Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, δήλωσε στις 14 Ιουλίου ότι σκοπεύει να επιβάλει «πολύ αυστηρούς» δευτερεύοντες δασμούς στη Ρωσία, σε περίπτωση που ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν δεν συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός με την Ουκρανία εντός 50 ημερών.
Όπως ανέφερε, εάν δεν υπάρξει συμφωνία εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν στην επιβολή δευτερευόντων δασμών ύψους 100%. Οι εν λόγω δασμοί θα αφορούν χώρες που συνεχίζουν να συναλλάσσονται με τη Μόσχα, όπως για παράδειγμα η Κίνα, η οποία προμηθεύεται ρωσικό πετρέλαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι αμερικανικές εξαγωγές προς το Πεκίνο θα επιβαρύνονταν με νέους δασμούς.
Ο Τραμπ σημείωσε από το Οβάλ Γραφείο, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούττε, ότι κάνει εκτενή χρήση του εμπορίου ως μέσου άσκησης πίεσης, προσθέτοντας ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικό για την επίλυση συγκρούσεων.
Ήδη από τις αρχές του έτους είχε προειδοποιήσει πως, αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με τον Πούτιν για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία, τότε θα επιβάλει δευτερεύοντες δασμούς στο ρωσικό πετρέλαιο και συνολικά στις εξαγωγές πετρελαϊκών προϊόντων από τη Ρωσία.
Οι κυριότερες εξαγωγές της Ρωσίας περιλαμβάνουν αργό πετρέλαιο, προϊόντα διύλισης, φυσικό αέριο και άνθρακα. Δεν είναι η πρώτη φορά φέτος που ο Τραμπ εξετάζει την επιβολή δευτερευόντων δασμών. Τον Μάρτιο, είχε ήδη εφαρμόσει επιπλέον δασμό 25% σε χώρες που εισάγουν αργό πετρέλαιο από τη Βενεζουέλα, ενώ τον Μάιο απείλησε με παρόμοια μέτρα για τις εισαγωγές ιρανικού πετρελαίου.
Υπέρ του σχεδίου Τραμπ τάχθηκαν οι γερουσιαστές Λίντσεϊ Γκρέιχαμ (R-S.C.) και Ρίτσαρντ Μπλούμενθαλ (D-Conn.), χαρακτηρίζοντας τους δασμούς «ένα πραγματικό κυβερνητικό μέσο πίεσης για την επαναφορά των εμπλεκομένων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Στην κοινή δήλωσή τους, υποστήριξαν ότι οι οικονομικοί υποστηρικτές των ρωσικών εγκλημάτων στην Ουκρανία πρέπει να πληρώσουν το τίμημα για την αγορά φθηνών ενεργειακών προϊόντων τα οποία, όπως είπαν, επανεισάγονται με κέρδος στις οικονομίες τους. Τόνισαν ότι η περίοδος χωρίς συνέπειες πλησιάζει στο τέλος της.
Αμερικανοί αξιωματούχοι διευκρίνισαν αργότερα ότι τα μέτρα θα στοχεύουν σε χώρες που αγοράζουν ρωσικό πετρέλαιο.
Ποιες χώρες επηρεάζονται περισσότερο
Μετά την έναρξη ισχύος του εμπάργκο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα τον Φεβρουάριο του 2023, η Κίνα, η Ινδία και η Τουρκία έχουν εξελιχθεί στους βασικούς αγοραστές ρωσικής ενέργειας, εκμεταλλευόμενες τις χαμηλότερες τιμές εξαιτίας των δυτικών κυρώσεων.
Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις του Reuters, η τιμή του ρωσικού αργού τύπου Urals κυμαίνεται γύρω στα 58 δολάρια ανά βαρέλι — κάτω από το πλαφόν των 60 δολαρίων που είχαν θέσει ΗΠΑ και G7 στα τέλη του 2022. Για σύγκριση, το Brent διαπραγματεύεται πάνω από τα 69 δολάρια στο ICE του Λονδίνου.
