Τον Απρίλιο του 1917, ο Γάλλος πειραματικός γλύπτης Μαρσέλ Ντυσάν υπέβαλε ένα πορσελάνινο ουρητήριο σε μια έκθεση τέχνης, με την υπογραφή «R. Mutt, 1917» , το οποίο ονόμασε τέχνη. Ήταν μια κήρυξη πολέμου ενάντια στις παραδοσιακές ιδέες της γλυπτικής, της μορφής και της ομορφιάς.
Ο Ντυσάν απλώς θέλησε το ουρητήριο να είναι έργο τέχνης, παρόλο που προφανώς δεν ήταν, δηλώνοντας ότι ακόμη και τα συνηθισμένα αντικείμενα θα μπορούσαν να είναι τέχνη εάν «ανυψώνονταν στην αξιοπρέπεια ενός έργου τέχνης με την πράξη της επιλογής του καλλιτέχνη». Η τέχνη, υποστήριξε, είναι εντελώς υποκειμενική.
Πρόκειται για τον ίδιο καλλιτέχνη που παραμόρφωσε ένα αντίγραφο της Μόνα Λίζα σχεδιάζοντας καρτουνίστικα μουστάκια και γένια στο αινιγματικό πρόσωπο του πορτρέτου και δίνοντας έναν προκλητικό τίτλο.
Αλλά αυτό δεν είναι τέχνη. Είναι χλευασμός του καλλιτεχνικού επιτεύγματος.
Αντι-Τέχνη
Ο Ντυσάν ανήκε σε ένα αντιορθολογικό, αντι-καλλιτεχνικό και αντιρεαλιστικό πολιτιστικό κίνημα στη Νέα Υόρκη. Το κόλπο του με το ουρητήριο ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα για τη δημιουργία του Νταντά, μίας νεοϋορκέζικης σχολής τέχνης που ήταν ο προάγγελος του σουρεαλισμού. Το Νταντά και άλλα παρόμοια πρωτοποριακά καλλιτεχνικά κινήματα επεδίωκαν να επαναπροσδιορίσουν την ίδια τη φύση της τέχνης, καθώς οι Ντανταϊστές έβλεπαν τις παραδοσιακές ιδέες του ορθολογισμού, της ομορφιάς, της αναλογίας και του νοήματος ως αστικές κατασκευές. Εξέφραζαν τη ριζοσπαστική ακροαριστερή πολιτική τους και τα αντιαστικά αισθήματα επινοώντας έργα ασχήμιας, ανοησίας, χάους, γελοιότητας και παραλογισμού.
Σύμφωνα με τα λόγια του Γάλλου μαρξιστή φιλοσόφου Michael Löwy , «η ασέβεια, ο χλευασμός, το μαύρο χιούμορ και ο παραλογισμός ήταν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν αυτοί οι νέοι καλλιτέχνες για να εκφράσουν την οργή και την υπέρτατη περιφρόνηση τους για τις αξίες του κατεστημένου. Η πλάκα έπρεπε να καθαριστεί από όλες τις αστικές συμβάσεις, παραδόσεις και προσδοκίες». Μια διακήρυξη του 1919 από το Κεντρικό Συμβούλιο του Νταντά του Βερολίνου για την Παγκόσμια Επανάσταση διατύπωνε ανοιχτά την προσήλωση του κινήματος στον ριζοσπαστικό κομμουνισμό. Το συνειδητά πολιτικό κίνημα τέχνης συνέδεσε την ομορφιά και την κλασική τέχνη με τα «καταπιεστικά» συστήματα του καπιταλισμού.
Ο ανορθολογισμός του Νταντά αναδύθηκε, τουλάχιστον εν μέρει, σαν ένα χλωμό φάντασμα, μέσα από τη σκόνη και την καταστροφή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος φαινόταν να γκρεμίζει επιτέλους τα όνειρα και τις υποσχέσεις μιας νέας εποχής ειρήνης και ευδαιμονίας που βασίστηκε στη βασιλεία της λογικής, όπως την είχαν ονειρευτεί οι ορθολογιστές φιλόσοφοι του 18ου αιώνα και το προοδευτικό πνεύμα των αρχών του 20ού αιώνα. Το πλήθος του Νταντά κοίταξε τον παραλογισμό και το χάος του πολέμου, την τραγωδία του σε μεγάλη κλίμακα, και απάντησε τόσο με μια διαμαρτυρία όσο και με μια παράδοση στη σφαγή και τον παραλογισμό του πολέμου.
