Σε μια περίοδο αυξανόμενης ενεργειακής αβεβαιότητας, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι: να αξιοποιήσει τον πλούτο των υδρογονανθράκων της ή να παραμείνει δέσμια πολιτικών καθυστερήσεων και «πράσινων» επιφυλάξεων. Η πρόσφατη είσοδος δύο αμερικανικών πετρελαϊκών κολοσσών – της ExxonMobil και της Chevron – στην ελληνική ΑΟΖ αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για έρευνες και γεωτρήσεις στα νότια και δυτικά θαλάσσια οικόπεδα της χώρας.
Οι κινήσεις αυτές όχι μόνο υπόσχονται νέες προοπτικές στον ενεργειακό τομέα, αλλά αποτελούν και μέρος ενός μεγαλύτερου γεωπολιτικού παιχνιδιού που εμπλέκει την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Τουρκία και τη Λιβύη. Πόσο εφικτό είναι τελικά για την Ελλάδα να κερδίσει το ενεργειακό στοίχημα και ποιες παράμετροι θα καθορίσουν την έκβαση του; Το ακόλουθο ρεπορτάζ αναλύει τις τελευταίες εξελίξεις, βασιζόμενο σε τοποθετήσεις ειδικών, και φωτίζει τις προκλήσεις και ευκαιρίες που διαμορφώνονται.
Διεθνείς κολοσσοί στην ελληνική ΑΟΖ
Η είσοδος της Chevron στην ελληνική αγορά υδρογονανθράκων σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τις έρευνες στη νότια Κρήτη. Για πρώτη φορά, οι δύο μεγαλύτερες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες δραστηριοποιούνται παράλληλα στην ελληνική ΑΟΖ, γεγονός με ιδιαίτερη βαρύτητα. Η διαδικασία αυτή ήταν το αποτέλεσμα μιας δεκαετίας σταδιακών βημάτων: από τον νόμο Μανιάτη το 2011 που «ξεπάγωσε» τις έρευνες, μέχρι τον πρώτο μεγάλο γύρο παραχωρήσεων το 2014 και την κύρωση των συμβάσεων το 2019. Πλέον, με την ανάθεση και των τελευταίων διαθέσιμων θαλάσσιων περιοχών νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, ο κύκλος των αδειοδοτήσεων ολοκληρώνεται με δυναμικό τρόπο. Το ενδιαφέρον των δύο κολοσσών υποδηλώνει ότι τα ελληνικά κοιτάσματα βρίσκονται πλέον στο επίκεντρο του διεθνούς ενεργειακού ενδιαφέροντος.
Οι προσδοκίες είναι υψηλές: η ExxonMobil ήδη διεξήγαγε σεισμικές έρευνες σε δύο οικόπεδα νοτίως της Κρήτης τα τελευταία χρόνια, ενώ η Chevron έρχεται ως «καταλύτης» που μπορεί να επιταχύνει τις εξελίξεις. Η συνεργασία τους με την ελληνική ενεργειακή εταιρεία ΕΛΠΕ (Hellenic Energy) δημιουργεί μια ισχυρή κοινοπραξία με τεχνογνωσία, κεφάλαια και πολιτική στήριξη. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι η σύμβαση με τη Chevron θα κυρωθεί από τη Βουλή εντός του έτους, ώστε να ξεκινήσει επίσημα η ερευνητική περίοδος. Σύμφωνα με το πλαίσιο των παραχωρήσεων, προβλέπεται αρχική περίοδος 3 ετών για σεισμικές και άλλες μελέτες, με δυνατότητα δύο διαδοχικών παρατάσεων 2 + 2 ετών πριν ληφθεί απόφαση για γεώτρηση. Αν και τυπικά αυτό δίνει ένα ορίζοντα επταετίας, οι ειδικοί τονίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να εξαντληθεί αυτός ο χρόνος. Αντιθέτως, υπάρχει προσδοκία πως οι εταιρείες θα κινηθούν ταχύτερα, αξιοποιώντας το τρέχον momentum.
