Η εμπιστοσύνη των ευρωπαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα έχει μειωθεί σε ιστορικό χαμηλό, σύμφωνα με ετήσια έρευνα, με τους ερωτηθέντες να επικαλούνται την οικονομική ύφεση της Κίνας και τις αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις.
Στην Έρευνα Επιχειρηματικής Εμπιστοσύνης του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα για το 2025, που δημοσιεύθηκε στις 28 Μαΐου, το 73% των 503 ερωτηθέντων μελών του Επιμελητηρίου δήλωσε ότι είναι πιο δύσκολο να κάνει κανείς επιχειρήσεις στην Κίνα. Η έρευνα διεξήχθη τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο, δηλαδή πριν από την κλιμάκωση του δασμολογικού πολέμου, που έγινε τον Απρίλιο.
Μόνο το 5% των εταιρειών της ΕΕ πίστευε ότι η κατάσταση είχε βελτιωθεί, ποσοστό που είναι το χαμηλότερο από την πρώτη διεξαγωγή της έρευνας το 2011.
29% των ερωτηθέντων ήταν αισιόδοξοι για τις προοπτικές ανάπτυξής τους στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ μόνο το 12% των ερωτηθέντων είναι αισιόδοξοι για μελλοντική κερδοφορία στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια, μειωμένο κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες από πέρυσι. Και οι δύο αριθμοί είναι ιστορικά χαμηλά.
Εν τω μεταξύ, το 49% των ερωτηθέντων εξέφρασε απαισιοδοξία για τη μελλοντική κερδοφορία στην Κίνα τα επόμενα δύο χρόνια.
Επιπλέον, το 60% των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα εξέφρασε απαισιοδοξία για τη μελλοντική ανταγωνιστική πίεση, υποδεικνύοντας ότι η κινεζική αγορά δεν είναι πια τόσο ελκυστική για τις επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται από το εξωτερικό.
«Η αβεβαιότητα που προκύπτει από την κλιμάκωση των εμπορικών και γεωπολιτικών εντάσεων, οι ανησυχίες για την εγχώρια οικονομία της Κίνας και ο επίμονος αποπληθωρισμός των τιμών παραγωγού βαραίνουν τόσο τις ευρωπαϊκές όσο και τις κινεζικές εταιρείες», δήλωσε ο Γενς Έσκελουντ, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην Κίνα, σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας.
Το 63% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι έχασαν επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Κίνα πέρυσι λόγω περιορισμών πρόσβασης στην αγορά και κανονιστικών φραγμών.
Μεταξύ των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα, το 44% πίστευε ότι ήταν δύσκολο να επιτευχθεί δίκαιος ανταγωνισμός μεταξύ ξένων και ντόπιων εταιρειών, γεγονός που υποδηλώνει ότι η θεσμική ανισότητα εξακολουθεί να είναι σοβαρή στην Κίνα.
Η έκθεση περιγράφει την κινεζική αγορά ως «μία οικονομία, δύο συστήματα». Συγκεκριμένα, σε τομείς όπως η τεχνολογία πληροφοριών, τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και η νομική, οι ξένες εταιρείες περιορίζονται εδώ και καιρό από τις απαιτήσεις τοπικής προσαρμογής και τις αβεβαιότητες συμμόρφωσης. Επιπλέον, τα μέλη του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ εκφράζουν γενικά ανησυχίες ότι οι πολιτικές δημοσίων συμβάσεων της Κίνας έχουν προσανατολισμό στην αγορά εγχώριων προϊόντων, συμπιέζοντας περαιτέρω τον λειτουργικό χώρο των ξένων εταιρειών, σύμφωνα με την έκθεση της έρευνας.
«Το βασικό μας μήνυμα προς τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής είναι ότι η απόκλιση μεταξύ της αύξησης της προσφοράς και της ζήτησης διαβρώνει τόσο τα κέρδη όσο και την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η επίτευξη καλύτερης ισορροπίας όχι μόνο θα ωφελήσει τις εταιρείες και θα ξανακάνει την Κίνα ελκυστικό επενδυτικό προορισμό, αλλά μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μείωση των εμπορικών εντάσεων», δήλωσε ο Έσκελουντ.
Ο οικονομολόγος με έδρα τις ΗΠΑ, Ντέηβυ Τ. Γουόνγκ, δήλωσε στην εφημερίδα The Epoch Times ότι η έρευνα του Εμπορικού Επιμελητηρίου της ΕΕ αποκαλύπτει «μια βαθιά μείωση της επιχειρηματικής εμπιστοσύνης των ευρωπαϊκών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, η οποία πρόκειται ουσιαστικά για μια κατάρρευση της συστημικής εμπιστοσύνης», η οποία οφείλεται κυρίως στην «αυξανόμενη έλλειψη προβλεψιμότητας του κανονιστικού και πολιτικού περιβάλλοντος της Κίνας», καθώς οι ευρωπαϊκές εταιρείες δεν γνωρίζουν «αν οι σημερινοί κανόνες θα εξακολουθούν να ισχύουν αύριο».
Εκτός από την αυξανόμενη κανονιστική αδιαφάνεια του κινεζικού καθεστώτος, ο Γουόνγκ είπε ότι «η αυξανόμενη πολιτική ευθυγράμμιση με αυταρχικά καθεστώτα όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Βόρεια Κορέα» και οι «απειλές για την πνευματική ιδιοκτησία και την ηγεσία στην ενεργειακή μετάβαση» έχουν επίσης συμβάλει στη μείωση της εμπιστοσύνης των εταιρειών της ΕΕ στην ανάπτυξη επιχειρηματικής δραστηριότητας στην Κίνα.
Ο Φρανκ Σιε, καθηγητής επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας Aiken, δήλωσε στην Epoch Times, στις 28 Μαΐου, ότι «οι ξένες εταιρείες χάνουν την εμπιστοσύνη τους επειδή η κινεζική οικονομία χειροτερεύει».
Σημείωσε ότι, σε αντίθεση με τις αμερικανικές εταιρείες που παράγουν αγαθά στην Κίνα, τα οποία στέλνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, «πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες έρχονται να παράγουν και να πωλούν αγαθά στην Κίνα».
«Έτσι, η Ευρώπη εξαρτάται κάπως από την Κίνα ως χώρα παραγωγής αλλά και ως αγορά εξαγωγών», είπε ο Σιε.

Είπε ότι «η ζήτηση στην κινεζική αγορά μειώνεται και η κινεζική οικονομία παρακμάζει, και δεν είναι πλέον τόσο εύκολο για τις ευρωπαϊκές εταιρείες να βγάλουν χρήματα στην Κίνα, επομένως έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους.»
«Σιωπηλή αποσύνδεση»
Υπήρξαν περισσότερες εταιρείες της ΕΕ που έχουν ήδη αποσύρει τις υπάρχουσες επενδύσεις ή έχουν αποφασίσει να αποσυρθούν, φτάνοντας το 17% και 16% αντίστοιχα, που είναι 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερες από πέρυσι, σύμφωνα με την έρευνα.
Ωστόσο, η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι το 26% των ερωτηθέντων ανέφεραν περαιτέρω μεταφορά των αλυσίδων εφοδιασμού τους στην Κίνα, η οποία αντιπροσωπεύει αύξηση 5% σε ετήσια βάση.
Ο Γουόνγκ είπε ότι αυτή η κίνηση του 26% των ερωτηθέντων εταιρειών «δεν πρέπει να ερμηνεύεται λανθασμένα ως ψήφος ανανεωμένης εμπιστοσύνης».
«Μάλλον αντικατοπτρίζει μια τακτική αναπροσαρμογής», είπε.
Είπε ότι «η επανατοποθέτηση στην Κίνα προσφέρει βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα κόστους και αποδοτικότητας, τα οποία λειτουργούν ως σύστημα προστασίας για την παγκόσμια αστάθεια». Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόσθεσε, «σηματοδοτεί μια ενοποίηση πριν από την έξοδο — μια επανατοποθέτηση, όχι επανεπένδυση».
Όπως επισημαίνει, η έρευνα δείχνει ότι «ο πραγματικός μετασχηματισμός που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι μια σιωπηλή αποσύνδεση».
«Οι εταιρείες δεν ‘φεύγουν εντελώς από την Κίνα’, αλλά υιοθετούν μια πολυεπίπεδη αρχιτεκτονική: την Κίνα για τα έσοδα, τη Νοτιοανατολική Ασία για τη μεταποίηση και την Ευρώπη για την πνευματική ιδιοκτησία και τη γεωπολιτική απομόνωση.»