Παρασκευή, 10 Οκτ, 2025
Το Χρηματιστήριο Αθηνών. Αθήνα, 25 Νοεμβρίου 2013. (Dimorsitanos/Public Domain)

Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τον FTSE Russell

Ανάλυση

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η ελληνική αγορά με βάση την απόδοσή της βρίσκεται στην τρίτη θέση για το 2025, πίσω μόνο από τη Σεούλ και το Βιετνάμ. Μετά από έντεκα διαδοχικούς ανοδικούς μήνες, ο Γενικός Δείκτης σημείωσε συνολικά άνοδο ~47% έως τις αρχές φθινοπώρου, ενώ ειδικά στο εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου κατέγραψε κέρδη 38,41%. Ο τραπεζικός δείκτης – που αποτελεί περίπου το μισό της χρηματιστηριακής αγοράς – εκτοξεύθηκε κατά ~99% την ίδια περίοδο, ανεβάζοντας την κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. σε περίπου € 137 δισ. (περίπου 50-60% του ΑΕΠ).

Αν αναλογιστούμε ότι πριν από μια δεκαετία, στο απόγειο της κρίσης χρέους, το ελληνικό χρηματιστήριο είχε υποβιβαστεί στην κατηγορία των αναδυόμενων αγορών, γίνεται φανερό ότι η σημερινή επιστροφή του στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος συνιστά ένα εντυπωσιακό επίτευγμα. Ενδεικτικά, από το 2015 που ο FTSE Russell ανακοίνωσε την υποβάθμιση της Ελλάδας σε «αναδυόμενη αγορά», ο γενικός δείκτης του Χ.Α. έχει σημειώσει άνοδο σχεδόν 300% – μια θεαματική ανάκαμψη που επισφραγίζει την ολοκλήρωση του κύκλου της κρίσης.

Τι τροφοδοτεί το ράλι;

Το συνεχιζόμενο ράλι της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι τυχαίο, αλλά στηρίζεται σε πολλαπλούς καταλύτες που έχουν ενισχύσει την επενδυτική εμπιστοσύνη:

Ελκυστικές αποτιμήσεις: Παρά τη μεγάλη άνοδο, οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών παραμένουν συγκριτικά χαμηλές. Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χ.Α. εξακολουθεί να αντιστοιχεί μόλις στο ~50-55% του ΑΕΠ , επίπεδο που θεωρείται ελκυστικό συγκριτικά με άλλες ανεπτυγμένες αγορές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της HSBC, το ελληνικό χρηματιστήριο διαπραγματεύεται με δείκτη P/E γύρω στο 9x, δηλαδή με γενναία έκπτωση ~35% έναντι των ευρωπαϊκών αγορών. Με απλά λόγια, οι ελληνικές μετοχές θεωρούνται ‘φθηνές’ σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές, γεγονός που προσελκύει αγοραστικό ενδιαφέρον διεθνών επενδυτών. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η HSBC πρόσφατα υποβάθμισε τη σύστασή της σε «ουδέτερη», εκτιμώντας πως πολλές από τις θετικές προοπτικές έχουν ήδη αποτυπωθεί στις τρέχουσες τιμές.

Οικονομική ανάκαμψη και δημοσιονομική σταθερότητα: Η Ελλάδα παρουσιάζει πλέον μια ισχυρή αναπτυξιακή δυναμική και βελτιωμένες μακροοικονομικές βάσεις. Η οικονομία αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, ενώ τα δημόσια οικονομικά έχουν εξυγιανθεί σε μεγάλο βαθμό. Μετά από χρόνια λιτότητας, το δημόσιο χρέος ακολουθεί καθοδική τροχιά – σύμφωνα με τη Wood & Co προβλέπεται δραστική μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ από ~154% το 2024 σε ~101% έως το 2030 . Αυτή η βελτίωση των μεγεθών ενισχύει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στην ελληνική οικονομία και μειώνει τον αντιληπτό κίνδυνο της χώρας.

Επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα (Investment Grade): Καταλύτης-ορόσημο ήταν η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης το 2023, ύστερα από ~13 χρόνια υποβαθμίσεων. Η αναβάθμιση αυτή άλλαξε το «αφήγημα» της χώρας στις διεθνείς αγορές: τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έγιναν αποδεκτά σε ευρύτερες κατηγορίες επενδυτών και επέδειξαν αξιοσημείωτη αντοχή ακόμη και σε διεθνείς αναταράξεις. Η αναγνώριση της πιστοληπτικής αξιοπιστίας της Ελλάδας λειτούργησε ως ψήφος εμπιστοσύνης, ανοίγοντας τον δρόμο για αυξημένες ροές κεφαλαίων τόσο στην αγορά ομολόγων όσο και στο χρηματιστήριο. Πράγματι, αναλυτές επισημαίνουν ότι η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας υπήρξε η βασική θρυαλλίδα της πρόσφατης μεταμόρφωσης του Χ.Α., διευρύνοντας σημαντικά τη βάση των δυνητικών επενδυτών .

Ισχυρή εταιρική κερδοφορία και μερίσματα: Το επενδυτικό αφήγημα υποστηρίζεται και από τα θετικά εταιρικά αποτελέσματα. Οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφάνισαν συνολικά υψηλές κερδοφορίες – τα καθαρά κέρδη των εισηγμένων το α΄ εξάμηνο του 2025 υποχώρησαν οριακά (-0,7%) σε σχέση με τα περσινά ιστορικά υψηλά. Παράλληλα, οι μερισματικές αποδόσεις είναι δελεαστικές: τα μερίσματα που αναμένεται να διανεμηθούν φέτος εκτιμώνται άνω των € 5,4 δισ., επίπεδο που προσεγγίζει ρεκόρ δεκαετιών (ξεπερνώντας ακόμα και το προηγούμενο υψηλό του 2007). Η προοπτική γενναιόδωρων μερισμάτων και υγιούς κερδοφορίας ενθαρρύνει τόσο τους ντόπιους όσο και τους ξένους επενδυτές να τοποθετηθούν στην αγορά.

Διαρθρωτικές αλλαγές και διεθνές ενδιαφέρον: Τέλος, μια σειρά από εξελίξεις έχουν δημιουργήσει νέο δυναμισμό γύρω από την ελληνική κεφαλαιαγορά. (α) Προσδοκία αναβάθμισης: Είναι γνωστό ότι εδώ και έναν χρόνο συζητείται η επαναφορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών. Η ίδια η προσμονή της αναβάθμισης από τον FTSE Russell (και ενδεχομένως και από άλλους δείκτες στο μέλλον) έβαλε την Ελλάδα ξανά στο ‘ραντάρ’ πολλών διεθνών χαρτοφυλακίων και τόνωσε εκ των προτέρων τη συναλλακτική δραστηριότητα. (β) Στρατηγικές κινήσεις όπως η εξαγορά της ΕΧΑΕ από τον Euronext: Η δημόσια πρόταση που υπέβαλε ο ευρωπαϊκός όμιλος Euronext για την αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών το 2025, έφερε την ελληνική αγορά στο προσκήνιο μεγάλων χρηματιστηριακών κέντρων. Η επικείμενη ένταξη της ΕΧΑΕ στην οικογένεια του Euronext (που διαχειρίζεται επτά χρηματιστήρια στην Ευρώπη) συνδέει την Αθήνα με ένα δίκτυο ~1.800 εταιρειών και συνολικής κεφαλαιοποίησης άνω των € 6 τρισ., δημιουργώντας νέες ευκαιρίες και αυξημένη ρευστότητα. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται να ενισχύσει την ολοκλήρωση της ελληνικής αγοράς με τις ευρωπαϊκές και να βελτιώσει περαιτέρω το βάθος και τη ρευστότητά της, διευκολύνοντας την προσέλκυση μεγάλων επενδυτών.

