Οι ζωντανοί χαρακτήρες, η στοιχειώδης πλοκή, οι αυτοσχέδιοι διάλογοι και οι υπαίθριες παραστάσεις ήταν βασικά χαρακτηριστικά της commedia dell’arte. Η θεματολογία της περιστρεφόταν κυρίως γύρω από τις δοκιμασίες και τα βάσανα νεαρών εραστών, τα οποία απέδιδε με περισσό χιούμορ.
Οι ηθοποιοί, χωρίς να περιορίζονται από σαφείς κατευθυντήριες γραμμές, μπορούσαν να διαμορφώσουν τις παραστάσεις τους σύμφωνα με τις απαιτήσεις του κοινού. Συχνά έκαναν πολιτικά σχόλια και λαϊκό χιούμορ, έξω από τα όρια της λογοκρισίας. Η ιταλική θεατρική φόρμα αποτέλεσε, επίσης, ιδανικό θέμα για το κίνημα του ροκοκό του 18ου αιώνα.
Η commedia dell’arte ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στην Ευρώπη από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα ως μουσικό θέατρο. Ξεκίνησε στη βόρεια Ιταλία τον 15ο αιώνα ως αντίδραση ενάντια στην commedia erudite, ένα λόγιο και ελιτίστικο είδος θεάτρου, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την ήπειρο και τα βρετανικά νησιά.
Οι καλλιτέχνες του ροκοκό, από τη μεριά τους, δημιουργούσαν ανάλαφρες, παιχνιδιάρικες σκηνές αγάπης και φλερτ, συχνά τοποθετημένες σε ειδυλλιακά υπαίθρια περιβάλλοντα. Μερικοί από τους πιο γνωστούς πίνακες των Γάλλων καλλιτεχνών Αντουάν Βατώ και Νικολά Λανκρέ, καθώς και του Ιταλού Τζοβάνι Ντομένικο Τιέπολο, αναπαριστούν σκηνές και γνωστούς χαρακτήρες της commedia dell’arte.
Ο πατέρας του ροκοκό
Οι περιοδεύοντες θίασοι είχαν μεγάλη απήχηση στις ευρωπαϊκές Αυλές, ειδικά στη Γαλλία, και οι καλλιτέχνες αποτύπωσαν τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές στον καμβά. Ο πιο γνωστός ζωγράφος που χρησιμοποίησε θέματα της commedia dell’arte στους πίνακές του ήταν ο Βατώ [Antoine Watteau, 1684–1721], ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους καλλιτέχνες του 18ου αιώνα, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας της ζωγραφικής ροκοκό.
Το στυλ ροκοκό ξεκίνησε στο Παρίσι. Το όνομά του προέρχεται από τη γαλλική λέξη rocaille, που μεταφράζεται ως πέτρα ή σπασμένο κοχύλι. Χαρακτηρίζεται από απαλά χρώματα, καμπύλες, ασύμμετρες γραμμές, γοητευτικές φλοράλ συνθέσεις, κομψά θέματα και μικρούς καμβάδες. Οι συνθέσεις διατηρούν μια ισορροπία μεταξύ του διακοσμητικού χαρακτήρα και του νατουραλισμού, με προτίμηση στις ψυχαγωγικές και ερωτικές δραστηριότητες.
Μια νέα κατηγορία ζωγραφικής, που επινοήθηκε από τη Γαλλική Ακαδημία το 1717 για να περιγράψει τις παραλλαγές του Βατώ, ήταν η fête galante. Οι πίνακες του είδους απεικονίζουν εκλεπτυσμένους αριστοκράτες με γιορτινά ρούχα ή μασκαράτες, μέσα σε πράσινα, φανταστικά τοπία. Αν και οι καλλιτέχνες που ακολούθησαν αυτό το στυλ έτειναν να δημιουργούν μια μάλλον εορταστική ατμόσφαιρα, τα έργα του Βατώ χαρακτηρίζονται από μια μυστηριώδη μελαγχολία.