Η επιμελήτρια Λήα Ντίκερμαν γράφει στον κατάλογο της Εθνικής Πινακοθήκης: «Για πολλούς διανοούμενους, ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε μια κατάρρευση εμπιστοσύνης στη ρητορική — αν όχι στις αρχές — της κουλτούρας του ορθολογισμού που επικρατούσε στην Ευρώπη από την εποχή του Διαφωτισμού.»
Οι Ντανταϊστές δεν ήταν οι μόνοι καλλιτέχνες που εξέφρασαν την απογοήτευση που φέρνει συνήθως ο πόλεμος. Τρομοκρατημένος από τις αναφορές για τα δεινά και την ερήμωση που προκλήθηκε από έναν γερμανικό βομβαρδισμό της Γκουέρνικα κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου τον Απρίλιο του 1937, ο Πάμπλο Πικάσο ζωγράφισε μια μεγάλη, αποκρουστική, γκροτέσκα εικόνα των φρικτών επακόλουθων του βομβαρδισμού. Ο πίνακας είναι γεμάτος στριμμένα σχήματα, μπερδεμένες γραμμές, δυσανάλογα και διαμελισμένα σώματα και ακατέργαστα ανθρώπινα πρόσωπα που ουρλιάζουν σιωπηλά από αγωνία. Είναι ένα συνονθύλευμα πόνου που απεικονίζεται σε έντονους τόνους του γκρι. Πολλοί θεωρούν την «Γκουέρνικα» ένα αντιπολεμικό αριστούργημα.
Η ασχήμια της «Γκουέρνικα» αντανακλά την ασχήμια του πολέμου. Ορισμένοι κριτικοί τέχνης χρησιμοποιούν αυτή την εξήγηση ως δικαιολογία για την αποκρουστική μοντέρνα τέχνη από την οποία είμαστε περικυκλωμένοι. Είναι αλήθεια – όπως δείχνουν οι Ντανταϊστές και ο Πικάσο – ότι η τέχνη τείνει να αποτελεί έναν καθρέφτη της κοινωνίας. Η τέχνη δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τη φιλοσοφία, την πολιτική, την ιστορία και τη θρησκεία. Αν η τέχνη μας είναι άσχημη, αυτό αποτελεί σύμπτωμα μιας βαθύτερης πολιτιστικής ασθένειας.
Τα πολιτικά κινήματα και η αντιπολεμική αγωνία μπορεί να είναι δύο λόγοι για την ασχήμια της περισσότερης σύγχρονης τέχνης. Αλλά κάτω από τη βροχερή επιφάνεια της ριζοσπαστικής πολιτικής, καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός περιέχουν πιο σκοτεινά βάθη: Δίνουν οπτική έκφραση σε μια μεταμοντέρνα φιλοσοφία του τίποτα, του μη όντος, της ανούσιας ζωής. Η θραύση των ανθρώπινων μορφών του Πικάσο εκφράζει τον κατακερματισμό του νοήματος και της τάξης που έχει βιώσει ο σύγχρονος άνθρωπος από τότε που απέρριψε τις παραδοσιακές έννοιες της αλήθειας.
Η κλασική τέχνη, από την άλλη πλευρά, είναι τακτοποιημένη, φωτεινή, κατανοητή, όμορφη και αρμονική γιατί κάποτε έτσι έβλεπε η ανθρωπότητα τον κόσμο. Αντίθετα, η σύγχρονη τέχνη αναδύεται από ένα πνεύμα απογοήτευσης και σκεπτικισμού για τον κόσμο. Ο ποιητής Μάθιου Άρνολντ διατυπώνει αυτή την ιδέα σε ένα ποίημα που σηματοδοτεί την αρχή της νεωτερικότητας:
Ο κόσμος, που μοιάζει να βρίσκεται / μπροστά μας σαν μια χώρα ονείρων / Τόσο διαφορετικός, τόσο όμορφος, τόσο νέος / Δεν έχει πραγματικά ούτε χαρά ούτε αγάπη ούτε φως / ούτε βεβαιότητα ούτε ειρήνη ούτε βοήθεια για τον πόνο. / Και βρισκόμαστε εδώ σαν σε μια σκοτεινή πεδιάδα / σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα και φυγής / όπου αδαείς στρατοί συγκρούονται τη νύχτα.