Γεωτρήσεις στο «ψυγείο» μέχρι το 2027
Παρά τη δυναμική είσοδο των πετρελαϊκών, οι πρώτες γεωτρήσεις δεν αναμένονται άμεσα. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η μετάθεση του χρονοδιαγράμματος γεώτρησης από την ExxonMobil. Όπως αποκαλύπτεται, η γεώτρηση που αρχικά σχεδιαζόταν για το 2025 στα νότια της Κρήτης ανεβλήθη διαδοχικά για το 2026 και τελικά μετατέθηκε για το 2027. Ο λόγος πίσω από αυτή την καθυστέρηση φαίνεται να είναι πολιτικός: οι εταιρείες εκτιμούν ότι η παρούσα ελληνική κυβέρνηση διατηρεί επιφυλακτική – αν όχι αρνητική – στάση απέναντι στην προοπτική εξόρυξης πετρελαίου. Δεν θα είχε νόημα, σημειώνουν κύκλοι της βιομηχανίας, να πραγματοποιηθεί μια γεώτρηση που ενδέχεται να ανακαλύψει αξιόλογο κοίτασμα, αν στη συνέχεια το επίσημο κράτος αρνηθεί να προχωρήσει στην εκμετάλλευσή του. Γι’ αυτό, η κοινοπραξία έκρινε σκόπιμο να περιμένει έως ότου δημιουργηθούν πιο πρόσφορες πολιτικές συνθήκες.
Το έτος-κλειδί φαίνεται πως είναι το 2027, χρονιά που στην Ελλάδα είναι προγραμματισμένο να διεξαχθούν οι επόμενες εθνικές εκλογές. Ενδεχομένως, μετά από εκείνη την εκλογική αναμέτρηση – και εφόσον το πολιτικό τοπίο μεταβληθεί ή η κυβέρνηση αλλάξει αφήγημα – να ανοίξει ο δρόμος για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων. Η σημερινή κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δώσει δείγματα αντίθεσης προς τις εξορύξεις υδρογονανθράκων – ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε ακυρώσει ερευνητική γεώτρηση των ΕΛΠΕ στον Πατραϊκό Κόλπο, παρά τα διαπιστωμένα αποθέματα 200 εκατ. βαρελιών πετρελαίου. Επίσης, κατά τη διάρκεια της θητείας της κυβέρνησής του, ανεστάλησαν ή εγκαταλείφθηκαν έρευνες σε πολλά υποσχόμενες περιοχές, στα Ιωάννινα και τον ευρύτερο δυτικό ελλαδικό χώρο.
Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της καθυστέρησης μοιάζει στρατηγική. Επιτρέπει στις εταιρείες να αποφύγουν μια μετωπική σύγκρουση με την Αθήνα στο ζήτημα της εξόρυξης και ταυτόχρονα να διατηρήσουν τα δικαιώματά τους μέχρι να υπάρξει πολιτικό «ok». Όπως αναφέρθηκε, οι μεγάλες εταιρείες ζήτησαν και έλαβαν παράταση στις ερευνητικές άδειες – επισήμως για να «επανεξετάσουν» τα σεισμικά δεδομένα που ήδη έχουν ολοκληρωθεί από το 2024. Αν και το επιχείρημα αυτό μοιάζει τυπικό, στην πράξη το μήνυμα είναι σαφές: οι γεωτρήσεις παγώνουν, ελπίζοντας σε ένα πιο πρόσφορο πολιτικό κλίμα μετά το 2027. Αξίζει να σημειωθεί ότι κυβερνητικοί αξιωματούχοι φέρεται να έχουν διαβεβαιώσει τους επενδυτές πως «το αφήγημα θα αλλάξει μετά τις εκλογές», ιδίως αν η επόμενη κυβέρνηση χρειαστεί συνεργασίες και προτάξει το εθνικό συμφέρον. Εν ολίγοις, το ενεργειακό στοίχημα της Ελλάδας φαίνεται άμεσα δεμένο με το πολιτικό χρονοδιάγραμμα και τις ιδεολογικές προτεραιότητες της εκάστοτε ηγεσίας.