Ένα εξαιρετικό παράδειγμα του στυλ και της ατμόσφαιρας του Βατώ είναι το πρωτοποριακό αριστούργημα Mezzetin, που βρίσκεται τώρα στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης, και παλαιότερα στη συλλογή της Μεγάλης Αικατερίνης. Η ομώνυμη φιγούρα είναι ένα κωμικό αρχέτυπο από την commedia dell’arte [ο Mezzetino, όνομα που σημαίνει μισό ποτηράκι (αλκοόλ)], ο οποίος απεικονίζεται πάντα ως πονηρός και εμμονικός, αλλά και ερωτικός και συναισθηματικός. Η ιδιότητα της ανεκπλήρωτης αγάπης τονίζεται από ένα γυναικείο άγαλμα ορατό όχι πολύ μακριά, με την πλάτη του γυρισμένη στον Μετσετίν. Ο ήρωας φορά το κοστούμι που παραδοσιακά συνδέεται με τον χαρακτήρα: μαλακό καπέλο, κοντή κάπα, ριγέ σακάκι, κολάρο με φρίζες και βράκα μέχρι το γόνατο, όλα πολύ όμορφα δοσμένα. Η στολή είναι φτιαγμένη από μπλε-γκρι, ροζ και λευκό μετάξι.
Ο Μετσετίν κάθεται σε ένα πέτρινο παγκάκι κοντά σε ένα κτίριο, ενώ στο βάθος βλέπουμε έναν καταπράσινο κήπο σκιασμένο από μεγάλα δέντρα. Με το κεφάλι γερτό, κοιτάζει λυπημένος μακριά, και παίζει την κιθάρα του λαχταρώντας την αγάπη(;). Ο Βατώ σχεδίασε προσεκτικά το αξύριστο πρόσωπο και τα μεγάλα χέρια του Μετσετίν. Οι ζωντανές, λεπτομερείς ποιότητες που αποτύπωσε ο ζωγράφος διατηρούνται εκπληκτικά καλά στον συγκινητικό αυτό πίνακα. Η πρακτική του Βατώ ήταν να δουλεύει με μοντέλα που παρατηρούσε προσεκτικά. Ένα προπαρασκευαστικό σχέδιο του κεφαλιού του χαρακτήρα βρίσκεται, επίσης, στη συλλογή του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης.
Μεγάλο μέρος της ζωής του Βατώ παραμένει τυλιγμένο στο μυστήριο. Παρά την επαρχιακή του καταγωγή, το έμφυτο ταλέντο και η πρωτοτυπία του τον βοήθησαν στην καριέρα του. Έγινε δεκτός στην Ακαδημία σε ηλικία 20 ετών και είχε διακεκριμένους ιδιώτες πελάτες.
Η Πέριν Στάιν, επιμεληήτρια στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης, εξηγεί: «Η γλυκύτητα της παλέτας του, ένας φόρος τιμής στον Ρούμπενς, και οι αποχρώσεις της βενετσιάνικης ζωγραφικής του 16ου αιώνα, ξαναδουλεμένες σε απαλά παστέλ για να ταιριάζουν με την κλίμακα και την αισθητική του ροκοκό, διαδόθηκε ευρέως». Αν και ο Βατώ πέθανε στα 36 του, είχε τεράστια επιρροή στην επόμενη γενιά καλλιτεχνών στη Γαλλία, ειδικά στον Νικολά Λανκρέ [Nicolas Lancret, 1690–1743].
Σκηνές από την commedia dell’arte
Ο Λανκρέ, γιος ενός αμαξά, γεννήθηκε στο Παρίσι και έζησε όλη του τη ζωή στην πρωτεύουσα. Αρχικά, σκόπευε να γίνει ιστορικός ζωγράφος, κατηγορία υψηλού κύρους εκείνη την εποχή. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα, τα έργα που είχαν οποιοδήποτε μη ιστορικό θέμα ονομάζονταν ρωπογραφίες (με σκηνές από την καθημερινή ζωή) και κατατάσσονταν χαμηλότερα από τα άλλα στην κλίμακα της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο Λανκρέ ξεχώρισε ως ένας από τους πιο αξιόλογους καλλιτέχνες του είδους. Είχε επίσης εξέχουσα πελατεία, περιλαμβανομένων του Λουδοβίκου ΙΕ’ της Γαλλίας και του Φρειδερίκου Β΄ της Πρωσίας.
