήσεις χαρακτηρίζοντας το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», ενώ το 2023, επιστρέφοντας από επίσκεψη στην Κίνα, προέτρεψε την Ευρώπη να μην γίνει «υποτελές» πιόνι σε ενδεχόμενη σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας για την Ταϊβάν. Η Γαλλία ιστορικά ακολουθεί ανεξάρτητη γραμμή εντός της Δύσης – από τον Ντε Γκωλ που αποσύρθηκε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966 έως τον Σιράκ που εναντιώθηκε στην εισβολή στο Ιράκ το 2003. Υπό τον Μακρόν, η Γαλλία συνεχίζει αυτή την παράδοση αυτονομίας, επιδιώκοντας να είναι μεν σύμμαχος δύναμη της Δύσης αλλά και γέφυρα προς τον παγκόσμιο Νότο.
Η φιλοπαλαιστινιακή στροφή εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική; Πολλοί αναλυτές λένε πως ναι. Με αυτή την κίνηση, ο Μακρόν ενισχύει τους δεσμούς του με τον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο, όπου η Γαλλία έχει ζωτικά συμφέροντα (από ενεργειακές συνεργασίες μέχρι τον ρόλο της σε χώρες-προτεκτοράτα όπως ο Λίβανος). Ήδη η Γαλλία συγκάλεσε από κοινού με τη Σαουδική Αραβία διεθνή διάσκεψη, τον φετινό Ιούλιο στη Νέα Υόρκη, όπου ακόμη και οι αραβικές χώρες συμφώνησαν για πρώτη φορά να καταδικάσουν ανοιχτά τη Χαμάς για επιθέσεις σε αμάχους [2]. Ο Μακρόν ευελπιστεί ότι παίζοντας ηγετικό ρόλο σε μια ειρηνευτική πρωτοβουλία Μέσης Ανατολής, η Γαλλία θα εδραιώσει τη θέση της ως παγκόσμιος διαμεσολαβητής – κάτι που εξυπηρετεί και το όραμά του για μια Ευρώπη γεωπολιτικά αυτόνομη.
Ωστόσο, η επιλογή αυτή δεν είναι δίχως ρίσκο. Η ψυχρότητα με τις ΗΠΑ είναι εμφανής: Αμερικανοί αξιωματούχοι θεωρούν ότι η στάση του Παρισιού μπορεί να «αποθρασύνει τη Χαμάς και άλλες ριζοσπαστικές ομάδες» και μοιάζει να υπονομεύει το από δεκαετίες ενιαίο δυτικό μέτωπο αλληλεγγύης προς το Ισραήλ [2]. Σε επίπεδο μεγάλων δυνάμεων, η Γαλλία ευθυγραμμίζεται μεν συγκυριακά με Κίνα-Ρωσία στο Παλαιστινιακό, όμως παραμένει σε διάσταση μαζί τους σε άλλα ζητήματα (π.χ. στήριξη προς Ουκρανία). Το ισοζύγιο ισχύος αλλάζει: όταν η Γαλλία ολοκληρώσει την αναγνώριση, στο Συμβούλιο Ασφαλείας μόνο Ουάσιγκτον και Λονδίνο θα απομένουν να μην αναγνωρίζουν την Παλαιστίνη – μια εικόνα δυτικής απομόνωσης σε ένα καίριο θέμα αρχών [1]. Αυτό θα μπορούσε να δυσχεράνει τον συντονισμό σε άλλα μέτωπα, καθώς η εμπιστοσύνη μεταξύ Παρισιού και Ουάσιγκτον δοκιμάζεται.
Παρ’ όλα αυτά, ευκαιρίες διαφαίνονται. Ήδη αρκετές χώρες εξετάζουν να μιμηθούν τη Γαλλία – ο Καναδάς, η Μάλτα και το Ηνωμένο Βασίλειο συγκαταλέγονται σε όσους δήλωσαν ότι θα υποστηρίξουν επίσημα την ίδρυση παλαιστινιακού κράτους στον ΟΗΕ το φθινόπωρο του 2025 [2]. Αν ο Βρετανός πρωθυπουργός (ειδικά μετά την αλλαγή κυβέρνησης σε πιθανή νίκη του Κηρ Στάρμερ) ακολουθήσει, τότε οι ΗΠΑ θα βρεθούν απομονωμένες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων στο ζήτημα αυτό [1]. Για τη Γαλλία, αυτό θα εδραιώσει τον ρόλο της ως πρωτοπόρου μιας νέας ευρωπαϊκής στάσης – μιας στάσης που δίνει έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο, διαφοροποιούμενη από την παραδοσιακή ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ. Σε μια εποχή που ο παγκόσμιος Νότος αποστασιοποιείται από τη Δύση, ο Μακρόν ίσως «ποντάρει» ότι η Γαλλία μπορεί να γίνει ο ηγέτης ενός πιο πολυπολικού μετώπου αξιών, γεφυρώνοντας χάσματα.
Σκληρές οικονομικές συνέπειες: χρέος, ανεργία και ο κίνδυνος του ΔΝΤ
Όσο όμως η Γαλλία επανατοποθετείται γεωπολιτικά, στο εσωτερικό μέτωπο συσσωρεύονται δυσοίωνες οικονομικές προκλήσεις. Τα δημόσια οικονομικά της χώρας βρίσκονται σε τροχιά μη βιώσιμη, προειδοποιούν αναλυτές. Το γαλλικό δημόσιο χρέος έφτασε το 116% του ΑΕΠ στις αρχές του 2025 – από περίπου 60% στις αρχές του 2000 – ενώ το ετήσιο δημοσιονομικό έλλειμμα πλησιάζει το 6% του ΑΕΠ, διπλάσιο του ευρωπαϊκού ορίου [11].
Οι δαπάνες κοινωνικής προστασίας, ιδιαίτερα για συντάξεις, υγεία και επιδόματα, έχουν διογκωθεί σε σημείο να απορροφούν το ένα τρίτο της οικονομικής δραστηριότητας [8]. Το συνταξιοδοτικό σύστημα είναι ελλειμματικό (τρύπα €6,6 δισ. ετησίως, που μπορεί να φτάσει τα €15 δισ. ως το 2035) [8], παρά την αμφιλεγόμενη μεταρρύθμιση Μακρόν που αύξησε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64. Η αναιμική ανάπτυξη (κάτω του 1% το 2024) [11] σε συνδυασμό με το υψηλό ενεργειακό κόστος και την επιβράδυνση της βιομηχανίας έχουν περιορίσει τα δημόσια έσοδα, ενώ οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους ανεβαίνουν επικίνδυνα: οι πληρωμές τόκων αναμένεται να αυξηθούν από 2,5% του ΑΕΠ (περί €67 δισ.) το 2025 σε 3% ως το 2029 [34] λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσει να αντιδρούν – η Moody’s υποβάθμισε τη Γαλλία σε Aa3 (Δεκ. 2024) ενώ oi S&P και Fitch την κρατούν οριακά στην κατηγορία AA- με αρνητική προοπτική [8]. Οι αποδόσεις των γαλλικών ομολόγων έχουν εκτοξευτεί στο 3,3%, με το spread έναντι των γερμανικών bunds στις 90 μονάδες βάσης, το υψηλότερο από το 2012 [8].