Η αναβάθμιση σε «ανεπτυγμένη αγορά»

Η απόφαση της FTSE Russell να επαναταξινομήσει την Ελλάδα ως ανεπτυγμένη αγορά επισφραγίζει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας μετά την κρίση. Την 7η Οκτωβρίου 2025, ο διεθνής οίκος FTSE Russell ανακοίνωσε επίσημα ότι η Ελλάδα πληροί πλέον όλα τα απαιτούμενα κριτήρια για να επανενταχθεί στην κατηγορία των Ανεπτυγμένων Αγορών. Πρόκειται για την πρώτη φορά από το 2013 (όταν και οι μεγάλοι δείκτες μάς είχαν υποβαθμίσει σε αναδυόμενη αγορά εν μέσω κρίσης) που το Χρηματιστήριο Αθηνών επιστρέφει στο «κλαμπ των ανεπτυγμένων». Η αναβάθμιση αυτή θα τεθεί επίσημα σε ισχύ με το άνοιγμα των συναλλαγών τη Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2026, κατά την αναθεώρηση των δεικτών του FTSE σε παγκόσμιο επίπεδο. Σημειώνεται ότι βάσει κανονισμών του FTSE μεσολαβεί πάντοτε ένα διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών από την ανακοίνωση έως την υλοποίηση της αλλαγής κατηγορίας – εν προκειμένω, δόθηκε σχεδόν ένας χρόνος ώστε η επενδυτική κοινότητα να προετοιμαστεί κατάλληλα.

Η εξέλιξη αυτή έχει τεράστια συμβολική, αλλά και πρακτική σημασία. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε ανακοίνωσή του το ίδιο το Χρηματιστήριο Αθηνών, η αναβάθμιση από τον FTSE Russell συνιστά μια «μεγάλη διεθνή αναγνώριση» της προόδου και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα τη διαρκώς αυξανόμενη ελκυστικότητα της ελληνικής κεφαλαιαγοράς για τους ξένους επενδυτές. Πράγματι, η απόφαση του FTSE Russell λειτουργεί ως ψήφος εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, επισφραγίζοντας την οικονομική επιστροφή της χώρας μετά τη δεκαετή περίοδο ύφεσης και αβεβαιότητας.

Σε πρακτικό επίπεδο, η επαναταξινόμηση της Ελλάδας στις ανεπτυγμένες αγορές αναμένεται να διευρύνει σημαντικά τον κύκλο των διεθνών επενδυτών που μπορούν να τοποθετηθούν στο ελληνικό χρηματιστήριο. Πολλά μεγάλα θεσμικά χαρτοφυλάκια και index funds ανά τον κόσμο ακολουθούν συγκεκριμένα benchmark indices – και αρκετά εξ αυτών μέχρι τώρα είτε αδυνατούσαν είτε εμποδίζονταν από το καταστατικό τους να επενδύσουν σε αγορές χαρακτηρισμένες ως «αναδυόμενες». Με τη μετάταξη στις ανεπτυγμένες αγορές, η Ελλάδα μπαίνει πλέον στον χάρτη ενός πολύ ευρύτερου φάσματος κεφαλαίων. Σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου Χρηματιστηρίου Αθηνών, Γ. Κοντόπουλο, η εξέλιξη αυτή «αναμένεται να διευρύνει αισθητά τη δεξαμενή διεθνών επενδυτών που θα επιλέξουν να επενδύσουν στην ελληνική κεφαλαιαγορά, προσελκύοντας σημαντικές εισροές κεφαλαίων από κεφάλαια που παρακολουθούν δείκτες ανεπτυγμένων αγορών». Με άλλα λόγια, αρκετά μεγάλα funds που αναγκαστικά αγνοούσαν το Χ.Α. όσο βρισκόταν στις αναδυόμενες, τώρα θα μπορούν – ή και θα υποχρεούνται, λόγω αναδιάρθρωσης δεικτών – να το συμπεριλάβουν στο χαρτοφυλάκιό τους. Αυτό δυνητικά σημαίνει φρέσκα κεφάλαια εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ προς τις ελληνικές μετοχές μέσα στα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας τη ρευστότητα και την αποτίμησή τους.

Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη και άλλοι δείκτες ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το παράδειγμα του FTSE Russell. Οι ευρωπαϊκοί δείκτες Stoxx έχουν δρομολογήσει την αναβάθμιση της ελληνικής κατάταξης τον Απρίλιο του 2026, ενώ ο S&P Dow Jones Indices αναμένεται να κάνει το ίδιο τον Σεπτέμβριο του 2026. Ο δε MSCI – που το 2013 είχε επίσης υποβιβάσει την Ελλάδα σε επίπεδο αναδυόμενης αγοράς – προς το παρόν δεν έχει ακόμη θέσει την Ελλάδα σε «λίστα ελέγχου» για επαναφορά στις ανεπτυγμένες (λόγω αυστηρών κριτηρίων μεγέθους και ρευστότητας), ωστόσο αρκετοί εκτιμούν ότι κι αυτό είναι θέμα χρόνου αν συνεχιστεί η ανοδική πορεία και βελτιωθεί περαιτέρω η εμπορευσιμότητα της αγοράς. Με άλλα λόγια, μέσα στο προσεχές έτος η Ελλάδα θα έχει το ένα πόδι στις αναδυόμενες και το άλλο στις ανεπτυγμένες αγορές, έως ότου και οι τελευταίοι μεγάλοι οίκοι ευθυγραμμιστούν με τη νέα πραγματικότητα. Σε κάθε περίπτωση, η αρχή έγινε – και μάλιστα με τον πλέον εμφατικό τρόπο.

Προκλήσεις και προοπτικές μετά την αναβάθμιση

Η αναβάθμιση του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε ανεπτυγμένη αγορά σαφώς ανοίγει νέες προοπτικές, όμως συνοδεύεται και από ορισμένες προκλήσεις που αξίζει να επισημανθούν. Στο άμεσο βραχυπρόθεσμο διάστημα, η μετάταξη αυτή μπορεί να προκαλέσει ανακατανομές κεφαλαίων και μεταβλητότητα λόγω της αλλαγής των δεικτών. Ορισμένα funds που επενδύουν αποκλειστικά σε αναδυόμενες αγορές θα αναγκαστούν να μειώσουν θέσεις σε ελληνικές μετοχές (αφού η Ελλάδα παύει να ανήκει στην κατηγορία τους), πριν ακόμα ενεργοποιηθούν πλήρως οι εισροές από τα funds ανεπτυγμένων αγορών. Δεν είναι τυχαίο ότι η JP Morgan εξέφρασε επιφυλάξεις, σημειώνοντας ότι δεν βλέπει θετικά την απόφαση του FTSE Russell.

Σύμφωνα με ανάλυση του οίκου, η μετάταξη ενδέχεται να επιφέρει εκροές περίπου € 112,8 εκατ. από τα παθητικά κεφάλαια των αναδυόμενων αγορών, ενώ το βάρος της Ελλάδας στους σχετικούς δείκτες θα μειωθεί από ~0,70% (στον FTSE Emerging Index) μόλις στο ~0,27% στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών . Η JP Morgan είχε μάλιστα προειδοποιήσει ήδη από τον Ιούνιο ότι μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε βραχυπρόθεσμα να αποδυναμώσει τη ‘ζωντάνια’ της αγοράς, καθώς η Ελλάδα θα αποτελέσει πολύ μικρό ποσοστό στους τεράστιους δείκτες των ανεπτυγμένων, κινδυνεύοντας να περάσει απαρατήρητη από μερίδα επενδυτών. Εν μέρει για αυτούς τους λόγους, είδαμε πρόσφατα και τη Morgan Stanley Capital International (MSCI) να αποφασίζει να μην προχωρήσει (ακόμα) σε ανάλογη αναβάθμιση της Ελλάδας, κρίνοντας πως το ελληνικό χρηματιστήριο υπολείπεται σε μέγεθος και ρευστότητα σύμφωνα με τα δικά της κριτήρια .