Όπως η αρμονία, η τάξη και το νόημα σταδιακά πέθαναν και εξαφανίστηκαν από τις εικαστικές τέχνες τον 20ό αιώνα, δίνοντας τη θέση τους σε αφηρημένα, απροσδιόριστα σχήματα και εκρήξεις χρώματος, έτσι και η ποίηση σταδιακά διαμελίστηκε και επανήλθε σε κατακερματισμένη και άσκοπη ασυναρτησία. Ένας ντανταϊστής, ο Χιούγκο Μπωλ, έγραψε ένα ποίημα που αποτελείται εξ ολοκλήρου από ανούσιους, μπερδεμένους ήχους. Αυτό είναι το λογικό συμπέρασμα της απαισιοδοξίας που εξέφρασε ο Μάθιου Άρνολντ, η απαισιοδοξία ενός κόσμου που είχε χάσει την εμπιστοσύνη του στο αντικειμενικό νόημα.
Η σύγχρονη τέχνη αντανακλά μια κουλτούρα που έχει απορρίψει αντικειμενικές ιδέες ομορφιάς και νοήματος, και από αυτή την άποψη είναι αληθινή. Μπορούμε να πούμε ότι είναι, τουλάχιστον, αυθεντική ή ίσως δικαιολογημένη. Ένας καλλιτέχνης πρέπει να λέει την αλήθεια για την εποχή του. Ωστόσο, είναι αυτός ο μοναδικός σκοπός της τέχνης;
Ο βαθύτερος σκοπός της τέχνης
Είναι το να μαρτυρά την αλήθεια της στιγμής το μόνο που πρέπει να κάνει ένας καλλιτέχνης; Είναι η τέχνη απλώς κοινωνικός σχολιασμός και αντανάκλαση των κυρίαρχων τάσεων, φιλοσοφιών και ιστορικών γεγονότων; Όχι, σύμφωνα με τη δυτική παράδοση. Οι στοχαστές που ανατρέχουν στον Αριστοτέλη πίστευαν ότι η τέχνη μπορούσε και έπρεπε να εκφράζει κάτι διαχρονικό και υπερβατικό, που δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη εποχή ή πολιτισμό.
Στο Δ΄Μέρος της «Ποιητικής» του, ο Αριστοτέλης διδάσκει ότι η τέχνη είναι μια μίμηση της πραγματικότητας που μας βοηθά να κατανοήσουμε την πραγματικότητα πιο βαθιά. Βλέπουμε καθολικές, αμετάβλητες αλήθειες μέσα από την απόδοση κάτι συγκεκριμένου. Στο «Only the Lover Sings: Art and Contemplation», ο φιλόσοφος Τζόζεφ Πάιπερ δίνει φωνή σε αυτή την πανάρχαια κατανόηση της τέχνης:
«Ο καθένας μπορεί να αναλογιστεί ανθρώπινες πράξεις και γεγονότα και έτσι να κοιτάξει στα ανεξιχνίαστα βάθη του πεπρωμένου και της ιστορίας. Ο καθένας μπορεί να απορροφηθεί ατενίζοντας ένα τριαντάφυλλο ή ένα ανθρώπινο πρόσωπο και έτσι να αγγίξει το μυστήριο της δημιουργίας. Όλοι, λοιπόν, συμμετέχουν στην αναζήτηση που εξάπτει πάντα τα μυαλά των μεγάλων φιλοσόφων, από την πολύ αρχή. Βλέπουμε ακόμη μια άλλη μορφή τέτοιας δραστηριότητας στις δημιουργίες του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν στοχεύει τόσο στην παρουσίαση αντιγράφων της πραγματικότητας όσο μάλλον στο να κάνει ορατές και απτές σε λόγο, ήχο, χρώμα και πέτρα την αρχετυπική ουσία όλων των πραγμάτων, σύμφωνα με την προνομιακή του αντίληψη».