Το 2024, η Ρωσία κάλυψε περίπου το 22% των συνολικών εισαγωγών πετρελαίου της Κίνας, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 16% προ του πολέμου. Στο διάστημα Δεκεμβρίου 2022 – Ιουνίου 2025, η Κίνα έχει απορροφήσει το 47% των ρωσικών εξαγωγών αργού. Σύμφωνα με το Κέντρο Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Center for Research on Energy and Clean Air – CREA), το 64% των ρωσικών εξαγωγών προς την Κίνα αφορά αργό πετρέλαιο.
Παρ’ όλα αυτά, οι εμπορικές σχέσεις Ρωσίας – Κίνας παρουσιάζουν κάμψη: το πρώτο εξάμηνο του 2025, ο διμερής όγκος συναλλαγών μειώθηκε κατά 9% σε ετήσια βάση, φθάνοντας τα 106,48 δισ. δολάρια.

Η Ινδία αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο πελάτη της Ρωσίας στον τομέα του πετρελαίου. Σύμφωνα με τα δεδομένα της εταιρείας Kpler, η Ινδία αγόρασε πάνω από 2 εκατομμύρια βαρέλια ρωσικού αργού την ημέρα τον Ιούνιο — το υψηλότερο επίπεδο εδώ και έναν χρόνο. Την ίδια περίοδο, ενώ οι συνολικές εισαγωγές αργού από το εξωτερικό μειώθηκαν κατά 6%, οι ρωσικές εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 8%. Πάνω από το 50% αυτών πραγματοποιήθηκαν από τρία διυλιστήρια τα οποία στη συνέχεια εξάγουν προϊόντα προς τις χώρες της G7+.
Από τον Δεκέμβριο του 2022, η Ινδία έχει αγοράσει το 38% των εξαγωγών ρωσικού αργού. Στη σύνοδο Ινδίας – Ρωσίας τον Ιούλιο του 2024, οι δύο πλευρές επαναβεβαίωσαν τη στρατηγική σημασία της ενεργειακής τους συνεργασίας, επισημαίνοντας την πρόθεσή τους να εξετάσουν νέες μακροπρόθεσμες συμφωνίες.
Η Τουρκία, αν και έχει μειώσει τη σχετική εξάρτηση, εξακολουθεί να είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς ρωσικών ενεργειακών προϊόντων. Τον Μάιο του 2025, οι εξαγωγές ρωσικού μαζούτ προς την Τουρκία αυξήθηκαν κατά 75% σε μηνιαία βάση, φθάνοντας τους 430.000 τόνους.
Στον τομέα του υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquefied Natural Gas – LNG), η Ευρωπαϊκή Ένωση παραμένει ο μεγαλύτερος αγοραστής, με ποσοστό 51% επί των ρωσικών εξαγωγών, ακολουθούμενη από την Κίνα (21%) και την Ιαπωνία (18%).
Προοπτικές και επιπτώσεις
Σύμφωνα με τους αναλυτές της ING, η επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων στη Ρωσία θα μπορούσε να μεταβάλει δραστικά τις ισορροπίες στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, καθώς χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία θα αναγκάζονταν να αναθεωρήσουν τις αγορές τους. Οι ίδιοι σημείωσαν ότι, αν τα μέτρα εφαρμοστούν αυστηρά, είναι πιθανό να προκύψει σημαντικό έλλειμμα προσφοράς, το οποίο η παραγωγική ικανότητα του ΟΠΕΚ δεν επαρκεί να καλύψει — με αποτέλεσμα να προκληθεί περαιτέρω άνοδος των τιμών.
Εκτιμούν επίσης ότι, δεδομένης της πάγιας επιθυμίας του Τραμπ για χαμηλές τιμές πετρελαίου, είναι αβέβαιο αν θα προχωρήσει τελικά σε μια τόσο δραστική ενέργεια.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί φέτος κατά 700.000 βαρέλια ημερησίως, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009 (εξαιρουμένων των ετών της πανδημίας). Αντίστοιχα, ο ΟΠΕΚ έχει κάνει πιο συντηρητικές προβλέψεις του για το 2025, εκτιμώντας ότι η παγκόσμια ζήτηση θα φθάσει τα 105 εκατ. βαρέλια ημερησίως.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η τιμή του West Texas Intermediate (WTI) υποχώρησε κατά περίπου 2% στις αρχές της εβδομάδας, πλησιάζοντας τα 67 δολάρια ανά βαρέλι στη Νέα Υόρκη.
Με πληροφορίες από το Reuters