Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ενέκρινε τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων για να επιτραπεί στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα.
«Ας μην υπάρχει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, πιστεύω ότι όσον αφορά την ευρωπαϊκή ασφάλεια, η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα, η Ευρώπη πρέπει να φέρει περισσότερα στο τραπέζι και για να το πετύχουμε αυτό, χρειαζόμαστε αύξηση των ευρωπαϊκών αμυντικών δαπανών», δήλωσε η φον ντερ Λάιεν σε ομιλία της στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια του Μονάχου την Παρασκευή.
Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρονται όλο και περισσότερο από την πολιτική τους των περασμένων δεκαετιών της προστασίας της Ευρώπης από τη ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα, τα ευρωπαϊκά έθνη αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες και προσπαθούν να αυξήσουν τις επενδύσεις στις αμυντικές βιομηχανίες της ηπείρου.
Ωστόσο, έχουν συναντήσει γραφειοκρατικά και θεσμικά εμπόδια, καθώς και δύσπιστους επενδυτές που βλέπουν περισσότερα κέρδη και λιγότερους κινδύνους σε άλλους κλάδους.
Η φον ντερ Λάιεν είπε ότι τα έθνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης δαπανούν κατά μέσο όρο περίπου το 2% του ΑΕΠ τους, αλλά πρέπει να το αυξήσουν σε πάνω από 3%, το οποίο όμως ακόμα απέχει από το 5% που ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προέτρεψε τις χώρες του ΝΑΤΟ να δαπανήσουν, παρατηρώντας ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε σύγκρουση με την «επιθετική» Ρωσία για την Ουκρανία και ότι χρειάζεται μια «τολμηρή προσέγγιση».
«Γι’ αυτό μπορώ να ανακοινώσω ότι θα προτείνω την ενεργοποίηση της ρήτρας διαφυγής για αμυντικές επενδύσεις», είπε. «Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη-μέλη να αυξήσουν σημαντικά τις αμυντικές τους δαπάνες».
Η αλλαγή θα επιτρέψει στις κυβερνήσεις της ΕΕ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες χωρίς να παραβιάζουν τους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες της ένωσης των 27 μελών, που δεν επιτρέπουν υπερβολικό δανεισμό.
Η ανακοίνωση της φον ντερ Λάιεν βασίστηκε σε έγγραφο που ετοίμασε η Πολωνία, η οποία κατέχει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ. Το έγγραφο ανέφερε ότι η τρέχουσα ερμηνεία των αμυντικών επενδύσεων μόνο ως στρατιωτικού εξοπλισμού όπως άρματα μάχης ή αεροσκάφη είναι πολύ στενή.
Η φον ντερ Λάιεν έκανε την ανακοίνωση μόλις δύο ημέρες αφότου ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Πητ Χέγκσεθ είπε στους υποστηρικτές της Ουκρανίας στην Ευρώπη ότι ήταν «μη ρεαλιστικό» για το Κίεβο να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ ή να επιστρέψει στα προ του 2014 σύνορά του.
Τα σχόλια του Χέγκσεθ, σε συνάντηση στο Βέλγιο την Τετάρτη, ακολούθησαν την ανακοίνωση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στις 12 Φεβρουαρίου για την άμεση έναρξη των διαπραγματεύσεων με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν σχετικά με τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία. Σε απάντηση, έξι ευρωπαϊκά κράτη και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσαν, στις 12 Φεβρουαρίου, ότι αυτά και η Ουκρανία πρέπει να συμμετέχουν σε οποιεσδήποτε διαπραγματεύσεις.
Την Παρασκευή, η φον ντερ Λάιεν δήλωσε: «Πολλοί στους κύκλους ασφαλείας στην Ευρώπη ήταν μπερδεμένοι, ορισμένοι μάλιστα ανησύχησαν από τα σχόλια που έγιναν από ανώτερους αξιωματούχους των ΗΠΑ νωρίτερα αυτή την εβδομάδα».
«Αλλά πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, να αποφύγουμε την οργή και την κατακραυγή, γιατί αν ακούσουμε την ουσία των παρατηρήσεων, όχι μόνο καταλαβαίνουμε από πού προέρχονται, αλλά αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν κάποιες παρατηρήσεις στις οποίες μπορούμε να συμφωνήσουμε, γιατί ναι, και οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν το τέλος της αιματοχυσίας», είπε.
Σε μια συνέντευξη στη Financial Times, στις 14 Φεβρουαρίου, ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν προέτρεψε την Ευρώπη να απογαλακτιστεί από την αγορά στρατιωτικού υλικού από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
«Πρέπει επίσης να αναπτύξουμε μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή αμυντική, βιομηχανική και τεχνολογική βάση. Αυτό ξεπερνά κατά πολύ μια απλή συζήτηση για τα στοιχεία των δαπανών», είπε ο Μακρόν, επισημαίνοντας ότι «αν το μόνο που κάνουμε είναι να γίνουμε ακόμη μεγαλύτεροι πελάτες των Ηνωμένων Πολιτειών, τότε σε 20 χρόνια, δεν θα έχουμε ακόμη λύσει το ζήτημα της ευρωπαϊκής κυριαρχίας».
Ο Γάλλος πρόεδρος προέτρεψε επίσης τις ευρωπαϊκές χώρες να αγοράσουν το γαλλο-ιταλικό σύστημα αεράμυνας SAMP-T, λέγοντας ότι είναι καλύτερο από το αμερικανικό πυραυλικό σύστημα Patriot.
Το 2017, ο Μακρόν ζήτησε από την ΕΕ «να έχει μια κοινή δύναμη επέμβασης, έναν κοινό αμυντικό προϋπολογισμό και ένα κοινό δόγμα δράσης». Το επόμενο έτος, η τότε καγκελάριος της Γερμανίας, Άνγκελα Μέρκελ, είπε: «Πρέπει να εργαστούμε πάνω στο όραμα να δημιουργήσουμε έναν σωστό ευρωπαϊκό στρατό».
Αναστήθηκε το σχέδιο Στρατού της ΕΕ;
Ο Τιμ Ρίπλεϋ, αμυντικός αναλυτής και συγγραφέας του «Little Green Men: The Inside Story of Russian’s New Military Power», δήλωσε στην Epoch Times ότι η ιδέα της Μέρκελ για έναν στρατό της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να αναστηθεί υπό το φως των προτάσεων του Τραμπ για την Ουκρανία.
«Μπορεί να επιστρέψει γιατί αν αυτή η ειρηνευτική δύναμη στην Ουκρανία δεν μπορεί να είναι το ΝΑΤΟ, το προφανές όχημα θα ήταν μια δύναμη με εντολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης», είπε.
Είπε ότι ο Τραμπ και ο Χέγκσεθ έλεγαν ουσιαστικά στην Ευρώπη: «Αν θέλετε να πάτε να προστατέψετε την Ουκρανία, αυτό είναι δικό σας πρόβλημα».
Οι περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ έχουν δει μια άνοδο στις αμυντικές τους δαπάνες τα τελευταία χρόνια. Αυτό σημαίνει συχνά την αγορά αεροπλάνων, drones, και άλλου υλικού από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, ή την Νότια Κορέα.
«Αν οι Ευρωπαίοι φορολογούμενοι θέλουν να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα για την άμυνα, προφανώς θα έχουν ως ανταπόδοση την ασφάλεια και την αίσθηση ασφαλείας, αλλά είναι επίσης η φυσική τάση για αυτά τα χρήματα να κρατήσουν τους Ευρωπαίους εργαζομένους σε θέσεις εργασίας, παρά τους εργάτες στη Φλόριντα και το Τέξας», είπε ο Ρίπλεϋ.
Η Πολωνία είναι μια χώρα που έχει δημιουργήσει θέσεις εργασίας στη δική της αμυντική βιομηχανία αυξάνοντας παράλληλα τις δαπάνες, αλλά αγόρασε μεγάλο μέρος του υλικού της από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2020, η Πολωνία υπέγραψε συμφωνία 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά αεροσκαφών F-35 Lightning II από τη Lockheed Martin, αντί να αγοράσει Typhoon, τα οποία κατασκευάζονται από την Eurofighter στην Ευρώπη.
Στις 31 Ιανουαρίου, μια επιστολή που υπογράφηκε από τη Γαλλία, τη Γερμανία και άλλες 17 χώρες της ΕΕ, καλούσε την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) να χαλαρώσει τους κανόνες για τη χορήγηση δανείων στην αμυντική βιομηχανία.
Η ΕΤΕπ ανήκει από κοινού στις κυβερνήσεις των 27 κρατών μελών της ΕΕ και επί του παρόντος απαγορεύεται να χρηματοδοτεί την παραγωγή πυρομαχικών, όπλων, ή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η τράπεζα μπορεί να δανείσει σε επιχειρήσεις που κατασκευάζουν προϊόντα διπλής χρήσης με πολιτικές και στρατιωτικές εφαρμογές, όπως δορυφόρους ή drones.
Αύξηση δυνατοτήτων και αποθεμάτων
Ο Ρίπλεϋ είπε ότι υπάρχει επιχείρημα για την αύξηση του ρυθμού παραγωγής υπαρχόντων αεροπλάνων, μη επανδρωμένων αεροσκαφών, και πυραύλων, αντί να δαπανώνται χρήματα για την έρευνα και την ανάπτυξη νέων τύπων όπλων και εξοπλισμού.
«Αυξάνεις τον αριθμό των σειρών παραγωγής, αυξάνεις τον αριθμό των βλημάτων που αγοράζεις, αυξάνεις τον αριθμό των πυραύλων», είπε.
«Έτσι, αυξάνεις τη δυνατότητά σου και το απόθεμά σου, πράγμα που σημαίνει ότι έχεις περισσότερο υλικό για έναν πόλεμο, αντί να τα ξοδέψεις όλα σε εξωτική έρευνα και ανάπτυξη και να επενδύσεις σε ένα αεροπλάνο που μπορεί να μην παραδοθεί για 15 χρόνια», είπε ο Ρίπλεϋ.
Είπε ότι στην Ευρώπη υπήρχε μια ιστορία χαμηλής απόδοσης επένδυσης, για τους επενδυτές, στην αμυντική βιομηχανία.
«Πρώτα από όλα, επειδή δεν κατασκεύασαν πολλά κομμάτια υλικού, οπότε είχαμε μια πεπερασμένη παραγωγή. Δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγάλουν περισσότερα και να τα πουλήσουν για εξαγωγή, για να βγάλουν περισσότερα κέρδη. Ποτέ δεν θα μπορούσαν να έχουν μεγάλα κέρδη», είπε.
Ο Ρίπλεϋ είπε ότι ένα παράδειγμα θα ήταν το μαχητικό αεροσκάφος Eurofighter Typhoon — το οποίο κατασκευάζεται από την Airbus, την BAE Systems, και τη Leonardo στη Βρετανία, τη Γερμανία, την Ισπανία, και την Ιταλία — το οποίο περιέγραψε ως «μονοπώλιο» με περιορισμένα περιθώρια κέρδους.
«Μόνο μία εταιρεία σε κάθε χώρα έχει το συμβόλαιο για την κατασκευή τους και επιτρέπεται να έχει μόνο 5 τοις εκατό κέρδος. Επομένως, τα κέρδη τους περιορίζονται, είναι μια κατάσταση μονοπωλίου», είπε.
Ο Ρίπλεϋ είπε για την αμυντική βιομηχανία: «Δεν είναι σαν τα φαρμακευτικά προϊόντα, όπου μπορείς να ποντάρεις σε κάτι σαν αυτό το δανέζικο φάρμακο απώλειας βάρους [Ozempic], όπου η εταιρεία απλώς βγάζει απίστευτα κέρδη επειδή μπορεί. Δεν έχεις τα ίδια οικονομικά στην άμυνα».
«Αναμφισβήτητοι κίνδυνοι» για τη φήμη των επενδυτών
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, είπε σε μια συνάντηση στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στο Νταβός στις 22 Ιανουαρίου, ότι οι περιβαλλοντικές, κοινωνικές και κυβερνητικές κατευθυντήριες γραμμές (ESG) βλάπτουν την ικανότητα της Δύσης να επενδύει στην άμυνα.
Οι κατευθυντήριες γραμμές της ESG βασίζονται στους Στόχους της Χιλιετίας των Ηνωμένων Εθνών, οι οποίοι είναι ένα σύνολο στόχων για «αειφόρο ανάπτυξη» που συμφωνήθηκαν το 2015, και περιλαμβάνουν την προώθηση της ισότητας φύλων, την εξάλειψη της φτώχειας και την ανάληψη δράσης για τις κλιματικές ανησυχίες.
Πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία, εταιρείες και άλλοι μεγάλοι επενδυτές επιλέγουν πού να επενδύσουν με βάση αυτές τις οδηγίες ESG.
Αυτό συχνά αφήνει την αμυντική βιομηχανία έξω στο κρύο, το οποίο ο Ρούτε προσπαθεί να ξεπεράσει ενθαρρύνοντας τον κόσμο να υποστηρίξει και να μιλήσει θετικά για τις αμυντικές δαπάνες.
«Στους πολίτες των χωρών του ΝΑΤΟ, ειδικά στην Ευρώπη, λέω: Πείτε στις τράπεζες και στα συνταξιοδοτικά ταμεία σας ότι είναι απλώς απαράδεκτο να αρνούνται να επενδύσουν στην αμυντική βιομηχανία», είπε ο Ρούτε σε ομιλία του στο Concert Noble, στις Βρυξέλλες, τον Δεκέμβριο του 2024.

Ο Χαβιέ ντε Λαφορσάντ, επικεφαλής διαχείρισης χαρτοφυλακίου με τους τραπεζίτες Rothschild Martin Maurel, έγραψε σε ένα blog πέρυσι για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν όσοι θέλουν να επενδύσουν στην αμυντική βιομηχανία της Ευρώπης.
Είπε ότι η αμυντική βιομηχανία έφερε μαζί της «αναμφισβήτητους κινδύνους φήμης» για τους επενδυτές.
«Αν και η ‘έμμεση’ χρηματοδότηση της αμυντικής βιομηχανίας αγοράζοντας κρατικά ομόλογα [για παράδειγμα] δεν φαίνεται να δημιουργεί πρόβλημα, ορισμένοι επενδυτές θα προτιμούσαν να αποφύγουν εντελώς τον κλάδο μόνο και μόνο για να κρατήσουν τα πράγματα ασφαλή και απλά όσον αφορά την εικόνα ή τις πεποιθήσεις τους», έγραψε ο Λαφορσάντ.
του Κρις Σάμμερς