Η Χριστίνα Παντελή, διακεκριμένη πιανίστα, έχει στο ενεργητικό της πολυάριθμα ρεσιτάλ στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, όπως Αυστρία, Ελβετία, Γαλλία, Αμερική, Τουρκία, Λονδίνο, Ιταλία, Γερμανία, Ουκρανία, καθώς και συναυλίες μουσικής δωματίου με έγχορδα και πνευστά, δύο πιάνα, φωνή, με αρκετές μεταγραφές από την ίδια.
Ως σολίστ έχει συμπράξει με ελληνικές και ξένες ορχήστρες σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Έχει ηχογραφήσει επανειλημμένως για την Ελληνική Ραδιοφωνία και οι ηχογραφήσεις της έχουν αναμεταδοθεί από το Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ και ανάλογους σταθμούς σε Καναδά, Νότια Αφρική, Ιταλία και Ρωσία.
Συχνά ερμηνεύει έργα Ελλήνων συνθετών, πολλά από αυτά αφιερωμένα στην ίδια, και έχει δυο δισκογραφικές δουλειές με έργα τους για σαξόφωνο και πιάνο με τις εταιρείες Acroasis και NAXOS.
Μετά τις σπουδές της σε Αθήνα, Παρίσι και Σικάγο, διακρίσεις και βραβεία, επέστρεψε στην Αθήνα όπου και δραστηριοποιείται όχι μόνο καλλιτεχνικά αλλά και στον τομέα της διδασκαλίας, συνεισφέροντας στην δημιουργία νέων μουσικών που διαπρέπουν ήδη σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Όπως λέει και η ίδια: «Η καλλιτεχνική μου υπόσταση δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί εάν δεν μετέδιδα τις όποιες γνώσεις μου. Οι μαθητές μου αποτελούν ενα μεγάλο μέρος της ζωής μου για το οποίο αξίζει να νιώθω περήφανη.»
Με αφορμή την επέτειο των 150 χρόνων από τη γέννηση του Μωρίς Ραβέλ (7 Μαρτίου 1875), του μεγάλου Γάλλου συνθέτη, η Χριστίνα Παντελή συμπράττει με τρεις ακόμη πιανίστες – τον Γρηγόρη Ιωάννου, τον Δημήτρη Καρύδη και τον Πέτρο Μόσχο – για να μας παρουσιάσουν τα άπαντα έργα του για 2 πιάνα και 4 χέρια, το Σάββατο 22 Φεβρουαρίου, στις 20:30, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Η συναυλία έχει ήδη παρουσιαστεί στην Κρήτη – στο Ηράκλειο και τα Χανιά – καθώς η προετοιμασία της έγινε σε συνεργασία με το Φεστιβάλ Πιάνου Ηρακλείου
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Epoch Times, η Χριστίνα Παντελή περιγράφει τις προκλήσεις, αλλά και τις χαρές της πιανιστικής καταβύθισης στον κόσμο του Ραβέλ, για την επιρροή του στους σύγχρονους συνθέτες και για την ιδιαίτερη βραδιά προς τιμήν του μεγάλου συνθέτη.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις στην ερμηνεία της μουσικής του Ραβέλ;
Το να αναμετρηθεί κάνεις με έναν σύνθετη του ιμπρεσσιονισμού σίγουρα δεν είναι κάτι εύκολο και σίγουρα αυτό είναι από μόνο του μια πρόκληση. Η παλέτα χρωμάτων, ήχων και δεξιοτεχνίας είναι αρκετά διευρυμένη, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για έργα που αφορούν ορχήστρα όπως αυτά που θα ερμηνεύσουμε το Σάββατο, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Οπότε θα έλεγα πως η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μπορέσει κανείς να αποδώσει τα χρώματα μιας ορχήστρας στο πιάνο. Κι όταν λέω χρώματα εννοώ φυσικά την αρμονική του πλευρά, που τον χρήζει ηγέτη του ιμπρεσσιονισμού μαζί με τον Ντεμπυσσύ.
