Ο Ντάγκντα, θεός της ιρλανδικής μυθολογίας, είχε στην κατοχή του μια άρπα διαφορετική από όλες τις άλλες. Ονομάζονταν «Uaithne», που σημαίνει «η τετράγωνη μουσική», και ήταν ένα πλούσια διακοσμημένο έγχορδο όργανο κατασκευασμένο από ξύλο βελανιδιάς. Είχε επίσης μαγικές δυνάμεις. Τραβώντας τις χορδές του, ο Ντάγκντα μπορούσε να επηρεάσει τα συναισθήματα των ανθρώπων και να ελέγχει τον καιρό.
Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές του μύθου για τη μαγική άρπα του Ντάγκντα, αλλά η παράδοση λέει ότι όταν οι Φομόριαν (φυλή υπερφυσικών όντων) ετοιμάζονταν να πολεμήσουν τους Τουάθα Ντε Ντάναν, μια ομάδα θεϊκών όντων που αναζητούσαν τη σοφία και την προστασία του Ντάγκντα, αποφάσισαν να κλέψουν την άρπα του Ντάγκντα, την πηγή της δύναμής του, για να αποκτήσουν το πλεονέκτημα.

Καθώς η μάχη συνεχιζόταν, οι Φομόριαν συνειδητοποίησαν ότι ακόμη υστερούσαν στη μάχη. Παρ’ όλα αυτά, πίστευαν ότι οι πιθανότητες ήταν υπέρ τους, επειδή είχαν στην κατοχή τους τη μαγική άρπα.
Μόλις οι Τουάθα Ντε Ντάναν και ο Ντάγκντα συνειδητοποίησαν ότι η άρπα έλειπε, έφυγαν αμέσως για να τη βρουν. Όταν συνάντησαν έναν μεγάλο στρατό Φομόριαν που κοιμόταν, αναρωτήθηκαν πώς θα μπορούσαν να ανακτήσουν αυτό που δικαιωματικά ανήκε στον Ντάγκντα. Καθώς σκεφτόντουσαν τις επιλογές τους, ο Ντάγκντα άπλωσε τα χέρια του σαν να ήθελε να αγκαλιάσει κάποιον και φώναξε την άρπα του.
Καθώς περίμενε με τα χέρια ανοιχτά, η άρπα του, που κρεμόταν στον τοίχο, ξεκρεμάστηκε αμέσως και πέταξε προς το μέρος του. Οι Φομόριαν ξύπνησαν και προσπάθησαν να πολεμήσουν, αλλά ο Ντάγκντα άρχισε να παίζει.
Πρώτα, έπαιξε μια μελωδία τόσο ζωηρή και χαρούμενη που η αντίπαλοι άρχισαν να χορεύουν τόσο έντονα πετώντας τα όπλα τους. Στη συνέχεια, έπαιξε μια θλιμμένη μελωδία και οι Φομόριαν έκλαψαν παρά τη θέλησή τους. Τέλος, τους έπαιξε μια μελωδία για ύπνο. Οι Φομόριαν αποκοιμήθηκαν απαλά και οι Τουάθα Ντε Ντανάν έφυγαν. Κανείς δεν τόλμησε ποτέ ξανά να κλέψει τη μαγική άρπα του Ντάγκντα.
Μια ευρύτερη μουσική εικόνα
Η ιστορία της μαγικής άρπας του Ντάγκντα είναι αντιπροσωπευτική της ευρύτερης μουσικής εικόνας της Ιρλανδίας. Χριστιανικά αντικείμενα και χειρόγραφα από το Σμαραγδένιο Νησί, που χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα, περιέχουν απεικονίσεις του οργάνου.
Το 1185, ο πρίγκιπας Ιωάννης της Αγγλίας επισκέφθηκε το Γουότερφορντ, πόλη της επαρχίας Μάνστερ, στη νοτιοανατολική Ιρλανδία. Σύμφωνα με το EPIC, το Ιρλανδικό Μουσείο Μετανάστευσης, έμεινε έκθαμβος από το πόσο καλά έπαιζαν οι Ιρλανδοί άρπα.

Είπε για το παίξιμο της άρπας από τους Ιρλανδούς: «Είναι ασύγκριτα πιο επιδέξιοι από οποιονδήποτε άλλο λαό έχω ακούσει.» Ενώ το παίξιμο της άρπας από τους Βρετανούς ήταν, κατά τη γνώμη του, «αργό και τραχύ», οι ερασιτέχνες αρπιστές της Ιρλανδίας έπαιζαν «ζωντανές και γρήγορες» νότες, που κατά τη γνώμη του έδιναν στη μουσική μια γλυκιά αρμονία.
Η άρπα έχει ανακηρυχθεί εθνικό σύμβολο της Ιρλανδίας αρκετές φορές στην ιστορία. Το 1541, όταν η χώρα βρισκόταν υπό βρετανική κυριαρχία, ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄ ανακοίνωσε επίσημα ότι η άρπα θα ήταν το σύμβολο του ιρλανδικού βασιλείου. Και το 1922, μετά την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο, η άρπα αναγνωρίστηκε για άλλη μια φορά ως το επίσημο έμβλημα της Ιρλανδίας.

Οι πρώτες αναφορές
Ως ένα από τα παλαιότερα όργανα της καταγεγραμμένης ιστορίας, οι πρώτες αναφορές στην άρπα χρονολογούνται από το 15.000 π.Χ., σύμφωνα με ένα από τα κορυφαία κέντρα τέχνης της Νέας Υόρκης, το Κέντρο Μουσικής Κάουφμαν.
Η άρπα υπήρχε σε μερικές από τις αρχαιότερες κοινωνίες του κόσμου, από την Ελλάδα και την Αίγυπτο στη Μεσόγειο, και τη Μεσοποταμία και την Περσία στη Μέση Ανατολή, έως την Κίνα και την Ινδία στην Ανατολή. Μέχρι τον Μεσαίωνα, το όργανο είχε εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη. Αργότερα, η άρπα έγινε απαραίτητο στοιχείο της αναδυόμενης λαϊκής μουσικής σκηνής της πρώιμης Αμερικής.

Παραλλαγές άρπας απαντούν σε διάφορους πολιτισμούς, συμπεριλαμβανομένης της τοξωτής άρπας της αρχαίας Αιγύπτου, που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Είχε πέντε μόλις χορδές και καμπυλωτό σχήμα κουτάλας. Η σύγχρονη άρπα συναυλιών είναι εντελώς διαφορετική: διαθέτει ξύλινο τριγωνικό πλαίσιο, σαράντα επτά χορδές, και επτά πεντάλ που ελέγχουν το ύψος του ήχου και καλύπτουν τις διάφορες τονικές κλίμακες.
Η λέξη «άρπα» σημαίνει «τραβάω» – η ονομασία προήλθε από πολλές επιρροές, αγγλοσαξονικές και οι γερμανικές μεταξύ άλλων.
Ο ήχος της άρπας είναι ξεχωριστός. Μπορεί να παίξει πολύ δυνατά λόγω του ισχυρού ηχείου της, αλλά και απαλά, σχεδόν αγγελικά, χάρη στην ακρίβεια και τον έλεγχο που μπορεί να έχει ο αρπιστής.
Η άρπα ως σύμβολο
Σημαντικοί φιλοσόφοι του δυτικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα έως σήμερα, χρησιμοποίησαν την άρπα ως μεταφορά στα γραπτά τους.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποίησε την εξάσκηση στην άρπα για να μεταφέρει το ότι οι αρετές δεν είναι έμφυτες, αλλά πρέπει να καλλιεργηθούν:
Στην «Ηθική Νικομάχεια», λέει: «Τις αρετές, από την άλλη πλευρά, τις αποκτούμε πρώτα με την πράξη, όπως κάνουμε με τις τέχνες. Μαθαίνουμε μια τέχνη ή ένα επάγγελμα κάνοντας τα πράγματα που θα πρέπει να κάνουμε όταν τα έχουμε μάθει: για παράδειγμα, οι άνδρες γίνονται οικοδόμοι χτίζοντας σπίτια και αρπιστές παίζοντας άρπα. Ομοίως, γινόμαστε δίκαιοι κάνοντας δίκαιες πράξεις, εγκρατείς δείχνοντας εγκράτεια, γενναίοι κάνοντας γενναίες πράξεις».
Ένας άλλος στοχαστής, ο Φράνσις Μπέικον, συνέκρινε την υγεία της φύσης ενός ανθρώπου με την αρμονία μιας άρπας. Ο Λονδρέζος φιλόσοφος ήταν μεταξύ εκείνων που έθεσαν τις βάσεις του Διαφωτισμού, που επικράτησε στην Ευρώπη από τα τέλη του 16ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου αιώνα.
Στο βιβλίο του «The Advancement of Learning» (Η πρόοδος της μάθησης) γράφει: «Ο ρόλος της ιατρικής δεν είναι παρά να συντονίζει την περίεργη άρπα του ανθρώπινου σώματος και να την επαναφέρει στην αρμονία».

Της Rebecca Day