Με απλά λόγια, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης φλερτάρει με μια κρίση τύπου Ελλάδας. Δεν το λένε μόνο οι απαισιόδοξοι αναλυτές· το παραδέχονται και κυβερνητικά στελέχη: τον Ιούνιο του 2025, η τότε υπουργός Προϋπολογισμού Αμελί ντε Μονσαλέν προειδοποίησε ευθέως ότι η Γαλλία κινδυνεύει να τεθεί υπό την επιτροπεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ή των ευρωπαϊκών μηχανισμών), όπως συνέβη σε χώρες της περιφέρειας (Ελλάδα, Πορτογαλία) μετά την κρίση του 2008 [11]. Οι λέξεις αυτές, πρωτόγνωρες για μια χώρα του πυρήνα της ΕΕ, αντικατοπτρίζουν τον σοβαρό χαρακτήρα της κατάστασης. Πράγματι, το ίδιο το ΔΝΤ έχει κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου: σε έκθεσή του (άρθρο IV, Ιούνιος 2025) το Ταμείο προειδοποίησε ότι χωρίς αξιόπιστη δημοσιονομική εξυγίανση, η Γαλλία θα μπορούσε έως το 2028 να βρεθεί σε ανάγκη «οικονομικής επιτήρησης» από εξωτερικούς θεσμούς [8]. Μια τέτοια εξέλιξη θα συνιστούσε σεισμικό σοκ για την Ευρώπη, καθώς η Γαλλία αντιστοιχεί στο ένα τέταρτο του συνολικού δημόσιου χρέους της ΕΕ [8]. Οι αγορές ήδη προεξοφλούν κινδύνους: η πιστοληπτική αξιολόγηση της Γαλλίας αναμένεται να εκτοπιστεί από την «ελίτ» ΑΑ μέσα στα επόμενα χρόνια, ωθώντας τα επιτόκια δανεισμού σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα [11]. Οι οικονομολόγοι της Oxford Economics προβλέπουν ότι το χρέος θα ξεπεράσει το 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2027 αν δεν ληφθούν μέτρα [11].
Το κοινωνικό κόστος αυτής της δυσοίωνης πορείας είναι ήδη ορατό. Η ανεργία των νέων ανέρχεται σε 18% (ξεπερνά το 30% σε υποβαθμισμένες περιοχές), ενώ η συνολική ανεργία παραμένει γύρω στο 7-8%. Η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών δέχεται πιέσεις από τον πληθωρισμό και τη στασιμότητα των μισθών, γεγονός που έχει τροφοδοτήσει επαναλαμβανόμενα κύματα διαμαρτυριών – από τα «Κίτρινα Γιλέκα» το 2018-19 μέχρι τις γενικές απεργίες ενάντια στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού το 2023. Η πολιτική σκηνή είναι κατακερματισμένη: ο Μακρόν κυβερνά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία, αντιμετωπίζοντας αλλεπάλληλες προτάσεις μομφής και αναγκάζεται να χρίζει και να αποπέμπει πρωθυπουργούς σχεδόν κάθε χρόνο [11]. Η αστάθεια αυτή δυσχεραίνει την υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Ήδη η προσπάθεια του πρωθυπουργού Φρανσουά Μπαϊρού τον Σεπτέμβριο 2025 να περάσει πακέτο περικοπών δαπανών €44 δισ. κρεμόταν από μια κλωστή, με την αντιπολίτευση να απειλεί να τον ανατρέψει [11]. Οι εργοδοτικές ενώσεις προειδοποιούν ότι το πολιτικό αδιέξοδο οδηγεί σε πάγωμα επενδύσεων, αυξημένες πτωχεύσεις επιχειρήσεων και απώλειες θέσεων εργασίας [11].
* * * * *
ΠΗΓΕΣ
Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών, Associated Press, Euronews, Strategy International, Υπουργείο Εσωτερικών Γαλλίας, Al Jazeera, Reuters, France24, ΔΝΤ, Insurance Journal
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] How France’s recognition of a Palestinian state could shift diplomacy | AP News
[2] Macron’s decision to recognize a Palestinian state in September angers Israel and the US | AP News
[3] From Paris to Karachi, protesters rally in support of Palestine | Israel-Palestine conflict News | Al Jazeera
[4] Article: France Reckons with Immigration Amid Real.. | migrationpolicy.org
[5] ‘It’s purely political’: Why France’s newest immigration bill is so controversial | Euronews
[6] Immigration and the Labor Market: A Global View of Assimilation …
[7] knowledge4policy.ec.europa.eu
[8] The Calm Before The Storm: France’s Looming Financial Crisis – Strategy International · Think Tank & Consulting Services
The Calm Before The Storm: France’s Looming Financial Crisis
[9] Photos: Hundreds more arrested amid fifth night of French rioting | Protests News | Al Jazeera
[10] France should recognise Palestine to ‘appease’ Muslim voters, government report claims – The Jewish Chronicle – The Jewish Chronicle
[11] Political instability in France: How does it impact the economy and investments? | Euronews