Ωστόσο, οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι τα παραπάνω ζητήματα θα είναι προσωρινά και ότι η συνολική επίδραση της αναβάθμισης θα είναι καθαρά θετική σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Κατ’ αρχάς, το γεγονός ότι η Ελλάδα θα ενταχθεί στους δείκτες ανεπτυγμένων αγορών σημαίνει ότι αποκτά πρόσβαση σε μια «θάλασσα» κεφαλαίων πολλαπλάσιου μεγέθους από ό,τι στις αναδυόμενες. Ενδεικτικά, η συνολική κεφαλαιοποίηση και τα διαθέσιμα κεφάλαια στις ανεπτυγμένες αγορές παγκοσμίως εκτιμώνται σε $70+ τρισεκατομμύρια, έναντι μόλις ~$8 τρισ. στις αναδυόμενες . Ακόμη λοιπόν και μια πολύ μικρή ανακατανομή χαρτοφυλακίων υπέρ της Ελλάδας μέσα σε αυτό το τεράστιο σύμπαν, αρκεί για να έχει αισθητό αντίκτυπο στις αποτιμήσεις στο Χ.Α. Επιπλέον, οι μετοχές των ελληνικών εταιρειών ήδη διαπραγματεύονται με σημαντική έκπτωση που τις έκανε ελκυστικές στους αναδυόμενους δείκτες – έκπτωση η οποία αναμένεται τώρα να μειωθεί καθώς θα αξιολογούνται δίπλα σε ανεπτυγμένες εταιρείες. Χαρακτηριστικά, στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές αγορές οι δείκτες τιμής προς κέρδη (P/E) είναι κατά 40-50% υψηλότεροι κατά μέσο όρο σε σχέση με τις αναδυόμενες . Αυτή η διαφορά υποδηλώνει ότι οι ελληνικές μετοχές έχουν περιθώριο για ανατίμηση ώστε να συγκλίνουν προς τις πολλαπλάσιες αποτιμήσεις των ανεπτυγμένων ομολόγων τους. Ήδη παρατηρείται σύγκλιση σε ορισμένους δείκτες: για παράδειγμα, οι ελληνικές τράπεζες έχουν δείκτη P/BV γύρω στο 1,3-1,4, που πλησιάζει πλέον τον μέσο όρο ~1,6 των ευρωπαϊκών τραπεζών .

Συνοψίζοντας, η ψήφος εμπιστοσύνης του FTSE Russell σηματοδοτεί ότι η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα. Μέσα σε δέκα χρόνια, η χώρα πέρασε από την απομόνωση και την απαξίωση στην ανάκτηση της επενδυτικής αξιοπιστίας και πλέον στην επανένταξή της στο παγκόσμιο «ταμπλό» των ανεπτυγμένων αγορών. Το ελληνικό χρηματιστήριο του 2025 είναι αγνώριστο σε σχέση με εκείνο του 2015 – με ισχυρές αποδόσεις, βελτιωμένη ρευστότητα, διεθνείς συμμετοχές και μεγάλες προοπτικές περαιτέρω ανόδου. Η αναβάθμιση από τον FTSE Russell εδραιώνει αυτή την εικόνα και ανοίγει τον δρόμο για περισσότερες ευκαιρίες: περισσότερα ξένα κεφάλαια, υψηλότερες αποτιμήσεις και, τελικά, μεγαλύτερη εμβάθυνση της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Αν και η μετάβαση ενδέχεται να συνοδευτεί από προσωρινές αναταράξεις, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα επιστρέφει δυναμικά στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα – και αυτό το ταξίδι, όπως όλα δείχνουν, έχει ακόμη δρόμο μπροστά του.

Πως μπορείτε να μας βοηθήσετε ώστε να συνεχίσουμε να σας κρατάμε ενημερωμένους

Ποιος είναι ο λόγος που χρειαζόμαστε την βοήθειά σας για την χρηματοδότηση του ερευνητικού ρεπορτάζ μας; Επειδή είμαστε ένας ανεξάρτητος οργανισμός ειδήσεων που δεν επηρεάζεται από καμία κυβέρνηση, εταιρεία ή πολιτικό κόμμα. Από την ημέρα που ξεκινήσαμε, έχουμε έρθει αντιμέτωποι με προσπάθειες αποσιώπησης της αλήθειας κυρίως από το Κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Αλλά δεν θα λυγίσουμε. Η ελληνική έκδοση της Epoch Times βασίζεται ολοκληρωτικά στις γενναιόδωρες συνεισφορές σας για να διατηρήσει την παραδοσιακή δημοσιογραφία ζωντανή και υγιή στην Ελληνική γλώσσα. Μαζί, μπορούμε να συνεχίσουμε να διαδίδουμε την αλήθεια.

Σχολιάστε