Πώς προσεγγίζετε τη λεπτομέρεια και την αίσθηση του ήχου που απαιτεί το ρεπερτόριό του;
Με σεβασμό στην παρτιτούρα είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό. Η παρτιτούρα είναι η εντολή που δίνει ο συνθέτης για να αναδειχθεί το έργο του. Μπορεί αυτό να ακούγεται στείρο ή σαν γρίφος, όμως πίσω από κάθε σημάδι σημειογραφίας κρύβεται όλη η αλήθεια του συνθέτη. Κι αυτή η αναζήτηση από τον καλλιτέχνη, τού να αποκωδικοποιήσει ένα έργο, καθώς και η αίσθηση ότι γίνεται αρωγός για να επικοινωνήσει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα της μια παρτιτούρα, αυτό ακριβώς είναι και η έμπνευση μας! Όλη αυτή η αναζήτηση, βέβαια, απαιτεί αφοσίωση και πολλές ώρες μελέτης.
Πώς βλέπετε τη σχέση μεταξύ τεχνικής και ερμηνείας στη μουσική του Ραβέλ;
Μα αυτές οι δύο έννοιες, τεχνική και ερμηνεία, δεν είναι αποκομμένες. Αντιθέτως, το ένα εξυπηρετεί το άλλο. Αυτό ισχύει για όλους τους συνθέτες. Ακόμη κι όταν μελετάμε τεχνικές σπουδές, εάν δεν τις αντιμετωπίσουμε υπό το πρίσμα της μουσικότητας και της ερμηνείας, τότε το αποτέλεσμα είναι αδύναμο. Τώρα, στον Ραβέλ, αν για μια στιγμή ξεχωρίσουμε τις δύο αυτές έννοιες τότε, ναι, τα συγκεκριμένα έργα είναι υψηλών προδιαγραφών από τεχνικής απόψεως, όμως δεν πρέπει να σταθούμε εκεί. Οι άλλοτε μικρές και οι άλλοτε μεγάλες γραμμές του οφείλουν να είναι ξεκάθαρες στον ακροατή. Οι φράσεις του άλλοτε ελαφριές κι άλλοτε πιο στιβαρές, άλλοτε πυκνές σε γραφή, δημιουργώντας μια θολή ατμόσφαιρα – καθαρό στοιχείο του ιμπρεσσιονισμού αυτό, βέβαια – κι άλλοτε αραιές, που λες πόση μοναξιά μπορεί να σηκώσει μια νότα άραγε; Το ίδιο ισχύει και για τον ρυθμό του… Συνήθως, ο «ρυθμικός οπλισμός» του είναι σχετικά απλός, θα δεις 4/4, 3/4… όμως έχει την ικανότητα να συνδυάζει μια όχι και τόσο αντιστικτική πολυρυθμία – όπως μεταγενέστεροι συνθέτες – στο εσωτερικό του, που σίγουρα όμως απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή από τον ερμηνευτή.
Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το έργο του και πώς έχει εξελιχθεί η σχέση σας με τη μουσική του με την πάροδο των χρόνων;
Όλοι μας κάπου εκεί στην ανωτέρα σχολή του πιάνου ανακαλύπτουμε τον Ραβέλ. Είτε ως ακροατές είτε ως ερμηνευτές. Νομίζω πως όλοι, το βλέπω και από τους μαθητές μου αυτό, όταν ερχόμαστε για πρώτη φορά σε επαφή με την πεντατονικη κλίμακα αισθανόμαστε μια ευφορία! Και στην αρχή σίγουρα αντιμετωπίζουμε τον Ραβέλ με μια ελαφρότητα, όμως μεγαλώνοντας καταφέρνουμε – ελπίζω – να δούμε πιο βαθιά και να κατανοήσουμε την αρμονία του με την πολυπλοκότητα της.
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο έργο του Ραβέλ που σας αγγίζει ιδιαίτερα και γιατί;
Εάν με ρωτούσατε πριν την προετοιμασία αυτής της συναυλίας θα σας έλεγα το Mirroir ή το Gaspar de la nuit. Χωρίς να θέλω να αναιρέσω αυτές μου τις επιλογές, θα σας πω ότι το Introduction et Allegro αυτήn τη στιγμή είναι το αγαπημένο μου. Έχει μια ‘ευαίσθητη’ δυναμική. Είναι την ίδια στιγμή εύθραυστο και δυνατό. Αλλάζουν τόσο γρήγορα οι δυναμικές του, οι ιδέες του, το τέμπο του, που το βρίσκω συναρπαστικό!
Υπάρχουν σύγχρονοι συνθέτες που θεωρείτε ότι ακολουθούν την αισθητική του Ραβέλ;
Οπωσδήποτε! Πρωτίστως οι περισσότεροι συνθέτες κινηματογραφικής μουσικής διεθνώς έχουν στηριχτεί στον Ραβέλ , όπως και στον Ντεμπυσσύ. Τώρα, εάν εννοείτε πιο ακαδημαϊκούς συνθέτες, δεν θα έλεγα ότι ακολουθούν, εμφανώς τουλάχιστον, την αισθητική του. Έχουν σίγουρα όμως την επιρροή του. Η χρήση της ορχήστρας που έχει κάνει ο Ραβέλ είναι αριστουργηματικη και υποδειγματική.
Ποια είναι η διαδικασία προετοιμασίας σας για μια τόσο απαιτητική συναυλία; Πώς συνεργάζεστε με τους άλλους μουσικούς;
Στην αρχή, ο καθένας μας περνάει τη μοναχική του περίοδο. Αυτή που ο καθένας μελετά μόνος του. Κι ύστερα, έρχεται η μαγική στιγμή του παντρέματος, η οποία είναι σχεδόν θυελλώδης. Όσο κι αν ‘ακούς’ τι παίζει ο άλλος, όσο μελετάς μόνος δεν είναι σίγουρα το ίδιο με το να γίνει πράξη. Και αυτό γιατί ο κάθε ερμηνευτής έχει τη δική του προσωπικότητα που τον κάνει ξεχωριστό. Το «ντούο» είναι ένα είδος σχέσης, ούτως ή άλλως. Η μουσική δωματίου γενικά είναι ένα είδος ‘σχέσης’. Πόσο μάλλον όταν είσαι στο ίδιο όργανο. Αυτό έχει και τα καλά του αλλά και τα λίγο – όχι αρνητικά του – αλλά θα πω τα πιο δύσκολα του. Πρωτίστως, ο συνεργάτης σου στο ίδιο όργανο σε καταλαβαίνει όσο κανένας άλλος. Έπειτα, όμως, πρέπει να ξέρεις πολύ καλά πότε να κάνεις πίσω και πότε βγαίνεις μπροστά, ακριβώς γιατί έχετε τον ίδιο ήχο οργάνου, που ναι μεν πρέπει να μπορεί να ηχεί σαν ένα όργανο κι όχι δυο, αλλά οφείλει και να ξεχωρίζει κιόλας. Κι εδώ αρχίζουν τα δύσκολα.. Γιατί μιλάμε για απόλυτο έλεγχο ήχου και τέμπο.
Τώρα, όσον αφορά τους συνοδοιπόρους σε αυτήν τη βραδιά, το μόνο που έχω να πω είναι ότι θαυμάζω απεριόριστα τον καθένα ξεχωριστά. Και νομίζω πως υπάρχει τόση αλληλοεκτίμηση που αυτή η συνεργασία θα μας μείνει αξέχαστη. Κατ’ αρχάς, δεν είμαστε μόνο συνεργάτες. Είμαστε και φίλοι. Και για μένα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Οπότε νιώθω τυχερή μέσα σε αυτό. Να πω βέβαια, σε αυτό το σημείο, ότι δεν μένουμε όλοι στην ίδια πόλη… ο Γρηγόρης Ιωάννου, με τον οποίο μοιράζομαι τα τέσσερα χέρια και τα δύο πιάνα μένει στην Αυστρία, και ο Δημήτρης Καρύδης με τον Πέτρο Μόσχο στο Λονδίνο. Αυτό κι αν ήταν πρόκληση στη συγκεκριμένη διαδικασία… Όμως τέλος καλό, όλα καλά!
Εδώ, βέβαια, θα ήθελα να προσθέσω πως όλη αυτή η συνεργασία οφείλεται στην ιδέα των ιδρυτών του Φεστιβάλ Πιάνου Ηρακλείου, Δημήτρη Καρύδη και Πέτρου Μόσχου. Εξού και οι δύο συναυλίες στην Κρήτη, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ηρακλείου και στην αίθουσα Μ. Θεοδωράκης στα Χανιά. Και αξίζει να πω πως χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω πως το αγαπημένο μου νησί, η Κρήτη, τα τελευταία χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα στο τομέα του πολιτισμού, κυρίως στην κλασική μουσική. Και φυσικά ένα μεγάλο μέρος που αφορά το πιάνο οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο Φεστιβάλ, που με τόση φροντίδα και πολύ ωραίες ιδέες υποστηρίζουν οι ιδρυτές του εδώ και 6 χρόνια. Πραγματικά νιώθει κανείς σπουδαία να συμμετέχει στα πλαίσια αυτής της διοργάνωσης. Και είμαι και ιδιαίτερα χαρούμενη να παρακολουθώ την εξωστρέφεια αυτού του φορέα, που προέρχεται από την περιφέρεια, προς την Αθήνα, μιας και συνήθως γίνεται το αντίθετο. Τους εύχομαι και ελπίζω σύντομα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την εντυπωσιακή και ασυνήθιστη σύμπραξη που θα αποδώσει το «Boléro» στο φινάλε;
Η ιδέα ήταν του Πέτρου Μόσχου. Εκεί που κάναμε πρόβα κάτι μας έλειπε. Ξέρετε, το «Boléro» είναι κατ’ εξοχήν ορχηστρικό έργο. Το ίδιο θέμα που αποδίδεται από διαφορετικά όργανα κάθε φορά, πυκνώνει σιγά σιγά και καταλήγει σε ένα υπέροχο κρεσέντο. Σε όλο αυτό, χαρακτηριστικό του είναι τα τύμπανα. Που η μεταγραφή τα αποδίδει στο πιάνο μεν, αλλά η αλήθεια είναι πως νιώθαμε ένα μικρό κενό. Δεν ήταν αδύναμη η μεταγραφή, όμως πρέπει να παραδεχτούμε τον σπουδαίο ρόλο των τυμπάνων σε αυτό το έργο. Και έτσι με πολλή μεγάλη χαρά υποδέχτηκαμε τον σπουδαίο μουσικό, συνθέτη και ντράμερ της τζαζ, Αλέξανδρο Δράκο Κτιστάκη, που μας έκανε την τιμή να δεχτεί. Ο ρόλος του είναι καταλυτικός. Δεν θέλω αποκαλύψω πολλά γιατί πραγματικά πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή που είναι ωραίο να παραμείνει έκπληξη για τους ακροατές.
Τι συναισθήματα ελπίζετε να προκαλέσετε στο κοινό μέσα από την ερμηνεία σας;
Ελπίζουμε να παρασύρουμε τους ακροατές στις σκέψεις μας και να ταξιδέψουν νοερά μαζί μας. Και ίσως να χορέψουν ένα βαλς ή να παρασυρθούν από τους ισπανικούς ρυθμούς ή απλά να θαυμάσουν και να εκτιμήσουν τη μουσική του Μωρίς Ραβέλ. Προσωπικά, με αυτό θα είμαι πολύ ευχαριστημένη.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια, μετά από αυτήν τη συναυλία;
Έχω άλλη μια συναυλία για δύο πιάνα, αυτή τη φορά με τον Γιώργο Παναγιωτόπουλο, τον Μάιο και μετά θα αφιερωθώ σε ολόκληρο το πιανιστικό έργο του Ιωσήφ Παπαδάτου, το οποίο θα ηχογραφήσω αλλά και θα παρουσιάσω μέχρι τον επόμενο Δεκέμβριο. Αυτα είναι τα πιο άμεσα σχέδια… σίγουρα όμως θα προκύψουν κι άλλες συνεργασίες και συναυλίες για το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, οπότε και ελπίζω με πολλή χαρά να τα ξαναπούμε. Σας ευχαριστώ πολύ.

* * * * *
Maurice Ravel 150
Προπώληση εισιτηρίων: www.ticketservices.gr
Τηλεφωνικά: 210 7234567
Εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Αθήνα
* * * * *
Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός
Πλατεία Αγ. Γεωργίου Καρύτση 8, Αθήνα
210 322 1917 – 5310
Πρόσβαση με μετρό: στάση <Πανεπιστήμιο>