Γεωπολιτικό παιχνίδι: ΕΕ, ΗΠΑ, Τουρκία και Λιβύη
Η εμπλοκή των ExxonMobil και Chevron στα ελληνικά ύδατα έχει σαφή γεωπολιτική διάσταση. Η Ανατολική Μεσόγειος εξελίσσεται σε σκακιέρα όπου ενέργεια και γεωπολιτική συμπλέκονται άρρηκτα, και η Ελλάδα επιχειρεί μια προσεκτική αλλά αποφασιστική κίνηση: να φέρει στο πλευρό της τα συμφέροντα ισχυρών διεθνών παικτών. Σύμφωνα με τον καθηγητή γεωπολιτικής Θεόδωρο Τσακίρη, η χώρα μας ουσιαστικά τοποθέτησε τον ισχυρότερο αποτρεπτικό παράγοντα απέναντι σε όποιον θα αμφισβητούσε έμπρακτα τα κυριαρχικά μας δικαιώματα – αυτόν των συμφερόντων των δύο μεγαλύτερων πετρελαϊκών εταιρειών του κόσμου. Οι εταιρείες αυτές είναι αμερικανικές, με στενούς δεσμούς με την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ, και η παρουσία τους στέλνει μήνυμα ότι οποιαδήποτε επιβουλή στην περιοχή αγγίζει πλέον άμεσα αμερικανικά γεωστρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα. Με απλά λόγια, η Exxon και η Chevron λειτουργούν ως ανεπίσημη «ασπίδα» της Ελλάδας στην περιοχή.
Αυτή η εξέλιξη αποκτά ιδιαίτερη σημασία έναντι της Τουρκίας, η οποία τα τελευταία χρόνια επιχείρησε να ανατρέψει το status quo μέσω του αμφιλεγόμενου τουρκολιβυκού μνημονίου. Η συμφωνία Άγκυρας–Τρίπολης το 2019 χάραξε μονομερώς θαλάσσιες ζώνες, αγνοώντας πλήρως τα ελληνικά δικαιώματα (π.χ. επήρεια της Κρήτης και άλλων νησιών), και αποτέλεσε σοκ για την Αθήνα. Τώρα, όμως, η κατάσταση είναι διαφορετική. Η παρουσία των αμερικανικών κολοσσών de facto ακυρώνει το τουρκολιβυκό μνημόνιο στο πεδίο: τα οικόπεδα στα οποία δραστηριοποιούνται ή ενδιαφέρονται οι Exxon/Chevron εκτείνονται σε περιοχές που η Τουρκία και η κυβέρνηση της Τρίπολης θεωρούσαν μονομερώς δικές τους. Καθίσταται λοιπόν ανέφικτο για την Τουρκία να παρενοχλήσει τις έρευνες ή να επιβάλει τετελεσμένα, χωρίς να ρισκάρει ευθεία αντιπαράθεση με αμερικανικά συμφέροντα. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, οι μεγάλοι παίκτες προσφέρουν «ομπρέλα» στα σύνορα της ελληνικής ΑΟΖ, καταργώντας στην πράξη το παράνομο μνημόνιο.
Παράλληλα, ανοίγει ο δρόμος για διπλωματικές διευθετήσεις με τη Λιβύη. Μέχρι τώρα, η έλλειψη ενιαίας κυβέρνησης στη Λιβύη (με έναν δυτικό και έναν ανατολικό πόλο εξουσίας) καθιστούσε δύσκολη την οποιαδήποτε συμφωνία οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με την Ελλάδα. Ωστόσο, η είσοδος της Chevron – που φέρεται να εξετάζει ακόμη και συνεργασίες στην ανατολική Λιβύη – δημιουργεί προϋποθέσεις να «τα βρούμε με τη Λιβύη», όπως εκτιμούν αναλυτές. Ήδη, η ανατολική πλευρά (στρατηγός Χάφταρ) έχει εκφράσει ανοιχτά τη διαφωνία της με το τουρκολιβυκό μνημόνιο, ενώ ακόμη και η Αίγυπτος προέβη σε επίδειξη ισχύος πραγματοποιώντας σεισμικές έρευνες σε θαλάσσιο μπλοκ που η Τρίπολη προσπάθησε να δώσει σε τουρκική εταιρεία – μπλοκάροντας έτσι στην πράξη την τουρκική επέκταση. Υπάρχουν, λοιπόν, πολλοί παράγοντες στη Λιβύη που δεν επιθυμούν να γίνουν «τουρκικό προτεκτοράτο» και αυτό αποτελεί ευκαιρία για την ελληνική διπλωματία να προωθήσει μια αμοιβαία αποδεκτή λύση. Η προοπτική σύναψης συμφωνίας Ελλάδας–Λιβύης για κοινή ΑΟΖ (ιδανικά με μια μεταβατική κυβέρνηση που θα εκπροσωπεί ολόκληρη τη χώρα) δεν φαντάζει πλέον ουτοπική.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ είναι καταλυτικός. Η ΕΕ έχει κάθε λόγο να στηρίξει την ανάπτυξη νέων πηγών φυσικού αερίου στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα μετά την κρίση ενεργειακής ασφάλειας που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ενδεικτικό είναι ότι Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον έχουν συνάψει συμφωνία-μαμούθ ύψους 750 δισ. δολαρίων για εισαγωγές ενέργειας, προκειμένου η Ευρώπη να απεξαρτηθεί από το ρωσικό αέριο. Η συμφωνία αυτή, όπως επισημαίνεται, μπορεί να υλοποιηθεί και μέσω Ελλάδας: τα κοιτάσματα που θα εξορύξει η ExxonMobil στην Ελλάδα θα λογίζονται ως «αμερικανικά» προς εκπλήρωση των όρων του συμβολαίου ΕΕ–ΗΠΑ. Έτσι, η αξιοποίηση του ελληνικού πλούτου μπορεί να ενταχθεί στο ευρύτερο πλαίσιο του transatlantic energy deal, γεγονός που ευθυγραμμίζει τα ευρωπαϊκά συμφέροντα με την εξόρυξη ελληνικού φυσικού αερίου. Με λίγα λόγια, η γεωπολιτική συγκυρία ευνοεί την Ελλάδα: οι ΗΠΑ βλέπουν θετικά την ανάδειξη ενός νέου «ενεργειακού πυλώνα» στον σύμμαχο νότο της Ευρώπης, ενώ η ΕΕ αντιλαμβάνεται ότι η ενεργειακή ασφάλεια της μπορεί να ενισχυθεί μέσω των ελληνικών κοιτασμάτων. Το αν η Αθήνα θα αξιοποιήσει πλήρως αυτή την εύνοια, μένει να φανεί.
Ενεργειακή αυτονομία: Ευσεβής πόθος ή ρεαλιστική προοπτική;
Όλοι συμφωνούν ότι η Ελλάδα κάθεται πάνω σε σημαντικά δυνητικά κοιτάσματα υδρογονανθράκων – πόσο μεγάλα όμως και τι σημασία μπορεί να έχουν; Οι εκτιμήσεις ποικίλλουν, όμως σύμφωνα με τον καθηγητή γεωλογίας Αβραάμ Ζεληλίδη, τα βεβαιωμένα και πιθανόν εκμεταλλεύσιμα αποθέματα σε δυτική Ελλάδα και νότια της Κρήτης είναι ικανά να αλλάξουν τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης. Όπως ανέφερε, εάν αξιοποιηθούν αυτά τα κοιτάσματα (τόσο τα θαλάσσια όσο και τα χερσαία), η Ευρώπη θα μπορούσε να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες για τα επόμενα 50 χρόνια – με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα εξαρτάται από την Ελλάδα. Για την ίδια την Ελλάδα, τα οφέλη θα ήταν κολοσσιαία: μιλάμε για δισεκατομμύρια ευρώ σε πιθανά έσοδα, ενεργειακή αυτάρκεια και γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας.
Ο κος Ζεληλίδης σκιαγράφησε μάλιστα ένα εναλλακτικό μέλλον αν η Ελλάδα ξεκινήσει δυναμικά εξορύξεις, περιγράφοντας χαρακτηριστικά τι θα μπορούσε να συμβεί:
- Κατασκευή του αγωγού EastMed: Ένα φιλόδοξο έργο αγωγού φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη, που σήμερα έχει «παγώσει», θα έπαιρνε νέα ώθηση.
- Σύναψη ΑΟΖ με την Κύπρο: Η Ελλάδα θα προχωρούσε επιτέλους σε οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κυπριακή Δημοκρατία, εδραιώνοντας ένα ενιαίο μέτωπο στα ενεργειακά της Ανατολικής Μεσογείου.
- Έρευνες στη λεκάνη του Ηροδότου: Οι έρευνες θα επεκτείνονταν και πέρα από την Κρήτη, σε άλλες πλούσιες αλλά ανεξερεύνητες περιοχές, όπως η λεκάνη του Ηροδότου νοτίως της Κρήτης.
- Οικονομική άνθηση: Τα έσοδα και οι επενδύσεις θα ήταν τέτοιας κλίμακας που οι μισθοί στην Ελλάδα θα μπορούσαν να τριπλασιαστούν, ενώ η ανάπτυξη θα δημιουργούσε ζήτηση για εργατικό δυναμικό πέραν του διαθέσιμου.
Φυσικά, αυτό το σχεδόν ουτοπικό σενάριο συνοδεύεται από αρκετές επιφυλάξεις. Ο ίδιος ειδικός παραδέχεται ότι ένας τόσο αστείρευτος πλούτος «προφανώς ενοχλεί» κάποιους – ίσως και τους εταίρους μας στην ΕΕ – που δεν θα ήθελαν μια Ελλάδα υπερβολικά ισχυρή ενεργειακά. Ωστόσο, το γεγονός παραμένει: η προοπτική ενεργειακής αυτοδυναμίας για τη χώρα μας και μέρος της Ευρώπης είναι υπαρκτή. Ειδικά στο πεδίο του φυσικού αερίου, τα μεγέθη των κοιτασμάτων (π.χ. νοτίως της Κρήτης) εκτιμώνται σε τρισεκατομμύρια κυβικά μέτρα μεθανίου – ποσότητες που μπορούν να συγκριθούν με τα μεγάλα πεδία της Ανατολικής Μεσογείου (Ισραήλ, Αίγυπτος) και να καταστήσουν την Ελλάδα σημαντικό εξαγωγέα.
Για να μετουσιωθεί όμως αυτή η προοπτική σε πραγματικότητα, απαιτείται πολιτική βούληση και σταθερότητα.Το ερώτημα είναι κατά πόσο η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεπεράσει τα εμπόδια και να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Το ενεργειακό μέλλον της χώρας – από ένα ταπεινό μέλος που εισάγει το σύνολο σχεδόν των ορυκτών καυσίμων, σε εν δυνάμει περιφερειακό κόμβο παραγωγής – βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δύσκολης, αλλά και συναρπαστικής εξίσωσης.
Το τίμημα της «πράσινης» πολιτικής και οι εσωτερικές αντιστάσεις
Πέρα από τη γεωπολιτική και τα οικονομικά μεγέθη, υπάρχει και μια άλλη παράμετρος που καθορίζει τις εξελίξεις: το περιβαλλοντικό και πολιτικό πλαίσιο εντός Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια, όλες οι κυβερνήσεις – ανεξαρτήτως χρώματος – φρέναραν ή ανέστειλαν τις έρευνες υδρογονανθράκων, επικαλούμενες περιβαλλοντικές ευαισθησίες και την ανάγκη στροφής στις ανανεώσιμες πηγές. Υπήρξαν αλλεπάλληλες προσφυγές περιβαλλοντικών οργανώσεων στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), που μπλόκαραν σεισμικές έρευνες σε περιοχές-«φιλέτα». Δεν είναι μυστικό ότι οι μεγαλύτερες καθυστερήσεις στα ενεργειακά έργα στην Ελλάδα καταγράφονται στις δικαστικές αίθουσες του ΣτΕ. Κάθε φορά που μια διεθνής εταιρεία πήγαινε να ξεκινήσει έρευνες, ξεπηδούσαν αντιδράσεις – είτε τοπικές είτε πολιτικές είτε «πράσινες».
Ο Θεόδωρος Τσακίρης χαρακτηρίζει ορισμένους ακραίους οικολόγους «πράσινους Ταλιμπάν», σχολιάζοντας τον δογματισμό με τον οποίο αντιτάσσονται σε κάθε εξορυκτική δραστηριότητα. Η φράση είναι σκληρή, αλλά αντανακλά μια πραγματικότητα: ένα κομμάτι της κοινής γνώμης και του κρατικού μηχανισμού αντιμετωπίζει με εχθρότητα την ιδέα της εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη άλλωστε, ήδη από το 2019, πρόβαλε ένα αφήγημα «εθνικής πράσινης στροφής», εξαγγέλλοντας το τέλος του λιγνίτη και παγώνοντας έμμεσα το πρόγραμμα ερευνών πετρελαίου/αερίου. Χαρακτηριστική ήταν η απόφαση να κηρυχθεί η θαλάσσια περιοχή του Κυπαρισσιακού Κόλπου ως προστατευόμενο θαλάσσιο πάρκο, ακριβώς στο σημείο όπου γεωλογικές μελέτες υποδείκνυαν την ύπαρξη των μεγαλύτερων κοιτασμάτων της Δυτικής Ελλάδας. «Ποιος να τρυπήσει και ποιος να έρθει;» σχολιάζουν ειδικοί, σημειώνοντας ότι με τέτοιες κινήσεις οι επενδυτές αποθαρρύνονται εντελώς. Πράγματι, μετά την ανακήρυξη του πάρκου, η κοινοπραξία που είχε δικαιώματα στην περιοχή (Total-ΕΛΠΕ-Edison) αποχώρησε, στερώντας τη χώρα από μια πολλά υποσχόμενη έρευνα.
Το τίμημα αυτής της πολιτικής – της λεγόμενης «πράσινης πρεμούρας» – δεν είναι εύκολα μετρήσιμο, αλλά σίγουρα είναι υψηλό. Στερεί από την Ελλάδα την πιθανότητα ενεργειακής αυτοτέλειας και την αφήνει εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις των διεθνών αγορών. «Πόσο μας κοστίζει τελικά αυτή η πράσινη εμμονή;» μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Η απάντηση, με βάση τα εκτιμώμενα αποθέματα, είναι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ – αν υπολογίσει κανείς την αξία του πετρελαίου και φυσικού αερίου που μένει ανεκμετάλλευτο. Και δεν είναι μόνο τα χρήματα. Είναι η στρατηγική ευκαιρία να αναβαθμιστεί γεωπολιτικά η χώρα, είναι οι θέσεις εργασίας που χάνονται, είναι η ανάπτυξη που δεν έρχεται ποτέ.
Βεβαίως, οι περιβαλλοντικές ανησυχίες δεν είναι αβάσιμες. Η κλιματική κρίση και οι δεσμεύσεις για μείωση εκπομπών CO₂ πιέζουν όλη την Ευρώπη προς καθαρότερες μορφές ενέργειας. Η Ελλάδα, ως μέλος της ΕΕ, έχει υιοθετήσει φιλόδοξους στόχους για τις ΑΠΕ και πράγματι η πράσινη μετάβαση είναι αναγκαία μακροπρόθεσμα. Το ζητούμενο, όμως, είναι μια ισορροπία. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: μπορεί η χώρα να κυνηγήσει ταυτόχρονα δύο στόχους – και την ανάπτυξη των δικών της ορυκτών καυσίμων και την πράσινη μετάβαση; Ή μήπως η έμφαση μονομερώς στο δεύτερο ακυρώνει το πρώτο, με αποτέλεσμα να πληρώνουμε το κόστος εισαγωγής ενέργειας ενώ καθυστερούμε και στη διείσδυση των ΑΠΕ;
H συγκυρία του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης αλλάζει τα δεδομένα. Ακόμη και παραδοσιακά διστακτικές χώρες, όπως η Γερμανία, επαναξιολογούν την προσέγγισή τους προς το φυσικό αέριο ως «μεταβατικό καύσιμο». Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα θα μπορούσε – χωρίς να εγκαταλείψει τους πράσινους στόχους της – να εκμεταλλευτεί τους υδρογονάνθρακές της ως γέφυρα προς ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό μέλλον. Εξάλλου, τονίζουν, η ευκαιρία δεν θα υπάρχει για πάντα: το παράθυρο αξιοποίησης των ορυκτών καυσίμων κλείνει σταδιακά όσο ο κόσμος στρέφεται στις καθαρές τεχνολογίες. Αν η Ελλάδα δεν δράσει αυτή τη δεκαετία, ίσως σε λίγα χρόνια τα κοιτάσματά της να έχουν πολύ μικρότερη οικονομική αξία. Πρόκειται λοιπόν για ένα «ή τώρα ή ποτέ» δίλημμα, όπου η πλάστιγγα θα πρέπει να γείρει προσεκτικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες όσο και τις εθνικές ανάγκες.
Στρατηγικό βάθος και ελληνοτουρκικές ισορροπίες
Η ενεργειακή σκακιέρα της Ανατολικής Μεσογείου επηρεάζει άμεσα – και επηρεάζεται από – τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Με την είσοδο των αμερικανικών εταιρειών στα ελληνικά οικόπεδα, η Αθήνα αποκτά στρατηγικό βάθος στον ανταγωνισμό της με την Άγκυρα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι γεωτρήσεις και τα κοιτάσματα έχουν γίνει προέκταση της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα, αξιοποιώντας τις Exxon και Chevron, αλλάζει τους όρους του παιχνιδιού: πλέον, σε κάθε τουρκική πρόκληση, δεν αντιπαραβάλλει μόνο το δικό της ναυτικό ή τις δικές της διπλωματικές ενέργειες, αλλά και το γεγονός ότι στο πλευρό της βρίσκονται συμφέροντα δισεκατομμυρίων δολαρίων με ισχυρή διεθνή υποστήριξη.
Οι συνέπειες αυτού αρχίζουν ήδη να φαίνονται. Η Άγκυρα εμφανίζεται πιο προσεκτική ρητορικά όσον αφορά τις ελληνικές έρευνες νότια της Κρήτης. Παράλληλα, η συμμαχία Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου στον τομέα της ενέργειας ενισχύεται, στέλνοντας μήνυμα απομόνωσης της Τουρκίας αν επιμείνει σε αναθεωρητικές βλέψεις. Μια πιθανή οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Λιβύης θα ήταν το επιστέγασμα αυτής της νέας πραγματικότητας, «σβήνοντας» οριστικά τις γραμμές του τουρκολιβυκού μνημονίου από τον χάρτη.