Αν και ποτέ δεν ήταν μαθητής του Βατώ, ο Λανκρέ εμπνεύστηκε έντονα από τις fêtes gallants του τελευταίου. Ωστόσο, άφησε το δικό του στίγμα στο είδος και τού αναγνωρίζεται ότι εισήγαγε μοντέρνα στοιχεία, εξυπνάδα και επιδέξια χρήση του χρώματος. Στις δεκαετίες του 1720 και του 1730 δημιούργησε μια σειρά έργων με χαρακτήρες της commedia dell’arte. Η τελευταία δεκαετία μάλιστα σημαδεύτηκε από ιδιαίτερα καλούς πίνακες, όπως η «Σκηνή από την commedia dell’arte με τον Αρλεκίνο και τον Πουνκινέλλο», έργο που βρίσκεται στην κατοχή του National Trust του Ηνωμένου Βασιλείου, στο κτήμα Waddesdon.
Σε αυτήν τη δουλειά, μοντέρνες κυρίες και κορίτσια διασκεδάζουν μαζί με μια ομάδα ηθοποιών της commedia dell’arte, σε ένα γραφικό πάρκο. Εμφανίζονται ή υπονοούνται πολλές αναγνωρίσιμες προσωπικότητες. Για παράδειγμα, ο Πουνκινέλλο, πανούργος και σαρκαστικός, είναι αναγνωρίσιμος από την περίμετρο της κοιλιάς και το ψηλό κωνικό καπέλο του. Αυτός ο χαρακτήρας αποτελεί την προσωποποίηση του ανθρώπου και των αδυναμιών του. Ντυμένος με ένα μουσταρδί κίτρινο κοστούμι με μπλε και κόκκινα διακοσμητικά στοιχεία, ο Πουνκινέλλο χορεύει μπροστά στον εύπιστο αντίπαλό του Αρλεκίνο, ο οποίος φοράει τη χαρακτηριστική στολή του με ρόμβους σε έντονο κόκκινο, πράσινο και μπλε χρώμα. Ο Αρλεκίνος, όπως και οι περισσότεροι χαρακτήρες της commedia dell’arte, φοράει μάσκα, αν και ο Μετσετίνο δεν φορούσε ποτέ. Η χρήση της μάσκας ανάγεται στις αρχαίες ρωμαϊκές θεατρικές κωμωδίες.
Στα αριστερά, μια γυναίκα με καπέλο, η οποία σηκώνει θεατρικά το χέρι της, μπορεί να αναγνωριστεί ως Κολομπίνα. Είναι η έξυπνη και τσαχπίνα αγαπημένη του Αρλεκίνου. Ο Πιερότος κάθεται στην άλλη πλευρά του καμβά, ντυμένος με τα κλασικά λευκά ρούχα του. Χαρακτηριστικά του είναι η αγαθότητα, η αφέλεια, η αγάπη και η μελαγχολία. Η ερευνήτρια του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης Τζένιφερ Μήγκερ γράφει:
«Τον 19ο αιώνα, αυτός ο χαρακτήρας αναδείχθηκε από τους Γάλλους λογοτέχνες, οι οποίοι έβλεπαν τον δημιουργικό και μοναχικό Πιερότο ως μεταφορά για τους σύγχρονους καλλιτέχνες».
Το κλειστό σκηνικό του πίνακα διαθέτει ρεαλιστικά στοιχεία, περιλαμβανομένης μιας σαρωτικής σκάλας ροκοκό και ενός τοίχου διακοσμημένου με πυκνές ακανόνιστες γραμμές. Το συγκεκριμένο σκηνικό είναι εντελώς πλασματικό, όπως στο Mezzetin του Βατώ, αν και αυτό δεν συνέβαινε σε όλα τα έργα τα εμπνευσμένα από την commedia dell’arte. Παραδείγματος χάριν, το Μινουέτο του Τιέπολο, ενός καλλιτέχνη της επόμενης γενιάς, λαμβάνει χώρα στη γενέτειρά του τη Βενετία κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού.
Το «Μινουέτο» του Τζ. Ντ. Τιέπολο
Ο Τζοβάνι Ντομένικο Τιέπολο [Giovanni Domenico Tiepolo, 1727–1804] ήταν γιος του Τζοβάνι Μπατίστα Τιέπολο, του μεγαλύτερου Ιταλού καλλιτέχνη της εποχής του ροκοκό. Ο υιός Τιέπολο ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός του πατέρα του. Αν και η δημιουργική του κληρονομιά επισκιάστηκε από τον πατέρα του, ο οποίος φημιζόταν για τις περίπλοκες και πληθωρικές αλληγορικές τοιχογραφίες του, ο γιος ήταν με τον δικό του τρόπο και αυτός ένας ικανός καλλιτέχνης. Τα θέματα του νεαρού Τιέπολο είναι μοντέρνα, αν και εξιδανικευμένα.
Ο πίνακας «Το μινουέτο», μέρος της συλλογής του Εθνικού Μουσείου Τέχνης της Καταλωνίας, απεικονίζει την Κολομπίνα (μια παραλλαγή της Κολομπίνας) και τον Πανταλόνε να χορεύουν ανάμεσα σε μοντέρνους και μασκοφόρους καρναβαλιστές. Ο χώρος είναι ο κήπος μιας βίλας, διακοσμημένης με κλασικά γλυπτά. Η Κολομπίνα φοράει ένα φόρεμα με ρόμβους, που θυμίζει τη στολή του Αρλεκίνου. Ο Πανταλόνε, κύριος χαρακτήρας της commedia dell’arte, είναι Βενετός. Είναι τσιγκούνης και τα ενδύματά του αποτελούνται από μια μαύρη ρόμπα με κόκκινη βράκα και μανίκια. Τον 18ο αιώνα, το καρναβάλι προσέλκυε πολλούς Ευρωπαίους τουρίστες στη Βενετία.
Οι μάσκες των καρναβαλιστών τούς χάριζαν ανωνυμία, η οποία καθιστούσε δυνατή την ανάμειξη των κοινωνικών στρωμάτων. Στην ιστοσελίδα του μουσείου, ο Γιοζέπ Πουχόλ ι Κολ τονίζει ότι ο καλλιτέχνης «χρησιμοποιεί το καρναβάλι ως αφορμή για να περιγράψει τα έθιμα και την ατμόσφαιρα των ανθρώπων γύρω του: μια κοινωνία που έκρυβε την παρακμή της, καταφεύγοντας πίσω από εφήμερες εμφανίσεις, διασκεδάσεις και ασχολίες».
Την εποχή που φτιάχτηκε ο πίνακας, ένας χορός γνωστός ως μινουέτο ή μενουέτο ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής. Επρόκειτο για έναν αργό και κομψό χορό για δύο, σε τριπλό χρόνο. Οι παραστάσεις της commedia dell’arte συχνά τελείωναν με ένα μινουέτο. Ο Τιέπολο χρησιμοποίησε αυτόν τον χορό ως θέμα σε τρεις ακόμη πίνακες. Ο καλλιτέχνης αφιέρωσε το τελευταίο μέρος της καριέρας του απεικονίζοντας τον Πουνκινέλλο σε μια εκτενή σειρά σχεδίων και τοιχογραφιών. Το έργο του Τιέπολο στο είδος της commedia dell’arte είναι διαποτισμένο από καλλιτεχνικό ταλέντο, ασέβεια και ειρωνεία.
Αυτά τα έργα των Βατώ, Λανκρέ και Τιέπολο όχι μόνο αποτίουν φόρο τιμής στη μεταμορφωτική επιρροή της commedia dell’arte , αλλά ταυτόχρονα καταδεικνύουν τη δεξιοτεχνία τους στη δημιουργία διαχρονικής ομορφιάς.
Επιμέλεια: Βαλεντίνα Λισάκ & Αλία Ζάε