Κάποιοι μπορεί να αντιταχθούν ότι η «Γκουέρνικα» απεικονίζει μια παγκόσμια πραγματικότητα: την ασχήμια του πολέμου. Αυτό είναι αλήθεια ως ένα σημείο. Είναι όμως ο πόλεμος η βαθύτερη, η πιο αμετάβλητη πτυχή της πραγματικότητας;
Θυμηθείτε ότι ο κόσμος είχε πάντα πόλεμο (αν και όχι το ιδιαίτερα απάνθρωπο μεταβιομηχανικό είδος που αποτύπωσε ο Πικάσο), ωστόσο οι κλασικές καλλιτεχνικές απεικονίσεις του δεν ήταν άσχημες με τον τρόπο της «Γκουέρνικα» του Πικάσο. Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι, στο παρελθόν, οι καλλιτέχνες μπορούσαν να δουν ένα συγκεκριμένο νόημα και σκοπό ακόμη και σε μεγάλες καταστροφές και βάσανα, όπως ο πόλεμος. Η εικόνα του Αινεία που εγκαταλείπει τη φλεγόμενη πόλη της Τροίας, έχοντας χάσει τη γυναίκα του και τα πάντα στον πόλεμο, στην «Αινειάδα» είναι τραγική, αλλά δεν είναι παράλογη ή χαοτική. Ο ποιητής Βιργίλιος είδε πέρα από τα σκοτεινά και άσχημα εξωτερικά στοιχεία της σκηνής σε μια βαθύτερη, σταθερή αλήθεια.
Στο «Iris Exiled», ο Ντένις Κουίν λέει για την οπτική του Βιργιλίου: «Αυτή δεν είναι η τραγική οπτική, ωστόσο. Δεν υπάρχει η ιδέα μιας κακής μοίρας, αλλά, αντίθετα, η ιδέα ενός καλοήθους πεπρωμένου. … Μπορεί τα χειρότερα πράγματα —η απώλεια των καλύτερων πραγμάτων, η απώλεια των πάντων— να είναι για το καλύτερο. Αν δεν είχε πέσει η Τροία, δεν θα υπήρχε η Ρώμη». Μια άποψη του κόσμου που μπορεί να βρει νόημα ακόμα και στα βάσανα θα αντανακλάται στην τέχνη που συντίθεται με αρμονία, αναλογία, τάξη, συμμετρία — δηλαδή ομορφιά — ανεξάρτητα από το θέμα.
Ποια συνιστά, λοιπόν, μια πιο αληθινή εικόνα του κόσμου; Η Γκουέρνικα ή η Αινειάδα; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί αυτή η ερώτηση. Ίσως και οι δύο έχουν στοιχεία αλήθειας. Αλλά η τελική τους στάση απέναντι στην πραγματικότητα μοιάζει αντίθετη. Είναι τελικά ο κόσμος «μια σκοτεινή πεδιάδα/ σαρωμένη από συγκεχυμένους συναγερμούς αγώνα» ή «όλα τα πράγματα σε έναν ενιαίο τόμο δεσμεύονται από Αγάπη/ της οποίας το σύμπαν είναι τα διάσπαρτα φύλλα», όπως βεβαιώνε ο Δάντης τον Μεσαίωνα; Η άποψη του Άρνολντ είναι ότι ζούμε σε ένα είδος σκοτεινού εφιάλτη, με μόνο περιστασιακά και μισοπλασματικά φώτα, σαν πεφταστέρια. Η άποψη του Δάντη μας παραπέμπει στο απαύγασμα του ουρανού και της γης, υποδηλώνοντας ότι οι σκιές που βλέπουμε είναι μόνο το φυσικό αποτέλεσμα της εξαιρετικής φωτεινότητας της ύπαρξης.
Του Walker Larson
Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε