Πόσες φορές έχετε δει τον εαυτό σας να χάνει κιλά μόνο και μόνο για να τα ξαναπάρει λίγο καιρό μετά, παρά τις προσπάθειές σας; Ο ατελείωτος κύκλος της απώλειας και της ανάκτησης βάρους μπορεί να μοιάζει σαν άσκηση στη ματαιότητα.
Τι γίνεται, όμως, αν το σώμα σας έχει ένα προκαθορισμένο «σημείο ρύθμισης» για το βάρος, που διέπεται από μια έμφυτη επιθυμία για ομοιόσταση;
Η εν λόγω θεωρία προτείνει ότι το σώμα μας είναι ‘προγραμματισμένο’ να αντιστέκεται σε σημαντικές αποκλίσεις από ένα συγκεκριμένο εύρος βάρους ή μάζας λίπους, με αντισταθμιστικούς μηχανισμούς να λειτουργούν ακούραστα για να διατηρούν την ισορροπία.
Η εμβάθυνση στην ιδέα του καθορισμένου σημείου βάρους θα μπορούσε να αποκαλύψει την πολυπλοκότητα πίσω από τη βιώσιμη διαχείριση βάρους και να προσφέρει πληροφορίες για τις δύσκολες μάχες που έχουν να δώσουν όσοι αγωνίζονται για μόνιμες αλλαγές.
Βάζοντας το σώμα σε «λειτουργία υποσιτισμού»
Σύμφωνα με τη θεωρία του καθορισμένου σημείου, όταν το σώμα δεν λαμβάνει επαρκείς θρεπτικές ουσίες, ενεργοποιεί μηχανισμούς εξοικονόμησης ενέργειας. Αυτή η «λειτουργία υποσιτισμού» επιβραδύνει το μεταβολισμό, αυξάνει την πείνα και επιβάλλει υπερκατανάλωση τροφής.
Ενώ η μείωση των θερμίδων μπορεί να οδηγήσει σε προσωρινή απώλεια βάρους, η παρατεταμένη υποκατανάλωση τροφής μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση του μεταβολισμού, καθώς το σώμα προσπαθεί να εξοικονομήσει ενέργεια.
Το πείραμα πείνας της Μινεσότα, μια πρωτοποριακή μελέτη σχετικά με τις επιπτώσεις της στέρησης τροφής στον οργανισμό, έδειξε τις σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές συνέπειες της πρόκλησης λιμοκτονίας.
Μετά από την αρχική απώλεια βάρους, ο μεταβολικός ρυθμός των συμμετεχόντων έπεσε κατακόρυφα και ξαναπήραν αμέσως βάρος – κυρίως με τη μορφή λίπους – όταν άρχισαν να τρώνε και πάλι κανονικά, εξαιτίας του υποτονικού πια μεταβολισμού τους. Πολλοί ανέπτυξαν επίσης εμμονικές σκέψεις για το φαγητό, εναλλαγές διάθεσης και έντονη προσήλωση στο φαγητό.
Οι κρυφοί αντίπαλοι στον αγώνα για την απώλεια βάρους
Η Λουίζ Ντίγκμπυ, διατροφολόγος, υποστηρίζει μια διαφοροποιημένη προσέγγιση, που δίνει έμφαση στη θρεπτική διατροφή και όχι στη στέρηση, καθώς και στις ήπιες προσαρμογές της δίαιτας και της άσκησης. Ο ακραίος περιορισμός των θερμίδων ή οι έντονες προπονήσεις μπορεί να αποτύχουν, προκαλώντας στρεσογόνες αντιδράσεις που υπονομεύουν τις προσπάθειες απώλειας βάρους, εξήγησε στους Epoch Times.
Τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης ωθούν το σώμα να κινητοποιεί τη γλυκόζη από τους μύες για άμεση ενέργεια, οδηγώντας τελικά στη συσσώρευση λίπους, ιδιαίτερα γύρω από την κοιλιά.
Βιολογικοί σαμποτέρ
Όταν το σώμα ανιχνεύει έλλειψη τροφής, οι ορμόνες της πείνας γκρελίνη και λεπτίνη παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση της όρεξης. Η γκρελίνη, που ονομάζεται και «ορμόνη της πείνας», αυξάνεται για να διεγείρει την όρεξη όταν το φαγητό είναι σπάνιο. Η λεπτίνη, που απελευθερώνεται από τα λιποκύτταρα, καταστέλλει την όρεξη και αυξάνει την αίσθηση του κορεσμού.
Η πείνα δρα ως αμυντικός μηχανισμός κατά της απώλειας βάρους, που ενορχηστρώνεται από τον υποθάλαμο στον εγκέφαλο, σύμφωνα με τον Δρα Άντριου Τζένκινσον, βαριατρικό χειρουργό και συγγραφέα του «Why We Eat (Too Much)» [«Γιατί τρώμε (υπερβολικά)»].
Η λεπτίνη στέλνει σήματα στον υποθάλαμο σχετικά με τα ενεργειακά αποθέματα. Τα υψηλά επίπεδα λεπτίνης προκαλούν κορεσμό, καταστέλλουν την όρεξη και ενισχύουν τον μεταβολισμό για να διατηρηθεί το βάρος εντός ενός καθορισμένου εύρους, εξήγησε ο Δρ Τζένκινσον. Αντίθετα, όταν χάνεται βάρος, τα μειωμένα επίπεδα λεπτίνης προκαλούν αυξημένη όρεξη, μειωμένη αίσθηση κορεσμού και μειωμένο μεταβολισμό ηρεμίας, παρεμποδίζοντας την περαιτέρω απώλεια βάρους. Κατά συνέπεια, όταν το φαγητό γίνεται ξανά άφθονο μετά από μια περίοδο έλλειψης, εμφανίζεται αύξηση βάρους λόγω των προσαρμοστικών αντιδράσεων του σώματος στα κυμαινόμενα ενεργειακά αποθέματα.
Για παράδειγμα, εάν ο εγκέφαλος αναμένει πιθανή έλλειψη τροφής, όπως έναν επικείμενο λιμό, παρατεταμένο χειμώνα ή την επιβολή μίας δίαιτας χαμηλών θερμίδων, είναι πιθανόν να δώσει σήμα στο σώμα να συσσωρεύσει περισσότερα αποθέματα λίπους για να προετοιμαστεί για τις προβλεπόμενες ελλείψεις ή τους στρεσογόνους παράγοντες.
Αυτή η προσαρμοστική απόκριση υπογραμμίζει την περίπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών μηχανισμών και περιβαλλοντικών ερεθισμάτων στη διαμόρφωση της ρύθμισης του βάρους.
Παράγοντες που παραβλέπονται στο μοντέλο καθορισμού βάρους
Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει σε μία κοινή άποψη σχετικά με την ύπαρξη και τους μηχανισμούς του καθορισμένου σημείου βάρους, σύμφωνα με τη Νίκολα Μόστερτ, εγγεγραμμένη διαιτολόγο και ιδρυτή της 4Life Living Dieticians στη Νότιο Αφρική.
Οι επικρατούσες θεωρίες συχνά παραβλέπουν κρίσιμους παράγοντες όπως η συμπεριφορά, το περιβάλλον και οι κοινωνικές επιρροές, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του βάρους, είπε στους Epoch Times. Η θεωρία του καθορισμένου σημείου αποτυγχάνει να εξηγήσει γιατί μερικοί άνθρωποι μπορούν να διατηρήσουν σημαντική απώλεια βάρους μακροπρόθεσμα, ενώ άλλοι δυσκολεύονται, είπε η κα Μόστερτ.
Ενώ η έννοια του σημείου ρύθμισης βάρους προσφέρει ένα πολύτιμο πλαίσιο για την κατανόηση ορισμένων πτυχών της διαχείρισης βάρους, αντιπροσωπεύει μόνο μια πτυχή ενός πολύπλευρου παζλ. Αναγνωρίζοντας την εγγενή πολυπλοκότητα του σώματός μας, η κα Μόστερτ είπε ότι η αποτελεσματική διαχείριση βάρους περιλαμβάνει την πλοήγηση σε μυριάδες αλληλένδετους παράγοντες πέρα από ένα απλοϊκό μοντέλο καθορισμένου σημείου.
Η κα Ντίγκμπυ απηχεί αυτό το συναίσθημα, σημειώνοντας ότι η τάση των ανθρώπων να έλκονται προς ένα οικείο βάρος δεν υπαγορεύεται αποκλειστικά από τη φυσιολογία, αλλά επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό και από τις επιλογές και τις συνήθειες του τρόπου ζωής.
Παρά τις προσπάθειες για αλλαγή, συχνά επιστρέφουμε σε γνωστά μοτίβα με την πάροδο του χρόνου. Για να σπάσει αυτός ο κύκλος, η κα Ντίγκμπυ μάς ενθαρρύνει να εστιάσουμε στη δημιουργία μίας συνήθειας προκειμένου να επιτύχουμε μία μακροπρόθεσμη μεταμόρφωση. Αντιμετωπίζοντας συνειδητά και αναδιαμορφώνοντας τις συνήθειές μας, μπορούμε να μετριάσουμε την τάση επιστροφής στο καθορισμένο σημείο βάρους μας, ενισχύοντας έτσι τη μονιμότητα της αλλαγής.
Πώς να αποφύγετε τη λειτουργία λιμοκτονίας και να χάσετε βάρος για τα καλά
Η κα Ντίγκμπυ υποστηρίζει μια ολιστική προσέγγιση για τη μόνιμη αλλαγή βάρους. Αυτή η προσέγγιση περιλαμβάνει την τροποποίηση εσωτερικών μηχανισμών όπως η επανεξισορρόπηση των ορμονών, η μείωση της φλεγμονής και η αποκατάσταση της ισορροπίας των βακτηρίων του εντέρου. Αυτό μπορεί να ενισχύσει τον μεταβολισμό του λίπους και να ξεπεράσει τα εμπόδια στη βιώσιμη πρόοδο.
Δίνει έμφαση στην αναπλήρωση των ενεργειακών αποθεμάτων με τροφές πλούσιες σε ποικίλα θρεπτικά συστατικά, πλούσιες σε πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και φυτικές ίνες αντί να μετράει μόνο τις θερμίδες. Αυτό σημαίνει επαρκής πρόσληψη τροφής για το σώμα.
Τόσο η κα Ντίγκμπυ όσο και η κα Μόστερτ προειδοποιούν ότι ο ανεπαρκής, κακής ποιότητας ύπνος μπορεί να στρεσάρει το σώμα, να διαταράξει την ισορροπία των ορμονών και να εμποδίσει τις προσπάθειες απώλειας βάρους λόγω φλεγμονής. Η στέρηση ύπνου οδηγεί σε υψηλή κορτιζόλη, αντίσταση στη λεπτίνη, αυξημένα επίπεδα γκρελίνης, αυξημένη όρεξη και λαχτάρα για τροφές με υψηλή περιεκτικότητα σε ενέργεια, σύμφωνα με τον Δρα Τζένκινσον.
Η ενθάρρυνση μιας θετικής νοοτροπίας και της συμπόνιας – ακόμα και για τον ίδιο μας τον εαυτό – είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τη βιώσιμη διαχείριση του βάρους, καθώς βοηθούν τους ανθρώπους να ξεπερνούν τα εμπόδια και να έχουν κίνητρα, είπε η κα Μόστερτ.
Της Zena le Roux
Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε